«Δεν έχω πια άλλη συγγραφική φιλοδοξία πέρα από το να εξελίσσομαι. Όλα τα άλλα έρχονται μετά τη διαδικασία της γραφής, δεν με αφορούν» (Η Αλεξάνδρα Κ* φοράει τοp Mia white gauze με χειροποίητα μπρονζέ κουμπιά. Φούστα-σορτς Jakili. Oλα του οίκου KIMALÉ  /Αποκλειστική φωτογράφηση: Μιχαήλ Ανδρουλιδάκης, για το Andro).

Αναμφισβήτητα, η Αλεξάνδρα Κ* είναι μια από τις φωνές της γενιάς της -ίσως και της επόμενης. Αιχμηρή αλλά νηφάλια, γράφει για τα μείζονα με δεινότητα και δουλεμένη απλότητα. Ανέκαθεν επέλεγε λέξεις που «απαγορεύεται» να ακουστούν: είτε το έκανε στο θέατρο, με την Πισίνα της, στην τηλεόραση με τις Ηρωίδες, ή στη λογοτεχνία με τους Αχινούς.

Λίγο πριν παιχτεί στη Μικρή Επίδαυρο η παράσταση «γάλα, αίμα» -μια δική της διασκευή της Μήδειας- και λίγο πριν αναχωρήσει για την Αμερική και το ιδιαίτερα τιμητικό International Writers Program της Άιοβα (στο οποίο επιλέγονται δώδεκα δημιουργοί από όλο τον κόσμο βάσει δείγματος γραφής) δέχτηκε να πούμε δυο λόγια για την παράσταση, για την ελληνική παιδαγωγική της οικογένειας, τον φεμινισμό και πώς κατέκτησε το «δικαίωμα να γράφει».

Μη σας ξεγελά το χαριτωμένο της παρουσιαστικό, η συγγραφέας από την Κέρκυρα έχει ακαταμάχητο τσαγανό για ένα σωρό διαφορετικούς λόγους που θα διαπιστώσετε παρακάτω. Η Αλεξάνδρα Κ* είναι ένα διαφορετικό, κουλ πρότυπο σύγχρονης διανοούμενης, μια πηγή έμπνευσης γεμάτη ζωντάνια και περιέργεια.

«Η Μικρή Επίδαυρος είναι όνειρο ζωής για μένα, ένας χώρος που αγαπώ πολύ, ίσως περισσότερο από κάθε άλλη σκηνή της χώρας».

«Είμαι 36, δεν είμαι τόσο νέα αν σκεφτείς ότι εργάζομαι στο θέατρο από τα 18 μου» (Η Αλεξάνδρα Κ* φοράει μπλούζα Marino navy gauze με χειροποίητα μπρονζέ κουμπιά. Φούστα/σορτς Jakili. Oλα του οίκου KIMALÉ  /Αποκλειστική φωτογράφηση: Μιχαήλ Ανδρουλιδάκης, για το Andro).

– Πώς νιώθεις που είσαι τόσο νέα και ένα κείμενο σου θα παιχτεί στη Mικρή Επίδαυρο;

Είμαι 36, δεν είμαι τόσο νέα σε σχέση με το γεγονός αν σκεφτείς ότι εργάζομαι στο θέατρο από τα 18 μου. Παρόλ’ αυτά, εξεπλάγην τρομερά όταν η Κατερίνα Ευαγγελάτου μου έκανε την πρόταση. Πρώτον γιατί η Μικρή Επίδαυρος είναι όνειρο ζωής για μένα, ένας χώρος που αγαπώ πολύ, ίσως περισσότερο από κάθε άλλη σκηνή της χώρας.

– Και δεύτερον;

Διότι μου ανατέθηκε η μεταγραφή της Μήδειας, ένα έργο με το οποίο έχω καταπιαστεί ξανά στο παρελθόν σε διάφορες εκδοχές του αλλά καμία δεν με ικανοποιούσε κι έτσι το είχα μέσα μου ως εκκρεμότητα. Ήταν μια ευκαιρία να πιάσω το νήμα απ’ την αρχή και να βρω την οπτική γωνία που με αφορά αυτή τη στιγμή. Τέλος, επειδή η Κατερίνα Ευαγγελάτου με τίμησε βάζοντάς με δίπλα σε συγγραφείς πολύ πιο έμπειρους από μένα και πολύ αγαπημένους μου. Η Αμάντα (Μιχαλοπούλου) και ο Βαγγέλης (Χατζηγιαννίδης) έχουν υπάρξει δάσκαλοί μου, ο Γιάννης (Μαυριτσάκης) είναι ένας συγγραφέας του οποίου τα έργα έχω μελετήσει λέξη – λέξη. Ένα όνειρο είχα κι αυτό μέχρι στιγμής εκπληρώνεται στο έπακρο. Αν πάει καλά κι η παράσταση -που αν κρίνω απ’ τις πρόβες είναι καταδικασμένη να πάει- για την ώρα δεν έχω τίποτα άλλο να ευχηθώ στη ζωή μου.

– Ψέματα…

Εντελώς αλήθεια. Δεν έχω πια άλλη συγγραφική φιλοδοξία πέρα από το να εξελίσσομαι. Όλα τα άλλα έρχονται μετά τη διαδικασία της γραφής, δεν με αφορούν.

– Τώρα τι θα κάνεις; Θα κυνηγήσεις τη χαρά της ζωής;

Τη βρίσκω ήδη τη χαρά της ζωής, στην πρόβα. Έχει τόσο ενθουσιασμό, τόση συγκίνηση, τόσο γλέντι. Τη σκηνοθεσία έχει αναλάβει ο Γιάννος Περλέγκας, που έχει συνδεθεί με το έργο σε τρομερό βάθος κι έχει παρασύρει όλους τους ηθοποιούς σε αυτό. Πρωταγωνίστριά μας είναι η Έλενα Τοπαλίδου, που από την πρώτη ανάγνωση γύρισε και μου είπε για τον ρόλο «Εγώ την ξέρω αυτήν, τα έχω πει αυτά τα λόγια». Πηγαίνω σε ένα μέρος όπου οι άνθρωποι πιστεύουν στο κείμενο κι αισθάνονται υπεύθυνοι να μην το προδώσουν με σκηνοθετίτιδες και μεγάλα εγώ.

«Η δική μου ”Μήδεια” έχει μεταφερθεί τον Ιούλιο του ’58, μετεμφυλιακά, όπου συναντάμε αυτή τη γυναίκα την ημέρα του γάμου του άνδρα της».

«Υπάρχει πάντα τρομερή καχυποψία απέναντι στα νέα ελληνικά θεατρικά κείμενα». (H Aλεξάνδρα Κ* φοράει (Η Αλεξάνδρα Κ* φοράει μπλούζα Marino navy gauze με χειροποίητα μπρονζέ κουμπιά. Φούστα/σορτς Jakili. Oλα του οίκου KIMALÉ   και επιχρυσωμένα σκουλαρίκια Nola του οίκου KIMALÉ  /Αποκλειστική φωτογράφηση: Μιχαήλ Ανδρουλιδάκης, για το Andro).

– Πιστεύεις ότι όλο αυτό μπορεί να έχει να κάνει με το ότι πλέον έχεις μια προϋπηρεσία, έχεις «φτιάξει το όνομα» σου;

Όχι. Υπάρχει πάντα τρομερή καχυποψία απέναντι στα νέα ελληνικά θεατρικά κείμενα. Ίσως έχει να κάνει με το ότι όλα αυτά τα χρόνια έχω αποκτήσει περισσότερη εμπειρία στο πώς είναι να παίρνει κάποιος ένα έργο σου, το παιδί σου δηλαδή, και να το μεγαλώνει. Μπαίνω πια στη διαδικασία να «εξηγηθώ» στον σκηνοθέτη και τον θίασο, γιατί το έγραψα, ποια ήταν η διαδικασία, τι δικό μου υπάρχει εκεί μέσα – πράγμα που παλιότερα δεν έκανα γιατί δεχόμουν αδιαμαρτύρητα το «ο σκηνοθέτης είναι ο θεός και μην μπλέκεσαι». Εδώ όμως, από την πρώτη μέρα κατάλαβα ότι καταλαβαινόμαστε. Ακόμα κι αν δεν πάω καθόλου στις πρόβες, και το δω απευθείας στην Επίδαυρο, θα είμαι σίγουρη ότι αυτό που θα έχει συμβεί θα είναι το δικό μου πράγμα, ότι στην πλατεία θα κατέβει αυτό που ήθελα να πω. Παρόλα αυτά, πηγαίνω, γιατί πάντα με μαγεύει η θεατρική διαδικασία, απ’ όποιο πόστο κι αν την παρακολουθώ.

– Ποια ήταν η διαδικασία για το «γάλα, αίμα» λοιπόν; Από πού ξεκίνησες;  

Παράλληλα με το αρχικό κείμενο της Μήδειας, η εκκίνησή μου ήταν ο χώρος της Μικρής Επιδαύρου, το φυσικό σκηνικό που υπάρχει εκεί. Οι παραστάσεις του Ιουλίου ξεκινούν την ώρα που πέφτει ο ήλιος, κάθεσαι στο θέατρο και βλέπεις αριστερά και δεξιά σου θάλασσα κι απέναντί σου ένα χωριάτικο σπιτάκι με κληματαριές. Είναι η ώρα που τα τζιτζίκια φτάνουν σε μια κορύφωση κι αρχίζουν να σβήνουν και τα πουλιά επιστρέφουν σε σμήνη στα νυχτερινά τους καταφύγια – είναι μαγικό αυτό που συμβαίνει στη φύση εκεί την ώρα της δύσης, κάτι ανώτερο από οτιδήποτε συμβαίνει στη σκηνή εκείνη τη στιγμή. Ήθελα ό,τι κι αν παιχτεί εκεί να είναι απολύτως οργανικό, να μοιάζει σαν την ιστορία να τη γέννησε ο χώρος.

– Δεν ήθελες να του πας κόντρα δηλαδή.

Κυρίως, δεν ήθελα να το υπονομεύσω. Ήθελα αυτό το γραφικό, ελληνικότατο πράγμα που σου επιβάλλει το φυσικό σκηνικό της Μικρής Επιδαύρου, η φύση της και το καλοκαίρι της να το πάρω όλο και, όχι να το εντάξω, αλλά αυτό που γράφω να ενταχθεί μέσα σ’ αυτό.

– Πού θα μας μεταφέρεις;

Αυτό αυτομάτως με πήγε σε ένα σπίτι χωριού, στην Πελοπόννησο, κι άρχισαν να μου έρχονται εικόνες και χαρακτήρες αυτού του μέρους κι αυτής της κοινωνίας. Τελικά το έργο έχει μεταφερθεί τον Ιούλιο του ’58, μετεμφυλιακά, όπου συναντάμε αυτή τη γυναίκα την ημέρα του γάμου του άνδρα της. Η Μήδεια-γυναίκα στο έργο λέγεται Ξένη. Φέρει και το όνομα και την ιδιότητα, είναι μια γυναίκα που έπαιζε μια ζωή τους γνωστούς τρεις ρόλους…

«Σκατά παράσημο, η θυσία μιας γυναίκας».

«Δεν ήθελα σε καμία περίπτωση να να γράψω ένα έργο μανιφέστο. Θεωρώ οποιουδήποτε είδους μανιφέστο κακό θέατρο». (Η Αλεξάνδρα Κ* φοράει τοp Mia white gauze με χειροποίητα μπρονζέ κουμπιά. Φούστα-σορτς Jakili. Oλα του οίκου KIMALÉ  /Αποκλειστική φωτογράφηση: Μιχαήλ Ανδρουλιδάκης, για το Andro).

– Οι τρεις ρόλοι της γυναίκας ήταν κόρη, σύζυγος και μάνα; 

Ακριβώς, και ξαφνικά παύει να είναι οτιδήποτε από αυτά. Έχει καταργηθεί και από κόρη και από σύζυγος και τώρα θέλουν να την εξορίσουν και από μάνα. Αυτή η γυναίκα έρχεται αντιμέτωπη με το γεγονός ότι τώρα δεν έχει καμία από τις γνωστές ταυτότητες της εποχής της. Και είναι μια γυναίκα που, ενώ προέρχεται από μια αστική οικογένεια, έχει καταλήξει στο χωριό του άντρα της, στο οποίο δεν είναι αποδεκτή. Είναι μια έξυπνη γυναίκα, με άποψη, όλοι την θεωρούν περίεργη, weirdo.

– Σχετίζεται με το #metoo;

Σχετίζεται πια αλλά δεν ήταν ο σκοπός. Αυτό που έγραψα είναι τελείως πόνος δικός μου, παιδικός, αυτό που έβλεπα μεγαλώνοντας στην ελληνική επαρχία και παρατηρώντας τις γυναίκες γύρω μου. Αυτό που βλέπω εγώ στη Μήδεια δεν είναι μια γυναίκα που γίνεται έξαλλη γιατί έχει προδοθεί ο έρωτάς της. Βλέπω μια γυναίκα που έχει αφιερώσει τη ζωή της σε έναν άντρα, δυο παιδιά κι ένα χωριό, κι έχει πολύ παράπονο, επειδή έχει κάνει την ίδια στην άκρη για να ζουν ευτυχείς οι γύρω της. Αυτό είναι ιδιαίτερα κοινό στη ζωή μιας οποιασδήποτε γυναίκας, από οποιοδήποτε κοινωνικό στρώμα και σε μεγάλο βαθμό συμβαίνει και τώρα. Ειδικά στην επαρχία.

– Μιλάς και για τις γυναίκες που γίνονται τώρα μητέρες;

Ναι, έχω και φίλες συνομήλικές μου που ζουν έτσι. Στην ελληνική παιδαγωγική της οικογένειας επικρατεί ακόμα το ιδανικό της αυτοθυσίας. Μεγαλώνοντας έβλεπα γυναίκες να θυσιάζονται για τους γύρω τους και να αισθάνονται περήφανες για αυτό, ταυτόχρονα όμως μέσα τους να υποφέρουν κι η ζωή τους να περνάει. Σκατά παράσημο η θυσία.

– Ποια ήταν η διαδικασία της έρευνας σου για το έργο;

Ξεκίνησα διαβάζοντας περισσότερο θεωρητικές, κοινωνιολογικές προσεγγίσεις για να μου εξηγηθεί πώς έχει δομηθεί η κοινωνία με αυτό τον τρόπο. Η έρευνά μου στο συγκεκριμένο έργο κινήθηκε περισσότερο σε φεμινιστικές θεωρίες παρά σε διαφορετικές εκδοχές της Μήδειας από άλλους συγγραφείς. Δεν ήθελα σε καμία περίπτωση να βγει μανιφέστο -θεωρώ οποιουδήποτε είδους μανιφέστο κακό θέατρο- ήθελα να είναι μια ανθρώπινη ιστορία σε μια γλώσσα που να χτυπάει κάπου πυρηνικά κι εμένα και τον θεατή. Έτσι, επέλεξα τα λόγια τους να απηχούν τον δεκαπεντασύλλαβο, να «κρύβεται» μέσα σ’ αυτά ο ρυθμός του. Είναι μια φόρμα που μού είναι τρομερά συγκινητική και συγγραφικά και ως αναγνώστρια και όταν την ακούω ως θεατής. Και τη θεωρώ ταυτόσημη και με την κληματαριά, αλλά και με τον κίονα της Επιδαύρου. Ταυτόχρονα όμως ήθελα να μην λέγεται καμία σύγχρονη λέξη που δεν θα λεγόταν τότε και καμία παλαιότερη που δεν θα ακουγόταν σήμερα. Έπαιξα με ένα πολύ απλό λεξιλόγιο και προσπάθησα να πλέξω τις λέξεις με τέτοιο τρόπο ώστε αυτό το πλέξιμο να είναι το απροσδόκητο.

«Εγώ μεγάλωσα στην Κέρκυρα, οπότε γνώρισα μια ελληνικότητα που είναι τελείως άγνωστη στην υπόλοιπη χώρα».

«Συνειδητοποιώ ότι και σ’ αυτά που διαβάζω βαριέμαι πια, όταν δεν υπάρχει αυτή η αναζήτηση και η δημιουργικότητα στη γλώσσα – κι ας καταλήγει και σε εκζήτηση». (Η Αλεξάνδρα Κ* φοράει μπλούζα Marino white gauze με χειροποίητα μπρονζέ κουμπιά. Φούστα Tsikana. Oλα του οίκου KIMALÉ /Αποκλειστική φωτογράφηση: Μιχαήλ Ανδρουλιδάκης, για το Andro)

– Πρέπει να ευχαριστήθηκες πολύ το παιχνίδι με τις λέξεις.

Μα είναι το αγαπημένο μου παιχνίδι, δεν ξέρω πώς ζείτε όσοι δεν το παίζετε.

– Δεν ξέρω αν θα μπορούσες να κάνεις διαφορετικά, ειδικά μετά τους Αχινούς.

Χωρίς αυτό το παιχνίδι βαριέμαι. Και συνειδητοποιώ ότι και σ’ αυτά που διαβάζω βαριέμαι πια, όταν δεν υπάρχει αυτή η αναζήτηση και η δημιουργικότητα στη γλώσσα – κι ας καταλήγει και σε εκζήτηση.

– Δέχθηκες αρνητική κριτική σχετικά με τους Αχινούς; Για τη γλώσσα που χρησιμοποίησες;

Από τον χώρο όχι, τουλάχιστον όχι στα μούτρα μου, δεν μου έγραψε κανείς κάτι τέτοιο. Όταν όμως έδινα το βιβλίο σε φίλους να το διαβάσουν πριν βγει το χειρόγραφο, άκουσα αρκετές φορές το «Αλεξάνδρα, προσπαθείς να αποδείξεις ότι είσαι έξυπνη» ή «προσπαθείς να αποδείξεις κάτι που δεν είσαι». Νομίζω ότι περισσότερο το συνέκριναν με το ότι, δυο χρόνια πριν, είχα κάνει σίριαλ στην ελληνική τηλεόραση. Είδαν μια πλευρά μου που τους ήταν άγνωστη και μάλλον κόντρα σ’ αυτά που είχαν δει από μένα αλλά που εμένα είναι ο πυρήνας μου. Άλλο μέσο το ένα, άλλο μέσο το άλλο. Άλλη ιστορία θα πω στο ένα, άλλη ιστορία στο άλλο και σίγουρα με άλλο τρόπο. Για μένα, το ύφος ενός πράγματος υπαγορεύεται από το θέμα του. Δε θα μπορούσα να γράψω την ιστορία των Ηρωίδων στη φόρμα που έγραψα τους Αχινούς, ούτε να κάνω δουλειά με την ελληνική γλώσσα στην ελληνική τηλεόραση. Όχι ότι δεν θα το ήθελα, απλώς πρακτικά δεν γίνεται. Για να μην πω ότι δεν σου επιτρέπεται. Ορίστε, το είπα: δεν σου επιτρέπεται να μπεις βαθύτερα απ’ αυτό που έχουν συνηθίσει, ούτε σε φόρμα ούτε σε περιεχόμενο.

– Μήπως έχει να κάνει με το ότι κάποιοι «μπερδεύονται» και δυσκολεύονται να αποδεχθούν ότι έχεις αρκετές ιδιότητες;

Υπάρχει αυτό, είναι μια προκατάληψη που έχω αντιμετωπίσει αρκετά. Μικρή με επηρέαζε και με κλόνιζε κι εμένα – τώρα που είμαι; Είμαι αυτό ή είμαι εκείνο; Στην πορεία όμως, είδα ότι καθετί που έκανα τροφοδοτούσε υπογείως τα άλλα και σε εμπειρία ζωής και σε εμπειρία σε σχέση με τη γλώσσα – ακόμη κι αν σε πρώτη ανάγνωση έδειχνε να τα μπλοκάρει ή να τα υπονομεύει.

«Το ποιος είναι ο καθένας μας δεν είναι απολύτως στο χέρι του, ότι είμαστε δημιουργήματα ενός συνόλου, ενός συστήματος».

«Ήξερα ότι έχω την ανάγκη να δουλέψω πεζό κείμενο και να το δουλέψω όπως γουστάρω εγώ, χωρίς την παραμικρή έκπτωση» (Η Αλεξάνδρα Κ* φοράει μπλούζα Marino navy gauze με χειροποίητα μπρονζέ κουμπιά. Φούστα/σορτς Jakili. Oλα του οίκου KIMALÉ  /Αποκλειστική φωτογράφηση: Μιχαήλ Ανδρουλιδάκης, για το Andro).

– Έκανες, τουλάχιστον, ξεκάθαρο πως η γλώσσα είναι το εργαλείο σου.

Κοίτα, από τη μία έχω την «ατυχία» της αναγκαστικής τριβής με τη γλώσσα, γιατί πρέπει κάπως να ζήσω κι έχω επιλέξει να ζω μέσω της γραφής, οπότε αναγκάζομαι να γράφω και πράγματα που δεν έχουν καμία σχέση με μένα – ας πούμε στον χώρο της διαφήμισης ή παλιότερα των περιοδικών. Όλα αυτά όμως με έχουν εκπαιδεύσει πάρα πολύ. Το ίδιο που είναι η κατάρα μου, ότι πρέπει να δουλεύω πράγματα που δεν τα νιώθω “δικά μου”, είναι κι η ευλογία μου. Είμαι σε τέτοια τριβή με τη γλώσσα και βλέπω χρόνο τον χρόνο πόσο αυτό με βοηθάει να δω τι πρέπει να κρατήσω, τι να πετάξω, πού επαναλαμβάνομαι, τι έχω βαρεθεί, τι έχω ξεπεράσει, ποιον δρόμο μπορώ τώρα να εξερευνήσω για να μη χάσω τον ενδιαφέρον μου. Η πραγματική δουλειά όμως για μένα άρχισε από τη στιγμή που ένιωσα ότι έχω «the right to write». Μου αρέσει να δουλεύω τις λέξεις σε τέτοιο βαθμό που, ακόμα κι αν ένα κείμενο βγει εκεί έξω και 10 εκατομμύρια άνθρωποι πουν «τι μαλακία είναι αυτή», εγώ δεν θα αμφιβάλλω ούτε για το τελευταίο κόμμα μου. Μιλάω για τα «δικά μου» πράγματα εδώ.

– Αυτό πότε το κατέκτησες;

Νομίζω μέσω της διαδικασίας των Αχινών.

– Άρα σε μια περίοδο στην οποία αφοσιώθηκες, δε απασχολούσε τίποτα άλλο πέρα απ’ αυτό, δεν είχες deadlines και πήγες να δημιουργήσεις κάτι «δικό σου». Πόσοι έχουν αυτή τη δυνατότητα όμως;

Δεν την είχα τη δυνατότητα. Ήταν κάτι που διαρκώς ανέμενα και διαρκώς αναβαλλόταν λόγω των οικονομικών μου. Κάποια στιγμή μάζεψα ορισμένα χρήματα με τα οποία μπορούσα να «βγάλω» μερικούς μήνες. Ήξερα ότι έχω την ανάγκη να δουλέψω πεζό κείμενο και να το δουλέψω όπως γουστάρω εγώ, χωρίς την παραμικρή έκπτωση. Μπήκα σε αυτή τη διαδικασία θεωρώντας ότι θα κρατήσει αυτούς τους λίγους μήνες. Βρήκα τι ήθελα τελικά να γράψω όταν τελείωναν αυτοί οι μήνες. Μετά απλώς είχα την τύχη να έχω γύρω μου ανθρώπους που με στήριξαν.

«Πριν κανένα μήνα ξεπλήρωσα και τον τελευταίο που με δάνειζε εκείνη την περίοδο που έγραφα το βιβλίο μου». (Η Αλεξάνδρα Κ* φοράει Midi φούστα Kili του οίκου KIMALÉ /Αποκλειστική φωτογράφηση: Μιχαήλ Ανδρουλιδάκης, για το Andro).

– Σε στήριξαν επειδή πίστευαν πολύ σε αυτό που έγραφες ή επειδή σ’ αγαπούσαν;

Ξεκάθαρα επειδή μ’ αγαπούσαν. Πριν κανένα μήνα ξεπλήρωσα και τον τελευταίο που με δάνειζε εκείνη την περίοδο.

– Συγχαρητήρια.

Συγχαρητήρια στους ανθρώπους μου για την υπομονή τους. Τη χρειαζόμουν πραγματικά αυτή τη διαδικασία και λόγω του ότι μπήκα πιο βαθιά στη γλώσσα, άρχισε να με ενδιαφέρει κι ο διάλογος με την ελληνικότητα – οτιδήποτε κι αν σημαίνει αυτό, δεδομένου ότι ζούμε σε μια χώρα με άπειρες εκδοχές «ελληνικότητας», έτσι διασκορπισμένοι και διαφορετικοί μεταξύ μας όπως είμαστε.

«Μικρή δεν μπορούσα να είμαι η ψυχή του πάρτι, ενώ το ήθελα διαβολεμένα».

– Τι είναι για σένα η ελληνικότητα;

Χμ. Άκου λίγο. Εγώ μεγάλωσα στην Κέρκυρα, οπότε γνώρισα μια ελληνικότητα που είναι τελείως άγνωστη στην υπόλοιπη χώρα. Παρόλο που κι εκεί υποφέρουμε πια από όλες τις σύγχρονες ελληνικές παθογένειες και η περίφημη νομπλές που είχαμε κάποτε έχει ταφεί στο μνήμα του εύκολου χρήματος, ήταν μια ελληνικότητα που είχε σαφείς δυτικές επιρροές -παλαιότερες αλλά και πολύ σύγχρονες- και στη γλώσσα και στη μουσική και στη λογοτεχνία, τα εικαστικά και στις παραδόσεις και στον τρόπο ζωής μας. Όταν μετακομίσαμε οικογενειακώς στην Πάτρα, εκεί κατάλαβα τι σημαίνει βαθιά Ελλάδα κι ελληνικότητα της Πελοποννήσου. Ύστερα, στη Θεσσαλονίκη ήταν άλλη η «ελληνικότητα» κι άλλη μετέπειτα στην Αθήνα, στο Αιγαίο, στην Κρήτη. Τις άλλες «ελληνικότητες» λοιπόν, τις γνωρίζω μεγαλώνοντας, κυρίως μέσω της μουσικής και της γλώσσας, και μου είναι συναρπαστικές. Είναι σαν να να περιηγούμαι σε ένα χώρο που δεν ξέρω, όμως ψήγματά του μπορώ να δω στο σήμερα, στην καθημερινότητά μας.

«Ήμουν πάντα το παιδί που ήταν στην απ’ έξω. Όταν μου μιλούσαν τα άλλα παιδάκια, θα απαντούσα κάτι που ήταν εντελώς απροσδόκητο και με θεωρούσαν λίγο psycho»(Η Αλεξάνδρα Κ* φοράει μπλούζα Marino navy gauze με χειροποίητα μπρονζέ κουμπιά. Φούστα/σορτς Jakili. Oλα του οίκου KIMALÉ  /Αποκλειστική φωτογράφηση: Μιχαήλ Ανδρουλιδάκης, για το Andro).

– Στους Αχινούς, μια ηρωίδα βασανίζεται να βρει μια λέξη για να περιγράψει ένα άγγιγμα. Εσύ πάλι, 10 χρόνια πριν, σε ένα παλιό post σου έψαχνες μια λέξη για να περιγράψεις το φόβο-του-μη-σε-πουν-μικροαστή. Την έχεις βρει τώρα αυτή τη λέξη;

Όχι, αλλά δεν έχω πια κι αυτό τον φόβο.

– Πότε το ξεπέρασες;

Όταν αγάπησα πάρα πολύ το από πού έρχομαι. Όταν συνειδητοποίησα ότι το περιβάλλον απ’ το οποίο προέρχομαι και που έχω βιώσει ως εχθρικό σε σχέση με τις αναζητήσεις που είχα, είναι αυτό που μου πυροδότησε αυτό που είμαι τώρα. Επίσης, όταν κατάλαβα ότι το ποιος είναι ο καθένας μας δεν είναι απολύτως στο χέρι του, ότι είμαστε δημιουργήματα ενός συνόλου, ενός συστήματος, ότι δεν ξεκινάμε όλοι από την ίδια αφετηρία και δεν έχουμε ευθύνη επ’ αυτής.

– Μπορείς να μου πεις μια ιστορία από την παιδική σου ηλικία, που εξηγεί γιατί έγινες συγγραφέας;

Ήμουν πάντα το παιδί που ήταν στην απ’ έξω. Όταν μου μιλούσαν τα άλλα παιδάκια, θα απαντούσα κάτι που ήταν εντελώς απροσδόκητο και με θεωρούσαν λίγο psycho. Οπότε είχα τον ρόλο του παρατηρητή, άνοιγα ραντάρ και παρατηρούσα τα πάντα. Ήταν ο μόνος τρόπος να υπάρχω μέσα στον χώρο. Ήθελα πάρα πολύ να μην είμαι ο άνθρωπος που ήταν στην άκρη, αλλά δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη. Δεν μπορούσα να είμαι η ψυχή του πάρτι, ενώ το ήθελα διαβολεμένα.

«Όπως πολλοί άνθρωποι -ειδικά γυναίκες- κάθε φορά που πιέζομαι, νιώθω πως έχω κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο».

«Κάποια στιγμή, το σώμα σου σου λέει ”μάγκα δεν έχεις άλλο, τέλειωσε”». (Η Αλεξάνδρα Κ* φοράει μπλούζα Marino white gauze με χειροποίητα μπρονζέ κουμπιά  του οίκου KIMALÉ /Αποκλειστική φωτογράφηση: Μιχαήλ Ανδρουλιδάκης, για το Andro)

– Έγινες όμως η ψυχή του πάρτι.

Αν με δεις να είμαι η ψυχή του πάρτι, τότε ή είναι μια πολύ σπέσιαλ ημέρα ή κάτι δεν πάει καθόλου καλά. Δεν είναι αυτός ο πυρήνας μου.

– Αν μπορούσες να δώσεις μια μόνο συμβουλή σε κάθε μια, θα ήταν διαφορετικό αυτό που θα έλεγες στην κόρη σου και αυτό που θα έλεγες στη μάνα σου;

Στο «γάλα, αίμα», είναι αυτό που ήθελα να πω και στις δυο. Είναι αυτό που θα ήθελα να είχε ακούσει και η γιαγιά μου.

– Τι σε καίει να πεις γενικώς;

Δεν ξεκινάω από το τι κατάλαβα εγώ και θέλω να σας το πω, γιατί έτσι βαριέμαι, γιατί τότε θα είναι μανιφέστο. Ξεκινάω από το τι με καίει εμένα σε μια δεδομένη χρονική περίοδο και για το οποίο δεν έχω ακόμα απάντηση. Οπότε αυτό που γράφω είναι η εξερεύνηση του εκάστοτε θέματός μου. Στο «γάλα, αίμα» ήταν η ξοδεμένη ζωή της γυναίκας -κάθε γυναίκας, παλιάς και σύγχρονης- που καλείται να επιβιώσει εντός ενός συστήματος που τελικά είναι στημένο εναντίον της από την πρώτη μέρα της γέννησής της.

– «Συγγνώμη, έσπασα». Σε ένα κείμενο-σταθμό στη Vogue μιλάς για μια περίοδο της ζωής σου στην οποία η πίεση σε κατέβαλε με αποτέλεσμα να καταρρεύσεις. Πώς έφτασες σε αυτό το σημείο;

Όπως πολλοί άνθρωποι -ειδικά γυναίκες- κάθε φορά που πιέζομαι, νιώθω πως έχω κι άλλο, κι άλλο, κι άλλο. Κάποια στιγμή, το σώμα σου σου λέει «μάγκα δεν έχεις άλλο, τέλειωσε». Σου δίνει σημάδια, εσύ του λες «το ΄χω ρε» και μετά αυτό σε βγάζει απ’ την πρίζα. Αλλά είμαστε όλοι πια τόσο εκτεθειμένοι σε τόσο κόσμο κι οι υποχρεώσεις μας δεν μας επιτρέπουν μια παύση. Το κατέγραψα δημόσια επειδή βλέπω να συμβαίνει και σε άλλους και θέλω να συνειδητοποιήσει κανείς ότι δεν είναι προσωπικό του πρόβλημα, αλλά ευρύτερα κοινωνικό.

«Πίσω από την πνευματικότητα, το sexiness ή το status, αυτό που ψάχνουμε όλοι οι άνθρωποι είναι η τρυφερότητα».

«Για να είσαι τρυφερός, πρέπει να έχεις έρθει σε επαφή με αυτά τα πολύ εύθραυστα κομμάτια σου, με τα σκοτάδια σου, με τα σκατά σου και να μη φοβάσαι να τα μοιραστείς» (Η Αλεξάνδρα Κ* φοράει Midi φούστα Kili του οίκου KIMALÉ /Αποκλειστική φωτογράφηση: Μιχαήλ Ανδρουλιδάκης, για το Andro).

– Πώς μπορεί να το διαχειριστεί αυτό ο σύγχρονος άνθρωπος;

Δεν ξέρω. Αυτό που ξέρω είναι ότι ειδικά στη δική μου γενιά, που λόγω κρίσης αργήσαμε να πάρουμε μπρος επαγγελματικά, έχουμε αποθεώσει το να μην προλαβαίνεις να πάρεις ανάσα. Είναι απόδειξη μη-αποτυχίας.

– Είναι μια αντίθεση με την «σπάταλη» γενιά των γονιών σας;

Νομίζω έχει να κάνει με το πόσα λεφτά έχωσαν οι γονείς μας για να σπουδάσουμε και να καταφέρουμε κάτι στη ζωή μας. Μεγάλο βάσανο. Αν υπολογίσουμε τα λεφτά που έδωσε ένας γονιός για να σπουδάσει το παιδί του 4-5 χρόνια στο Λονδίνο, δεν ξέρω πότε το παιδί θα βγάλει αυτά τα λεφτά πίσω με τους σημερινούς μισθούς.

– Είδα στα social ότι μαζί με τις 20άρες, «κόπηκαν» κι οι 30άρες κι οι 40άρες για τον 22χρονο τραγουδιστή των Maneskin, των νικητών της Eurovision. Πέρα από την εμφάνιση του, μάλλον επειδή είχε μια αρκετά τρυφερή αρρενωπότητα. Εσύ γιατί πιστεύεις ότι συνέβη αυτό; 

Δεν ξέρω τι ακριβώς μου λες, δεν έχω παρακολουθήσει την ιστορία αλλά η φράση τρυφερή αρρενωπότητα μού χτυπάει καμπανάκι. Πιστεύω ότι πίσω από την πνευματικότητα, το sexiness ή το status, αυτό που ψάχνουμε όλοι οι άνθρωποι είναι η τρυφερότητα. Για να είσαι τρυφερός, για μένα, πρέπει να έχεις έρθει σε επαφή με αυτά τα πολύ εύθραυστα κομμάτια σου, με τα σκοτάδια σου, με τα σκατά σου και να μη φοβάσαι να τα μοιραστείς. Φυσικά και κοβόμαστε όλες και όλοι για την τρυφερότητα. Μου κάνει εντύπωση πόσο σπάνια είναι πια, πόσο τσιγκούνηδες έχουν γίνει οι άνθρωποι μ’ αυτήν ενώ την έχουμε όλοι τόσο ανάγκη. Όλοι αυτό ψάχνουν μωρέ όσο κι αν κοροϊδεύουν τους εαυτούς τους με άλλα. Ένα χέρι να διασχίσουν μαζί τον Ρουβίκωνα. Αλλά είναι σκιαγμένοι.

«Ο δικός μου φεμινισμός λέει ότι εγώ ως γυναίκα θα κάνω ό,τι αγαπάω με το σώμα μου».

«Θεωρώ ότι αν δεν φτάσουμε σε μια ουσιαστική ισότητα των φύλων ως κοινωνία, δεν θα μπορέσουμε ποτέ να συμπορευτούμε βαθιά και ουσιαστικά άνδρες και γυναίκες» (Η Αλεξάνδρα Κ* φοράει μπλούζα Marino navy gauze με χειροποίητα μπρονζέ κουμπιά του οίκου KIMALÉ  /Αποκλειστική φωτογράφηση: Μιχαήλ Ανδρουλιδάκης, για το Andro).

– Συνδυάζεται ο φεμινισμός με τη σεξουαλικότητα;

Ο δικός μου φεμινισμός λέει ότι εγώ ως γυναίκα θα κάνω ό,τι αγαπάω με το σώμα μου. Θα το ντύνω και θα το γδύνω, θα το κουνάω και θα το παγώνω, θα το φωτογραφίζω, θα το περιφέρω και θα το κοιμάμαι όπως και με όποιον αγαπάω.

– Θεωρείς λογικό να τρομάζει έναν άντρα μια χειραφετημένη κι επιτυχημένη γυναίκα;

Ηλίθιο το θεωρώ αλλά συμβαίνει κατά κόρον. Είναι ελάχιστοι οι άνδρες που μπορούν να συνδιαλλαγούν και να σχετιστούν επί ίσοις όροις με μια γυναίκα, πόσω δε μάλλον εκείνοι που θα νιώσουν και περήφανοι αν η σύντροφός τους επιτύχει κάτι – προσωπικά, έχω φάει πολύ τέτοιο κόμπλεξ. Συνήθως αρχίζει ύπουλα, μεταξύ σοβαρού κι αστείου μ’ ένα ειρωνικό σχόλιο για το τι φοράω, ύστερα για το τι γράφω, πού γράφω, πόσο δουλεύω, με ποιους, πού χαλάω τα λεφτά μου, ποιος είναι ο κύκλος μου. Τοξικά πράγματα που αργείς να τα πάρεις χαμπάρι γιατί ενδύονται τον μανδύα του έρωτα ενώ δεν είναι παρά προσπάθειες να σε φέρει ο άλλος στα γράδα του για να μη νιώθει λίγος. Ακόμα και στους συνομηλίκους μου -φεμινιστές πολλοί εξ αυτών- αυτές οι ανόητες πατριαρχικές ιδέες περί επιβολής και κτήσης είναι πολύ βαθιά ριζωμένες. Φεμινιστές my ass. Θεωρώ ότι αν δεν φτάσουμε σε μια ουσιαστική ισότητα των φύλων ως κοινωνία, δεν θα μπορέσουμε ποτέ να συμπορευτούμε βαθιά και ουσιαστικά άνδρες και γυναίκες, πάντα κάποιος θα υποφέρει.

«Εσένα, τον λευκό προνομιούχο άντρα, θέλω να σε κάνω να νιώσεις όπως νιώθει μια γυναίκα όταν απλώνεις το χέρι σου πάνω της».

– Πώς αντιλαμβάνεσαι τον εαυτό σου πολιτικά;

Με απασχολεί η πολιτική με την έννοια του κοινωνικού, όχι του κομματικού. Ό,τι έχω γράψει μέχρι στιγμής, με την κοινωνία και τις παθογένειές της έχει να κάνει στην ουσία του. Αυτό είναι το όπλο μου εμένα, το γράψιμο, δεν μπορώ να τοποθετηθώ πολιτικά με άλλον τρόπο. Αυτό που θέλω να σου πω, δεν θα το κάνω με ένα τσιτάτο, με ενδιαφέρει να το νιώσεις στο πετσί σου. Εσένα, τον λευκό προνομιούχο άντρα, δεν θα σου πω «μαλάκα, μην απλώνεις το χέρι σου», θέλω να σε κάνω να νιώσεις όπως νιώθει μια γυναίκα όταν απλώνεις το χέρι σου πάνω της, θέλω να σε βάλω στη θέση της.

«Με απασχολεί η πολιτική με την έννοια του κοινωνικού, όχι του κομματικού» (Η Αλεξάνδρα Κ* φοράει Midi φούστα Kili του οίκου KIMALÉ /Αποκλειστική φωτογράφηση: Μιχαήλ Ανδρουλιδάκης, για το Andro).

– Εσύ ποιον θα διάλεγες για να του πάρεις συνέντευξη;

Τη Λένα Κιτσοπούλου, τη Γλυκερία Μπασδέκη και την Τάνια Τσανακλίδου. Είναι οι μόνοι άνθρωποι που δεν βαριέμαι τις συνεντεύξεις τους.

– Ελπίζω να μην βαρεθούν ούτε τη δική μας.

Είναι τεράστια. Φυσικά και θα τη βαρεθούν αλλά ήθελες να είναι τεράστια. Έκανες αυτό που ήθελες; Το ‘κανες. Τι σε νοιάζει;

 

//Make up, μαλλιά: Κατερίνα Θεοχάρη

 

Διαβάστε ακόμα, Νίκος Δρανδάκης: «Το μόνο που έχει σημασία είναι να είσαι σε κίνηση».

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top