«Ο Ζακυθηνός παρατήρησε πως ήταν εσφαλμένη η ταύτιση της Νέαιρας με τη σύζυγο του Μάρουλλου, την ‘‘εκτάκτου καλλονής’’ Αλεξάνδρα Σκάλα». (Sandro Botticelli, «Portrait of Michael Marullus» –detail–, c. 1496).

Ο Μάρουλλος γράφει για την οδύνη της γεωγραφικής και μεταφυσικής εξορίας, γράφει όμως και για την οδύνη του έρωτα. Μερικά από τα καλύτερα επιγράμματά του ανήκουν στη δημοφιλή εκείνη την εποχή ποίηση του κακότυχου έρωτα ή disperata και υπήρξαν σημεία αναφοράς για σημαντικούς ποιητές όπως οι Ρονσάρ (Ronsard), Ζαν Σεκόντ (Jean Second) και Αντουάν ντε Μπαΐφ (Antoine de Baïf). Δεν υπάρχει πλοκή καμιά: μόνον στιγμές απολυτοποιημένου πάθους, όπου ενίοτε έρωτας και μίσος συναντώνται σαν σε κύκλο αναμένοντας έναν αντέρωτα που ποτέ δεν έρχεται. Είναι ό,τι ο Λακάν ονόμασε hainamoration, συνθήκη όπου το πρόσωπο αυτοαναλίσκεται σε μια μανιακή και νοσηρή ανατροφοδότηση του νου με το ερώμενο πλάσμα. Στην περίπτωση του Ταρχανιώτη τούτο ακούει στο όνομα Νέαιρα:

Ζητάς να μάθεις, Νέαιρα, ποια είναι η ζωή μου! Είναι αυτή που
δίνεις σε όποιον σε ερωτεύεται: δυστυχής (infelix), μίζερη (misera),
ανήμερη (inquies), βασανισμένη (molesta), ή ακόμη πιο θλιβερή
αν μπορούσε να υπάρξει. Ορίστε, η ζωή που μου δίνεις, Νέαιρα.
Ποιοι είναι –ρωτάς– οι σύντροφοί σου; Λύπη (Dolor), βάσανοι
(Querelae), θρήνος (Lamentatio), αιώνια δάκρυα (Lacrimae perennes),
κόπωση (Langor), αγωνία (Anxietas), πικρία (Amaritudo), ή ζωή
ακόμη πιο θλιβερή αν μπορούσε να υπάρξει. Ορίστε, Νέαιρα, οι
σύντροφοι που έδωσες στη ζωή μου.

Αυτός είναι ο διαβόητος amor hereos: η ασθένεια του έρωτα που καθ’ όλον τον Μεσαίωνα συνδέεται με τη μελαγχολία, εφόσον εμφανίζει ανάλογα συμπτώματα (ανησυχία, αβελτηρία, θλίψη, έλξη θανάτου), τα οποία όμως αποδίδονταν σε στρέβλωση της φαντασίας ή της νόησης παρά στην οργανική αιτία της δυσκρασίας των χυμών. Σε ένα από τα αριστουργήματα της ύστερης Αναγέννησης, ο Ρόμπερτ Μπέρτον (Robert Burton) εντόπισε πώς συνδέονται η «μελαγχολία χωρίς μέλαινα χολή» με το ιπποτικό ιδεώδες και τον εξαιρετικό ή ευγενή έρωτα (amor nobilis). Κυρίως όμως παρατήρησε το ανασκάλεμα ενός ανυπότακτου και ανέλεγκτου δυναμικού, το οποίο αψηφά κάθε κοινωνική σύμβαση, όπως είναι ο γάμος, προκαλώντας άρση αναστολών ή αφοβία «ενώπιον θεού και ανθρώπων». Ο Μπέρτον γίνεται ένας από τους πρώτους που αντιπαραθέτουν τη βακχική ασθένεια του έρωτα στον χριστιανικό γάμο, αντιπαράθεση που παρέχει το κλειδί για την κατανόηση της ποίησης τέτοιας λογής.

Αριστερά: «Στα ερωτικά επιγράμματα του Μάρουλλου δεν υπάρχει πλοκή καμιά: μόνον στιγμές απολυτοποιημένου πάθους, όπου ενίοτε έρωτας και μίσος συναντώνται σαν σε κύκλο αναμένοντας έναν αντέρωτα που ποτέ δεν έρχεται. Είναι ό,τι ο Λακάν ονόμασε hainamoration». (Lacan portrait © Ignacio Garate Martinez, 2012). Δεξιά: «Σε ένα από τα αριστουργήματα της ύστερης Αναγέννησης, ο Ρόμπερτ Μπέρτον εντόπισε πώς συνδέονται η ‘‘μελαγχολία χωρίς μέλαινα χολή’’ με το ιπποτικό ιδεώδες και τον εξαιρετικό ή ευγενή έρωτα». (Robert Burton by Gilbert Jackson, 1635).

Ο έρως αυτός, γράφει ο Μπέρτον, είναι πλάνης (wandering) και υπερβολικός (extravagant), καταστροφικός και απεριόριστος. Ωθεί τον εραστή ολοένα βαθύτερα σε μιαν απροσδιόριστη και αχαρτογράφητη ψυχική χώρα, όπου οι δυνάμεις εκατέρωθεν φαντάζουν υπερφυείς και υπερλογικές. Εκεί η μελαγχολία του εραστή γίνεται ηρωική, όπως ηρωική επιδιώκει να είναι η μελαγχολία του εκπατρισμένου. Ήταν άλλωστε η συνάφεια των λέξεων έρως και ήρως που οδήγησε τον Πλάτωνα σε μια πολυσυζητημένη ετυμολογία (Κρατύλος 398c-e) διασώζοντας την αρχαία δοξασία σχετικά με τη φυσική μελαγχολία και ψυχική απόκλιση των ηρώων. Ο amor hereos του μισθοφόρου Ταρχανιώτη παραπέμπει στον amor heroicus, τον ηρωικό έρωτα που προσεγγίζει τον θάνατο τουλάχιστον όσο και η ζωή του μισθοφόρου:

Στα κλεφτά σου απέσπασα ένα φιλί παρά τη θέλησή σου, αγνή
Νέαιρα, και επιπόλαια άφησα την ψυχή μου να κρέμεται στα
χείλη σου. Παρέμεινα άψυχος για ώρα πολλή, κι όταν κατάλαβα
πως η ψυχή μου δεν επρόκειτο να επιστρέψει από μόνη της και
ότι η παραμικρή καθυστέρηση θα μπορούσε ν’ αποβεί θανάσιμη,
τότε έστειλα την καρδιά μου να μαζέψει την ψυχή μου. Μα και η
καρδιά μου, κι αυτή αιχμαλωτισμένη από τη γλυκύτητα των ματιών
σου, αποστάτησε για πάντα. Κι αν δεν είχα με εκείνο το φιλί ρουφή-
ξει τη φλόγα που τώρα με κρατά στη ζωή δίχως ψυχή, αγνή Νέαιρα,
τότε εκείνη η ημέρα που σου ξέκλεψα το φιλί, πίστεψέ με, θα ήταν
η τελευταία που έριξε φως σε αυτόν τον δυστυχισμένο εραστή.

Το μέγιστο πλησίασμα του θανάτου στους στίχους αυτούς έχει εσωτερική σημασία. Το παρ’ ολίγον θανάσιμο φιλί ανακαλεί το μυητικό φίλημα των τροβαδούρων και των Καθαρών, τη μοναδική εκείνη σαρκική επαφή με την Κυρία των Στοχασμών που επικυρώνει συμβολικά την cortezia, έναν βίο πλάνητα και ανίσκιωτο. Το ξεστρατημένο φίλημα εισάγει τον Ταρχανιώτη σε μια ψυχική μεθόριο, όπου σώζονται όλα τα αποθέματα και απομένει ο εαυτός να ταλαντεύεται ενδιαμέσως ζωής και θανάτου. Η αξιέραστη Νέαιρα ολοένα μεγαλύνεται, εκτοπίζει τα πάντα πετυχαίνοντας συνάμα την κατακλυσμιαία συναισθηματική υπερχείλιση του επίδοξου εραστή – η οποία παραδόξως συμπίπτει με την πλήρη εξουθένωσή του. Όπως ο πολεμιστής στη μάχη, ο ερωτευμένος μυρίζει το χνώτο του θανάτου. Ο αμοιβαίος ναρκισσισμός εραστή και ερωμένης παραγκωνίζει το σύμπαν με τίμημα μεγάλο: το ίδιο το γεγονός της ζωής κρέμεται από μια κλωστή· μόνο η ακροτελεύτια ανάσα συνδέει τον ημιθανή Μάρουλλο με τον κόσμο. […]

«Αναρωτιέται κανείς: ποια ήταν η αινιγματική Νέαιρα; Κάποιοι υποστήριξαν πως πρόκειται για ιστορικό πρόσωπο. Ο Σάθας είδε μιαν απόκρυφη αναφορά στο ‘‘μέγα μυστήριον της βυζαντινής ιστορίας’’, την ‘‘μυθικήν πορνείαν’’ που αποδιδόταν σε ακόλαστες εστεμμένες του Βυζαντίου με κορυφαία τη Θεοδώρα». (Jean Joseph Benjamin Constant, «The Empress Theodora at the Coliseum» – detail , ca. 1889).

Αναρωτιέται κανείς: ποια ήταν η αινιγματική Νέαιρα; Κάποιοι υποστήριξαν πως πρόκειται για ιστορικό πρόσωπο. Ο Ζακυθηνός παρατήρησε πως ήταν εσφαλμένη η ταύτισή της με τη σύζυγο του Μάρουλλου, την «εκτάκτου καλλονής» Αλεξάνδρα Σκάλα. Ο Σάθας είδε μιαν απόκρυφη αναφορά στο «μέγα μυστήριον της βυζαντινής ιστορίας», την «μυθικήν πορνείαν» που αποδιδόταν σε ακόλαστες εστεμμένες του Βυζαντίου με κορυφαία τη Θεοδώρα. Το όνομα Neaera παραπέμπει στον Βιργίλιο (Βουκολικά 3.3) και στον Οράτιο (Ωδές 3.14.21), εντέλει στον λόγο του Απολλόδωρου κατά της Αθηναίας εταίρας και μετέπειτα παλλακίδας Νέαιρας. Εν τω μεταξύ, αρκετά επιγράμματα του Ταρχανιώτη αφιερωμένα σε γυναίκες με σιβυλλικά ή αλληγορικά ονόματα (Γκέμμα, Αίγλη, Αβίτα) αναβιώνουν λογοτεχνικούς τόπους, για παράδειγμα αυτόν της αιωνίως ανικανοποίητης γυναίκας ή της πανέμορφης μα πρόωρα χαμένης κόρης. Άρα, εδώ επίσης η πιθανότητα διακειμενικών παιχνιδισμάτων δεν μπορεί να αποκλειστεί. Άλλωστε, κάποια από τα ερωτικά επιγράμματα του Μάρουλλου είναι διασκευές εκείνων της πλανούδιας Ανθολογίας (την οποία εξέδωσε γύρω στα 1494 στη Βενετία ο επίσης εκπατρισμένος αριστοκράτης και φίλος του Μάρουλλου, Ιανός Λάσκαρις), ενώ σε άλλα μπορεί κανείς να ανιχνεύσει κλασικά πρότυπα της λατινικής λογοτεχνίας. Για παράδειγμα, στο Επίγραμμα I.XLII η πόρνη Φολόη που έγινε καλόγρια αναβιώνει τη διάσημη κορτεζάνα Φολόη του Οράτιου και του Άλβιου Τίβουλλου, πρόκειται λοιπόν για μια άσκηση του Μάρουλλου στο αναγεννησιακό υποείδος τολμηρών επιγραμμάτων αφιερωμένων σε νεκρές πόρνες, παρά για αναφορά σε συγκεκριμένο πρόσωπο. […]

 

Σημ.: «Η Νέαιρα είναι καμιά και όλες οι γυναίκες μαζί», γράφει ο Νικήτας Σινιόσογλου σ’ ένα άλλο σημείο του βιβλίου (σελ.132). «Το πρόσωπο πίσω από το προσωπείο δεν έχει όνομα, μόνο μιαν εσωτερική σημασία που συνίσταται ακριβώς στην αινιγματώδη, μακρινή και ανοίκεια, πάντοτε αμφίβολη ταυτότητά της. Η αμφιβολία που προξενεί δεν είναι φιλολογικό ζήτημα προς διερεύνηση και λύση, αλλά η ουσία της».

 

// Απόσπασμα από το βιβλίο του Νικήτα Σινιόσογλου «Αλλόκοτος Ελληνισμός» («Εκτοπισμός – Μάρουλλος Ταρχανιώτης», κεφ. «Hainamoration», σελ 125-136). Εκδόσεις Κίχλη, 2016.

 

Διαβάστε ακόμα: «Όποιος είδε ζωντανό το κάλλος, δεν ζει παρά γι’ αυτό».

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top