Blindfold businessman

Η αλήθεια είναι ότι τα μείζονα γεγονότα των τελευταίων πενήντα ετών δεν προβλέφθηκαν ποτέ.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Το απροσδόκητο, τα νεφελώματα, που δημιουργούν την Ιστορία: το κινεζικό ξύπνημα, ο Μάης του ’68 και η Αλ Κάιντα

Τρία πρόσφατα γεγονότα και καταστάσεις προκάλεσαν κατάπληξη στις κοινωνίες και τις κυβερνήσεις. Τα μείζονα γεγονότα των τελευταίων πενήντα ετών δεν προβλέφτηκαν: η ανάδυση της Κίνας ως οικονομικής δύναμης, ενώ η Ιαπωνία ήταν το φαβορί, τα νεολαιίστικα κινήματα του Μάη του ’68 και η εμφάνιση της Αλ Κάιντα την οποία ακολούθησε η αδιανόητη επίθεση στους Δίδυμους Πύργους, το 2001. Σίγουρα αυτά τα γεγονότα δεν συγκρίνονται μεταξύ τους: δεν σχετίζονται – το μοναδικό κοινό χαρακτηριστικό τους είναι η μη προβλεψιμότητά τους. Η σύγκριση του μη συγκρίσιμου είναι ένα είδος πειραματισμού στην Ιστορία, όπως θα έλεγε ο ελληνιστής Μαρσέλ Ντετιέν [στο βιβλίο του Comparer l’incomparable].

Αυτή η «ανώμαλη αντιπαραβολή» τριών ιστορικών καταστάσεων, που δεν έχουν σχέση μεταξύ τους, επιτρέπει να παρατηρήσουμε ότι νεφελώματα διαφορετικής φύσης –οικονομικά, πολιτισμικά, πολιτικοθρησκευτικά– υπήρξαν κινητήρες της Ιστορίας, ακόμα κι αν δεν τα προσέλαβαν με αυτό τον τρόπο οι ηγέτες των μεγάλων σύγχρονων κρατών. Στην πραγματικότητα, οι καταστάσεις αυτές συγκροτήθηκαν έξω από όλα τα θεσμικά και οργανωτικά κανάλια μέσω των οποίων οι ηγέτες επεξεργάζονται την κατανόηση του κόσμου. Ακριβώς επειδή αυτά τα γεγονότα δεν έχουν a priori κανένα κοινό σημείο εκτός του ότι ήταν απρόβλεπτα, τα παρόμοια χαρακτηριστικά που επισημαίνουμε στο «πείραμά» μας φαίνονται σαν τα πρώτα δεδομένα της τύφλωσης μπροστά στην Ιστορία. Τα ξαναβρίσκουμε στην πορεία της Ιστορίας, μεταλλαγμένα τόσο ώστε καμιά φορά δεν είναι πια αναγνωρίσιμα, σε ιστορικές συνθήκες πολύ διαφορετικής φύσης. Μεταξύ αυτών των δεδομένων, πρέπει να υπογραμμίσουμε τουλάχιστον δύο.

Παρατηρούμε, από τη μια πλευρά, ότι οι άτυπες «σχέσεις» μεταξύ των παραγόντων μέσα στο «νεφέλωμα» παραμένουν για πολύ καιρό αόρατες στα μάτια των κοινωνιών που αποτελούνται από ενώσεις, θεσμούς, οργανισμούς με τη δική τους κοινωνική σφραγίδα. Οι κοινωνίες δεν αντιλαμβάνονται ό,τι υπάρχει έξω από τις δικές τους κοινωνικές μορφές. Από την άλλη πλευρά, οι πρακτικές που προκαλούν την ανάδυση αυτών των άγνωστων δυνάμεων διαφέρουν από εκείνες που αναγνωρίζουμε ως δικές μας… Ποιος λοιπόν μπορεί να κρίνει αυτές τις άγνωστες δυνάμεις άξιες ή επιρρεπείς να μπουν στην Ιστορία;

Τo απρόβλεπτο: η οικονομική δύναμη των κινεζικών μαγαζιών

Ποιος μπορούσε να φανταστεί στις αρχές του 20ού αιώνα, αλλά και αργότερα, την αλματώδη πρόοδο της κινεζικής οικονομίας μέσα από τα μαγαζάκια και τις μικρές επιχειρήσεις; Όχι πάντως ο οικονομολόγος και κοινωνιολόγος Μαξ Βέμπερ, ούτε όσοι, όπως αυτός, συνέδεαν την οικονομική πρόοδο με τον ορθολογισμό της παραγωγής. Να τι έγραφε: «Το κατάστημα καταδικάζει την πόλη, μια σειρά καταστημάτων είναι ανίκανη να γεννήσει μια κατακτητική καπιταλιστική αστική τάξη, δηλαδή μια τάξη δημοκρατική». Στο τέλος του 19ου αιώνα, οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις ονειρεύονταν την «κινεζική αγορά» και είχαν κατατεμαχίσει τη χώρα –το break-up of China– με σκοπό τη «συν-κυριαρχία» όπως την αποκαλεί ο σινολόγος Ιβ Σεβριέ.

Μετά την κινεζική επανάσταση του 1911 που έδωσε τέλος στην αυτοκρατορία, η Κίνα έγινε αβασίλευτη δημοκρατία και το όνειρο της κινεζικής αγοράς ξεθώριασε για κάμποσο καιρό. Μάλιστα, μετά την κομμουνιστική επανάσταση του 1949 ξεθώριασε για τα καλά. Από τότε, όταν μιλάμε για την Κίνα μιλάμε για τον πολιτικό κίνδυνο που αντιπροσωπεύει μαζί με την ΕΣΣΔ – απόδειξη του οποίου ήταν ο πόλεμος της Κορέας ήδη από το 1951. Διαβάζοντας τη μεταπολεμική αμερικανική βιβλιογραφία –π.χ. τα έργα του σινολόγου Ντόακ Μπαρνέτ o οποίος θεωρείται αυθεντία– βλέπουμε ότι έχει εξαφανιστεί ο μύθος της κινεζικής αγοράς. Όπως γράφει η σινολόγος Μαρί-Κλερ Μπερζέρ, «εκείνα τα χρόνια αλλά και αργότερα, στις πόλεις της ακτής βελτιώθηκαν οι τεχνικές της υφαντουργίας χάρη στην εισαγωγή αργαλειών με μεταλλικό πλαίσιο. Ήταν μια πρόοδος αλλά κατέληξε αμελητέα μιας και το όλο σύστημα ήταν αναχρονιστικό». Μετά την υφαντουργία, οι Κινέζοι άρχισαν να ασχολούνται με τη συναρμολόγηση και την κατασκευή εξαρτημάτων ηλεκτρονικών ειδών, με το οπτικοακουστικό υλικό, ιδιαίτερα τις επίπεδες οθόνες, τα παιχνίδια κλπ. Τα κινέζικα διακοσμητικά αντικείμενα κατέκτησαν τον κόσμο – και τα κουτιά με τα σοκολατάκια μέντας που απεικονίζουν τον Μπαράκ Ομπάμα είναι πια κινεζικής κατασκευής: μέντες αμερικανικής κατασκευής, κουτιά κινεζικής. Η μεταστροφή της ιστορίας ήταν θαυμαστή. Το 1975 το κινέζικο εμπόριο έφτανε το 0,7% του παγκόσμιου, ενώ το 2007 έφτανε το 9% των παγκόσμιων εξαγωγών και το 7% των εισαγωγών. Το θαύμα οφειλόταν στην αυταρχική φιλελευθεροποίηση της οικονομίας την οποία εφάρμοσε ο Ντενγκ Χσιάο Πινγκ – και σε ακόμα μερικά πραγματάκια.

Αυτή η εξέλιξη εξέπληξε τους Δυτικούς. Οι ηγέτες τους ήταν προσηλωμένοι στις σχέσεις της κομμουνιστικής Κίνας με την Ταϊβάν, καθώς και στο καθεστώς του Χονγκ Κονγκ. Δεν μετρούσαν τη σπουδαιότητα των μη κρατικών υπόγειων σχέσεων μεταξύ των Κινέζων των τριών αυτών διαφορετικών οντοτήτων στις οποίες έπρεπε να προστεθούν οι Κινέζοι της διασποράς: της Ινδονησίας, της Ταϊλάνδης, της Σιγκαπούρης κλπ., δηλαδή περίπου 35 εκατομμύρια άνθρωποι. Δημιουργήθηκαν έτσι πολλαπλά οικονομικά δίκτυα με μια αργή τάση προς τον καταμερισμό εργασίας ο οποίος δεν οφειλόταν αναγκαστικά σε επίσημες συμφωνίες που παρέμειναν αμήχανες μεταξύ της Ταϊβάν, της Λαϊκής Κίνας και της Νότιας Κορέας. Ο καταμερισμός εργασίας διέφυγε εντελώς την προσοχή των Δυτικών. Οι Κινέζοι συμπλήρωναν ο ένας τον άλλον: η Ταϊβάν είχε πρόσβαση στη δυτική τεχνολογία, το Χονγκ Κονγκ έπαιζε ρόλο πλατφόρμας προς τις εξωτερικές αγορές αξιοποιώντας την πείρα του στον τραπεζικό τομέα, ενώ η ηπειρωτική Κίνα προμήθευε φτηνή εργατική δύναμη. Η σπουδαιότητα αυτού του αστερισμού φάνηκε όταν η κινεζική κυβέρνηση δημιούργησε τις «ειδικές οικονομικές ζώνες» ανοίγοντάς τες στους πολίτες του Χονγκ Κονγκ και της Ταΐβάν προτού τις κατακλύσουν τα ξένα κεφάλαια. Έτσι, η Κίνα έγινε εξαγωγική δύναμη εξαρτημάτων εισάγοντας παράλληλα πρώτες ύλες. Στο λεγόμενο «κινεζικό όνειρο», ο μηχανισμός ήταν αντίστροφος. Στην αρχή, ένα νεφέλωμα από μαγαζάκια, χωρίς κεντρική διεύθυνση ή διαχείριση, πυροδότησε μια ανάπτυξη που δεν ακολουθούσε τις συνηθισμένες νόρμες, και την οποία ούτε οι διπλωμάτες ούτε οι ειδήμονες αντιλήφθηκαν εγκαίρως.

ouvriers-etudiants

Μάης του ’68: Φοιτητικό κίνημα στην αρχή, επεκτάθηκε και εντάθηκε καταλαμβάνοντας εξαπίνης τον υπουργό Αλέν Περφίτ, ο οποίος, λίγες εβδομάδες νωρίτερα, δήλωνε ότι «η εθνική εκπαίδευση ήταν το μεγαλύτερο καμάρι μου». (Φωτογραφία: rs21.org)

Μάης του ’68: οι νέοι εναντίον του κατεστημένου

Στη Γαλλία, η έκρηξη του Μάη του ’68 ήταν ένα φαινόμενο που δεν είχε προβλέψει κανείς. Φοιτητικό κίνημα στην αρχή, επεκτάθηκε και εντάθηκε καταλαμβάνοντας εξαπίνης τον υπουργό Αλέν Περφίτ, ο οποίος, λίγες εβδομάδες νωρίτερα, δήλωνε ότι «η εθνική εκπαίδευση ήταν το μεγαλύτερο καμάρι του». Όσο για τον Ντε Γκολ, δεν καταλάβαινε το νόημα των γεγονότων: «Μα τι θέλουν επιτέλους;» αναρωτιόταν ενοχλημένος. Υποτιμώντας το εύρος των διαδηλώσεων, έφυγε για τη Ρουμανία ακολουθώντας το πρόγραμμα που είχε κανονιστεί πολύ καιρό νωρίτερα. Και όταν επέστρεψε, αναφώνησε αγανακτισμένος: «Ναι, στις μεταρρυθμίσεις, όχι στο χάος!» Εκ των υστέρων θυμηθήκαμε ότι πριν από αυτά τα γεγονότα είχαν υπάρξει κάποια σημάδια που τα προανήγγειλαν. Το 1967, στο Στρασβούργο, το φυλλάδιο της Καταστασιακής Διεθνούς ισχυριζόταν ότι ένα κοινωνικό στρώμα που όλο μεγάλωνε –οι φοιτητές– δεν είχε τη δυνατότητα να παίξει τον κοινωνικό ρόλο που του άξιζε και του αντιστοιχούσε. Η διάχυτη δυσαρέσκειά τους δηλητηριάστηκε ακόμα περισσότερο από εκνευριστικά έκτακτα μέτρα, όπως η απαγόρευση του σεξ στους κοιτώνες των πανεπιστημιουπόλεων, από το σχέδιο να θεσπιστούν εισαγωγικές εξετάσεις για τα ΑΕΙ κλπ. Το 1968, η «πολιτικοποιημένη» δράση των νέων εμφανίζεται για πρώτη φορά ως φορέας διεκδικήσεων σχετικών με την ηλικία τους και τη γενιά τους. Η διαμαρτυρία τους δεν είναι μια απλή αμφισβήτηση ή μια αναπαραγωγή των παραπόνων των γονιών τους, όπως ήταν, για παράδειγμα, εκείνες των κομμουνιστικών νεολαιών, των χριστιανών ή των ναζιστών. Οι νέοι άρχισαν να ζουν μια παράλληλη κουλτούρα και να εξελίσσονται σε μια καινούργια κατηγορία καταναλωτών με δική τους ηθική κι ένα συγκεκριμένο όραμα για την κοινωνία. Ο αμερικανικός κινηματογράφος είχε εκφράσει αυτή την τάση με δύο ταινίες που έγιναν κλασικές: Ο ατίθασος τoυ Λάζλο Μπένεντεκ με τον Μάρλον Μπράντο, και Επαναστάτης χωρίς αιτία του Νίκολας Ρέι με τον Τζέιμς Ντιν. Στη Γαλλία, οι ταινίες της νουβέλ βαγκ αποκαλύπτουν εκείνη την εποχή ό,τι ήταν ανείπωτο στις κοινωνικές σχέσεις: π.χ. οι ταινίες του Κλοντ Σαμπρόλ και κυρίως του Ζαν-Λικ Γκοντάρ με τους μη συμβατικούς ηθοποιούς του, όπως η Μπριζίτ Μπαρντό και ο Ζαν-Πολ Μπελμοντό. Όταν το «Κατεστημένο» άγγιξε την Ταινιοθήκη, τον ναό αυτών των ταινιών, απολύοντας τον Ανρί Λανγκλουά που την είχε δημιουργήσει, ακολούθησε μια εντυπωσιακή πρόβα τζενεράλε του Μάη του ’68, τον Φεβρουάριο εκείνης της χρονιάς. Ο Aντρέ Μαλρό, ο αρμόδιος υπουργός για την εν λόγω απόφαση, αφού αποδοκιμάστηκε, εισηγήθηκε στον Ντε Γκολ να τα βγάλει μόνος του πέρα με τη νεολαία…

Οι νεαροί διαδηλωτές κατηγορούσαν τις ΗΠΑ για τον πόλεμο στο Βιετνάμ και την ΕΣΣΔ για την εισβολή στην Πράγα. Τα παραδοσιακά πολιτικά στρατόπεδα καταργούνταν, όπως καταργούνταν ο σεβασμός προς τις πολιτικές και συνδικαλιστικές ηγεσίες, καθώς και προς τις ελίτ. Η αυθεντία αμφισβητούνταν, τόσο στο πανεπιστήμιο όσο και την οικογένεια. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των πρώτων διαδηλώσεων ήταν η ευθυμία και η ειρωνεία: τα κυρίαρχα συνθήματα ήταν «Κάντε έρωτα, όχι πόλεμο», «Απαγορεύεται το απαγορεύεται», ενώ οι διαδηλωτές πρόσφεραν λουλούδια στους αστυνομικούς και χαμόγελα στα κορίτσια. Ύστερα, η επέμβαση των αστυνομικών δυνάμεων πυροδότησε βίαιες διαδηλώσεις που κλιμακώθηκαν σε εξέγερση: οι εικόνες των πυρπολημένων αυτοκινήτων έχουν χαραχτεί στη συλλογική μνήμη. Ως προς τη δομή του, το κίνημα είχε την πρωτοτυπία να καθοδηγείται από μια σειρά επιτροπών δράσης και από μικροσκοπικές ομάδες εντελώς ανεξάρτητες από οποιονδήποτε πολιτικό σχηματισμό, με εξαίρεση την Εθνική Ένωση των Φοιτητών της Γαλλίας (UNEF).

Το φοιτητικό κίνημα στη Γαλλία λειτούργησε σαν κύμα που μεταμόρφωσε μια πολιτιστική επανάσταση σε κοινωνικό κίνημα και ύστερα σε πολιτική κρίση.

Μεταξύ αυτών ήταν το «Κίνημα της 22ας Μαρτίου», με επικεφαλής τον χαρισματικό Ντανιέλ Κον Μπεντίτ, ο οποίος εμφορούνταν από τις ιδέες της επαναστατικής οργάνωσης «Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα», των πρώην αντιφρονούντων τροτσκιστών, και του μαρξιστή κοινωνιολόγου Χέρμπερτ Μαρκούζε που έκρινε ότι, σε μια μεταβιο­μηχανική κοινωνία, οι φοιτητές είναι η μοναδική διαθέσιμη δύναμη αμφισβήτησης. Τα γεγονότα, ιδιαίτερα έπειτα από μερικές νύχτες ταραχών, ξεπέρασαν εντελώς τα συνδικάτα και το Κομμουνιστικό Κόμμα που κράτησαν μάλλον εχθρική στάση προς αυτό το «μικροαστικό» κίνημα. Ο Ντανιέλ Κον Μπεντίτ, «αυτός ο γερμανός αναρχικός» έγραφε ο [Γραμματέας του ΚΚ] Ζορζ Μαρσέ στην Humanité. Παρ’ όλα αυτά, αποφάσισαν τελικά να ενταχθούν στο κύμα διαμαρτυρίας. Αφού δεν μπορούσαν να το αναχαιτίσουν, αποφάσισαν να ενταχθούν και να αυξήσουν τις πιέσεις τους προς την κυβέρνηση. Το ότι η καταστολή γινόταν χωρίς περιττή βία με εντολές του αστυνόμου Μορίς Γκριμό, ο γιος του οποίου βρισκόταν μεταξύ των διαδηλωτών, πολλαπλασίασε τις διαδηλώσεις: τα κόμματα και τα συνδικάτα παρασύρθηκαν, κατά κάποιο τρόπο, από το κίνημα που απαντούσε στα κυβερνητικά μέτρα με καταλήψεις εργοστασίων και, στη συνέχεια, συμβολικών χώρων όπως το θέατρο Οντεόν και το μέγαρο της ραδιοτηλεόρασης. Ακολούθησε γενική απεργία αλληλεγγύης.

Έτσι, αντί να δημιουργηθεί μια παράλληλη κοινωνία όπως ήταν οι χίπις στις ΗΠΑ, ή να δημιουργηθεί ένα καινούργιο κόμμα όπως οι Πράσινοι στη Γερμανία, το φοιτητικό κίνημα στη Γαλλία λειτούργησε σαν κύμα που μεταμόρφωσε μια πολιτιστική επανάσταση σε κοινωνικό κίνημα και ύστερα σε πολιτική κρίση. Στις 20 Μαΐου 1968, 4 ή 6 εκατομμύρια εργαζόμενοι απεργούσαν. Τα γεγονότα ξέφυγαν από τα χέρια των φοιτητικών επιτροπών δράσης και ο πρωθυπουργός Ζορζ Πομπιντού ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με τα συνδικάτα που έγιναν γνωστές ως «διαπραγματεύσεις Γκρενέλ» [από την οδό Γκρενέλ όπου βρισκόταν τότε το υπουργείο Κοινωνικών Υποθέσεων]. Οι πολιτικοί της αριστεράς, κυρίως ο Φρανσουά Μιτεράν και ο Μισέλ Ροκάρ, προσπάθησαν να οικειοποιηθούν το κίνημα διεκδικώντας την εξουσία. Όσο για τον Ντε Γκολ, χωρίς να ενημερώσει κανέναν, ούτε καν τον Πομπιντού, έφυγε για το Μπάντεν Μπάντεν όπου υπήρχε τμήμα γαλλικού στρατού. Επιστρέφοντας στις 30 Μαΐου, ανακοίνωσε τη διάλυση της Εθνοσυνέλευσης, την οποία χαιρέτισαν οι γκολικοί με τεράστιες διαδηλώσεις. Οι Γάλλοι είχαν ήδη κουραστεί και στις εκλογές ψήφισαν Ντε Γκολ. Οι αγωνιστές του Μάη εξαφανίστηκαν – δεν θα τους ξαναβλέπαμε για μια δεκαετία. Ο συγγραφέας Μπερνάρ Φρανκ συνόψισε τα γεγονότα του Μάη του ’68 για τα οποία οι ηγέτες είχαν δείξει έλλειψη διορατικότητας: «Μήπως ο Μάης του ’68 ήταν το αντίστροφο του Ιουνίου του 1940; Το αντίστροφο του “Εργασία, Οικογένεια, Πατρίδα”; Αυτό ήταν αλλά και κάτι ακόμα: μάθετε να είστε ο εαυτός σας… Be yourself…»

Πίσω από τις καλές προθέσεις, υπήρχε επίσης, λανθάνουσα, η ιδέα που ερχόταν «από κάτω»: οι ελίτ έπρεπε να χάσουν την πρωτοκαθεδρία. Η πολιτιστική επανάσταση θα χρησιμοποιούσε ως πρωτοπορία τους λιγότερο μορφωμένους οι οποίοι θα ωφελούνταν περισσότερο από αυτή. Τέτοια ήταν η κληρονομιά των διαφόρων νεφελωμάτων που ξεπήδησαν τον Μάιο του 1968 ενώνοντας νοερά τη Ναντέρ, τη Σορβόνη, το Κολούμπια, το Μπέρκλεϊ και το Πανεπιστήμιο του Βερολίνου… Αυτές οι εκρήξεις δεν κατέληξαν σε καμιά πραγματική πολιτική αλλαγή αν και, στη Γαλλία, οδήγησαν σε πολιτική κρίση την επόμενη χρονιά: ο Ντε Γκολ προκήρυξε δημοψήφισμα, το έχασε και παραιτήθηκε. Όμως η επίδραση του Μάη του ’68 συνεχίστηκε για σαράντα χρόνια – τα ίχνη του είναι ακόμη εμφανή: είναι η άμεση προέκταση των καινούργιων φιλοδοξιών και αξιών που διαμορφώθηκαν από τα νεφελώματα εκείνης της στιγμής. Οι αντιλήψεις που αναδύθηκαν ήταν πρωτάκουστες και δεν όφειλαν τίποτα ούτε στα πολιτικά κόμματα, ούτε στις κυβερνήσεις, ούτε στα συνδικάτα. Οι ηγεσίες δεν προέβλεψαν ούτε συνειδητοποίησαν αμέσως ότι το κίνημα δεν προερχόταν από αυτές, δεν ταίριαζε σε κανένα από τα γνωστά τους πλαίσια ανάλυσης της εποχής και φαινόταν εντελώς ασύμβατο με τις αρχές που, μέχρι τότε, εξασφάλιζαν την ισχύ των εθνών.

new york 9-11

Το τρομοκρατικό χτύπημα της Αλ Κάιντα στους Δίδυμους Πύργους σόκαρε όλο τον πλανήτη. (Φωτογραφία: YouTube)

11 Σεπτεμβρίου 2001: η αδιανόητη επίθεση στη Νέα Υόρκη

Μεγάλο τραύμα για τις ΗΠΑ και κατάπληξη σε όλο τον πλανήτη. Μάθαμε λοιπόν ότι η επίθεση ήταν πράξη της Αλ Κάιντα, ένα ισλαμικό νεφέλωμα που δημιούργησε ο Οσάμα Μπιν Λάντεν το 1985. Η Αλ Κάιντα είναι μέρος ενός μεγάλου κινήματος που είναι γνωστό στον ισλαμικό κόσμο και που, από τη Βοσνία μέχρι το Κασμίρ στη βορειοδυτική Ινδία, συγκεντρώνει περισσότερες από εξήντα οργανώσεις. Η αιτία αυτής της αναβίωσης των επιθετικών και αμυντικών τζιχάντ είναι πολλές σημαντικές αλλαγές, με πρώτη την ισλαμική επανάσταση του 1979 στο Ιράν. Με την άνοδο του αγιατολάχ Χομεϊ­νί, το Ισλάμ δεν εξυπηρετεί το έθνος, αλλά συμβαίνει το αντίστροφο: το έθνος μπαίνει στην υπηρεσία του Ισλάμ. Η «σπίθα», όπως την ονομάζει ο πολιτικός επιστήμονας Ζιλ Κεπέλ, είναι μια επανάσταση σιιτικής έμπνευσης η οποία προκαλεί, ως αντίστιξη, ένα δεύτερο γεγονός που σχετίζεται με την εισβολή των Σοβιετικών στο Αφγανιστάν: την εκστρατεία που ξεκινά η Σαουδική Αραβία, ένα σουνιτικό κράτος, μαζί με τα κράτη του Κόλπου και το Πακιστάν για να βοηθήσουν την αφγανική αντίσταση. Μεταξύ των χιλιάδων εθελοντών που συρρέουν από όλα τα ισλαμικά εδάφη είναι ο νεαρός Οσάμα Μπιν Λάντεν, γόνος σαουδάραβων μεγιστάνων που συνδέονται με τη βασιλική οικογένεια. Η οργάνωση της οποίας ηγείται συνεισφέρει στη στρατολόγηση εθελοντών και ο πλούτος του βοηθάει στη σύσφιξη των σχέσεων μεταξύ Σαουδαράβων και Πακιστανών, καθώς και στη διεύρυνση των δικτύων της αμυντικής τζιχάντ την οποία στηρίζουν, λόγω του αντικομμουνισμού τους, οι ΗΠΑ.

Σύμφωνα με το δόγμα Mπρεζίνσκι, για να αποδυναμωθεί ο ρωσικός γίγαντας που προσπαθούσε να περικυκλωθεί από χώρες με παρόμοιο καθεστώς, οι Αμερικανοί χρησιμοποίησαν ως κριτήριο της σχέσης τους με όλους τον βαθμό εχθρότητας προς την ΕΣΣΔ και τον κομμουνισμό. Δεν είδαν ότι η Αλ Κάιντα είχε στόχο τον εξισλαμισμό της νεωτερικότητας – όχι τον εκσυγχρονισμό του Ισλάμ. Κατά συνέπεια, μετά την ΕΣΣΔ, η Αλ Κάιντα βάλθηκε να πολεμάει εναντίον του «κοντινού και μακρινού εχθρού», δηλαδή εναντίον της Σαουδικής Αραβίας και των ΗΠΑ που, κατά τη γνώμη της, είχαν παραβιάσει την ιερή γη του Ισλάμ στον πόλεμο του Κόλπου, είχαν τροφοδοτήσει τον δυτικό ιμπεριαλισμό και είχαν στηρίξει το Ισραήλ.

Το σημείο καμπής ήταν το 1993. Με την καθοδήγηση του σεΐχη Ομάρ Ραχμάν, ήδη εγκέφαλου της απόπειρας δολοφονίας εναντίον του Σαντάτ το 1981, μια τρομοκρατική επίθεση εναντίον του Παγκόσμιου Κέντρου Εμπορίου προκάλεσε τον θάνατο 6 ανθρώπων. Στη Σομαλία, μια επιχείρηση με 18 νεκρούς αμερικανούς στρατιωτικούς γιορτάστηκε ως «η πρώτη νίκη». Ακολούθησαν οι επιθέσεις στις αμερικανικές πρεσβείες στο Ναϊρόμπι και στο Νταρ-ες-Σαλάμ, καθώς και μια επίθεση εναντίον του αμερικανικού στόλου στο Άντεν της Υεμένης. Μέσα σε δυο χρόνια ετοιμάστηκε η επίθεση στη Νέα Υόρκη και στην Ουάσιγκτον που πήρε διαστάσεις Αποκάλυψης. Εκτός από το συμβολικό της περιεχόμενο, είχε στόχο αντίποινα μακριά από τα εδάφη των εχθροπραξιών. Οι ΗΠΑ απάντησαν στο Αφγανιστάν και το Ιράκ, με την πρόφαση ότι το Ιράκ κατείχε «όπλα μαζικής καταστροφής» – αλλά η Αλ Κάιντα είχε ήδη κηρύξει τον πόλεμο εναντίον των ΗΠΑ πέντε χρόνια νωρίτερα, στις 23 Αυγούστου 1996. Τότε οι New York Times είχαν αφιερώσει τρεις αράδες σε αυτή την πληροφορία… Μήπως άξιζε περισσότερες; Ο αναγνωρισμένος ηγέτης της Αλ Κάιντα ήταν ένας άπατρις δισεκατομμυριούχος που περνούσε από το ένα άσυλο στο άλλο –Αφγανιστάν, Σουδάν– έχοντας μάλιστα σκεφτεί να εγκατασταθεί στη Λιβύη αφού πρώτα διώξει, με τη βοήθεια των αγγλοαμερικανικών μυστικών υπηρεσιών, τον Καντάφι, αυτόν τον «όχι τόσο καθολικό» μουσουλμάνο. Το 1996 η συνωμοσία απέτυχε. Πώς ο Οσάμα Μπιν Λάντεν κήρυττε πόλεμο στη μεγαλύτερη παγκόσμια δύναμη χωρίς να διαθέτει έδαφος, κράτος, στρατό; Πράγματι υπήρχαν τρομοκρατικά δίκτυα που μπορούσαν να αφυπνιστούν: Αφγανοί, Βόσνιοι, Αλγερινοί, Φιλιππινέζοι. Μερικοί συνδέονταν με αυτονομιστές τζιχαντιστές στην Τσετσενία, στο Κασμίρ, στη Βοσνία χωρίς να σχετίζονται με την παγκόσμια τζιχάντ. Ο Τζορτζ Γ. Μπους χαρακτήρισε μια τρομοκρατική ενέργεια, ένα έγκλημα εναντίον της ανθρωπότητας «πόλεμο εναντίον της Αμερικής» – άρα απαιτούσε στρατιωτικά αντίποινα… Η επίθεση αυτή προκάλεσε, όπως ξέρουμε, 3.500 νεκρούς και άφησε τις ΗΠΑ σε κατάσταση σοκ.

Οι Αμερικανοί δεν θέλησαν να καταλάβουν, τυφλωμένοι από την εχθρότητά τους εναντίον του άθεου κομμουνισμού, ότι οι τζιχαντιστές που μάχονταν στο Αφγανιστάν μισούσαν την αμερικανική επέμβαση όσο τη ρωσική.

Πώς να αντιμετωπίσει κανείς αυτή την απειλή που δεν ξέρουμε από πού έρχεται; Η ανθρώπινη πλευρά μπήκε στο προσκήνιο: η ιστορία ενός λαού που έπεσε θύμα του Κακού και που θρηνεί αλλά συμπεριφέρεται ηρωικά – διασώστες και σωσμένοι. Ομοψυχία και ερωτηματικά: «Μα γιατί μας μισούν τόσο;». Πράγματι, η φρίκη ενός τόσο θεαματικού εγκλήματος αναδεικνύει το συναίσθημα εις βάρος της σκέψης. Εξάλλου, οι Αμερικανοί δεν πολυενδιαφέρονται για το τι σκέφτονται οι άλλοι λαοί για την πολιτική των ηγεσιών τους. Ένα άρθρο των Los Angeles Times στις 27 Σεπτεμβρίου 2001 που παραθέτει η ιστορικός Κάρολ Γκλουκ αναφέρει ότι το δίκτυο ABC (ένα από τα μεγαλύτερα τηλεοπτικά δίκτυα) μείωσε τις αντένες του στο εξωτερικό από 17 σε 7 διότι το κανάλι δεν είχε θεαματικότητα. Παράλληλα, το δορυφορικό Αλ Τζαζίρα του Κατάρ επέκτεινε την εμβέλειά του: 50 ανταποκριτές σε 21 χώρες. Ακόμα και το CNN συρρικνώθηκε για να αντιμετωπίσει τη μείωση της θεαματικότητας. Ο πόλεμος εναντίον των Ταλιμπάν και τον Μπιν Λάντεν στο Αφγανιστάν παρουσιάστηκε σαν «πόλεμος απελευθέρωσης» –πράγμα που θα μπορούσε να είναι αλήθεια– αλλά αυτή η δικαιολογία δεν έπαιρνε υπόψη ότι το μίσος των τζιχαντιστών για τις ΗΠΑ δεν αναλύθηκε ποτέ στα σοβαρά, ίσως για να μην αποκαλυφθούν οι πραγματικές του αιτίες.

Από την εποχή της κρίσης του Σουέζ, το 1956, το Πεντάγωνο και το υπουργείο Εξωτερικών «έπαιζαν με τον αραβικό κόσμο λες και επρόκειτο για πιόνια». Η στρατηγική τους βασιζόταν στον αντικομμουνισμό – και στην αρχή στηρίχθηκαν στον αραβικό εθνικισμό η πρόοδος του οποίου τοποθετούσε φραγμούς στη σοβιετική επεκτατικότητα. Ύστερα ευθυγραμμίστηκαν με το παραδοσιακό Ισλάμ, κυρίως τη Σαουδική Αραβία και την Αίγυπτο επί ηγεσίας του Σαντάτ που αναγνώριζε το Ισραήλ. Οι υπόλοιπες αραβικές χώρες ήταν τότε ελαφρώς πιο εκκοσμικευμένες. Στη συνέχεια, το αμερικανικό Πεντάγωνο και το υπουργείο Εξωτερικών ενίσχυσαν το δίκτυο της Αλ Κάιντα σε μια κοινή προσπάθεια να διώξουν τους Σοβιετικούς από το Αφγανιστάν. Αυτή η συμμαχία, την οποία στήριζαν το Πακιστάν και η Σαουδική Αραβία, επισφράγιζε τη συμμαχία του ισλαμικού φονταμενταλισμού με το πετρέλαιο. Οι Αμερικανοί δεν θέλησαν να καταλάβουν, τυφλωμένοι από την εχθρότητά τους εναντίον του άθεου κομμουνισμού, ότι οι τζιχαντιστές που μάχονταν στο Αφγανιστάν μισούσαν εξίσου την αμερικανική επέμβαση που έπαιρνε σάρκα και οστά με την άφιξη των στρατευμάτων στα αραβικά εδάφη –μια ιεροσυλία – στη διάρκεια του πρώτου πολέμου στο Ιράκ, ενώ ο σύμμαχος των Αμερικανών, το Ισραήλ, κατείχε ήδη την Ιερουσαλήμ και την Παλαιστίνη. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έπαιρναν ανοιχτά τη σκυτάλη του αποικιακού ιμπεριαλισμού. Έπρεπε λοιπόν να εκδιωχθούν, όπως είχαν εκδιωχθεί οι Ρώσοι από το Αφγανιστάν. Έπρεπε να επιτεθούν εναντίον τους αρχίζοντας από το κεφάλι: τη Νέα Υόρκη. Σίγουρα οι υπηρεσίες των ΗΠΑ είχαν εντοπίσει την Αλ Κάιντα, αλλά όχι τους στόχους της: δεν ήξεραν από πού να αρχίσουν και πώς να αντιμετωπίσουν αυτό το νεφέλωμα που βρισκόταν σε «μερική» νάρκη στη Σομαλία, τις Φιλιππίνες, το Πακιστάν, τη Βόρεια Αφρική, το Λονδίνο, στην Αμερική. Οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν σαν ένας γίγαντας με τρομερή δύναμη, αλλά με έναν επίδεσμο στα μάτια: ένας τυφλός γίγαντας. Στην αμερικανική επικράτεια, την επομένη κιόλας της 11ης Σεπτεμβρίου εντοπίστηκαν 27 οργανώσεις που συνδέονταν με τα δίκτυα της Αλ Κάιντα. Οι ΗΠΑ χρειάστηκαν δύο πολέμους και δέκα χρόνια, καθώς και κάποια βοήθεια από το Ισλαμαμπάντ, ώστε να ολοκληρώσουν μια επιτυχημένη επίθεση εναντίον του Μπιν Λάντεν. Έχοντας περιφρονήσει όλες τις πολιτικές δομές που δεν εντάσσονταν στα πλαίσια της Δύσης, οι Αμερικανοί δεν κατάφεραν να προβλέψουν και να εμποδίσουν τον πολλαπλασιασμό αυτών των μέχρι πρότινος αδρανών τρομοκρατικών θυλάκων.

Όσο για την αντίδραση του υπόλοιπου κόσμου στην 11η Σεπτεμβρίου 2001, ο φιλόσοφος Ζαν Μποντριγιάρ την περιγράφει με τον πιο διεισδυτικό τρόπο. «Στον απόηχο αυτού του τραγικού γεγονότος» γράφει «επικρατεί ένα είδος αγαλλίασης ενώ παράλληλα εκφράζεται η καταδίκη και η ένωση με ιερά δεσμά εναντίον της τρομοκρατίας. Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί τέτοια καταστροφή στην καρδιά της ηγεμονικής δύναμης. Αλλά η Δύση φρόντισε να κρύψει αυτή την αγαλλίαση». Η παγκοσμιοποίηση αλά αμερικανικά προκάλεσε, υπόρρητα, παγκόσμια δυσαρέσκεια.

Οι ηγεσίες πήραν άραγε το μάθημά τους από αυτές τις προηγούμενες εμπειρίες; Σε ό,τι αφορά τον ρόλο των νέων στην πολιτική ζωή, σίγουρα δεν το πήραν. Ούτε ο Aλέν Ντεβακέ που ήθελε να μεταρρυθμίσει τα πανεπιστήμια το 1986, ούτε ο Ντομινίκ ντε Βιλπέν είκοσι χρόνια αργότερα με τη Σύμβαση Πρώτης Πρόσληψης έλαβαν υπόψη τα διδάγματα του Μάη του ’68: οι νέοι δεν φαίνεται να αποδέχονται αυθαίρετους κανονισμούς σχετικά με την είσοδό τους στην ενήλικη ζωή. Αντιθέτως, οι βιομήχανοι έχουν αντιληφθεί ότι για την ανάπτυξη είναι απαραίτητη η φαιά ουσία πολύ περισσότερο από τις πρώτες ύλες και τα εκτεταμένα εδάφη. Τα παραδείγματα της Σιγκαπούρης και του Ισραήλ μαρτυρούν πως όταν υπάρχει καλή εκπαίδευση και χρηματοδότηση για την επιστημονική έρευνα το μικρό μέγεθος δεν παίζει ρόλο – μια χώρα με μυαλά υψηλής ποιότητας μπορεί να κυριαρχήσει στην αγορά του σκληρού δίσκου και των ανταλλακτικών για μη επανδρωμένα αεροσκάφη (drones).

Οι δυτικοί ηγέτες είναι τυφλοί μπροστά στη φύση του Ισλαμικού Κράτους και των συναφών οργανώσεων επιμένοντας ότι δεν πρόκειται για «κράτος». Η παρενέργεια αυτής της στάσης είναι η αντιμετώπιση των τρομοκρατικών επιθέσεων ως απλών ποινικών αδικημάτων που διαπράττουν οι επιλεγόμενοι «μοναχικοί λύκοι». Αποτυγχάνουν να συνδέσουν αυτές τις πράξεις και τα άτομα με τον τζιχαντισμό, ο οποίος αποτελεί δράση κάθε άλλο παρά μοναχική που οργανώνεται και συντονίζεται κυρίως μέσω του διαδικτύου.

//Το νέο βιβλίο του Marc Ferro «Τύφλωση – Ή γιατί αρνούμαστε να δούμε την πραγματικότητα» κυκλοφορεί στις 23 Φεβρουαρίου από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

 

Διαβάστε ακόμα: Όταν η αυτοικανοποίηση ήταν μια τρομερή ασθένεια

1 2 3

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top