«Γνώριζα καλά ότι το σπίτι αυτό δεν θα το έβλεπα, αλλά η σκιά του είχε κατοικήσει στο μυαλό μου. Το παλιό διώροφο στο βάθος, η εξωτερική σκάλα αριστερά, το πλακόστρωτο στην αυλή…».

Α​​νηφορίζοντας τη μικρή οδό Ξάνθου, στο Κολωνάκι, είχα στον νου μου εκείνο το σκίτσο του μικρού σπιτιού, στον αριθμό 6. Γνώριζα καλά ότι το σπίτι αυτό δεν θα το έβλεπα, αλλά η σκιά του είχε κατοικήσει στο μυαλό μου. Το παλιό διώροφο στο βάθος, η εξωτερική σκάλα αριστερά, το πλακόστρωτο στην αυλή…

Είχα ξεκινήσει έναν παράλληλο περίπατο στα ίχνη του Ράντου Αριόν. Λίγοι σήμερα τον γνωρίζουν παρότι υπάρχει πλέον το βιβλίο «Σπίτια στο φως» (εκδ. Γκοβόστη), που περικλείει την πνευματική κιβωτό αυτού του «αγίου» Ρουμάνου διπλωμάτη. Ο Αριόν έζησε την Αθήνα της Κατοχής και του Εμφυλίου και έμεινε στην Ελλάδα ως τον θάνατό του (1991). Ήταν ένας αφανής ευεργέτης αλλά και ένας «ποιητής» που ένιωσε την Αθήνα και τους Έλληνες στην ιερότητά τους. Όλα αυτά τα σκίτσα, που έκανε in situ, στα τέλη της δεκαετίας του ’60 και στις αρχές της δεκαετίας του ’70, αποθησαύρισαν τα ταπεινά, ως επί το πλείστον, σπίτια μιας Αθήνας σε απόσυρση. Μικρά και μονάκριβα εικονοστάσια μιας γνήσιας απλότητας.

«Ο Ράντου Αριόν έζησε την Αθήνα της Κατοχής και του Εμφυλίου και έμεινε στην Ελλάδα ως τον θάνατό του (1991)».

Είχα στον νου μου αυτό το σπίτι της οδού Ξάνθου 6. Και το είχα στον νου γιατί ήταν απέριττο και σεμνό και διέσωζε εκείνη την παλιά αύρα του Κολωνακίου, στα υψώματα της Δεξαμενής. Ήξερα ότι δεν θα το βρω. Αλλά ήθελα να φανταστώ τον Ράντου Αριόν με το μπλοκ σχεδίου στο χέρι μαζί με τα κραγιόνια του στο Κολωνάκι του 1973, να ανηφορίζει την Ξάνθου με την επιθυμία να διασώσει στο χαρτί αυτό το σπιτάκι. Να είχε ήδη αναρτηθεί τότε η αναγγελία της κατεδάφισής του;

«Το μικρό αυτό βιβλίο επιθυμεί να τιμήσει την ελάσσονα Αθήνα με τον τρόπο όσων βίωσαν τη χάρη της αθηναϊκής συνοικίας», σημειώνει ο Νίκος Βατόπουλος στον Πρόλογο της έκδοσης.

Ο Αριόν ζούσε πάντα στο Κολωνάκι και θα το ήξερε από παλιά… όπως και όλα τα σπίτια της Αθήνας, στην Πλάκα, στο Παγκράτι, στη Λένορμαν, στη Δαφνομήλη. Ήταν ένας «ποιητής» με καβαλέτο.

«Ο Αριόν ήταν ένας αφανής ευεργέτης αλλά και ένας ‘‘ποιητής’’ που ένιωσε την Αθήνα και τους Έλληνες στην ιερότητά τους».

 Στην Ξάνθου, είδα τη μεγάλη πολυκατοικία που έχει από χρόνια σκεπάσει τη γραφική αυλή που είδε ο Αριόν. Δίπλα, όμως, στον αριθμό 8, διασωζόταν μια μικρή, μεσοπολεμική πολυκατοικία, κομψή μέσα στην αδρότητα των γραμμών της, με εκείνο τον γλυκό χρωματικό συνδυασμό, φωτεινό καστανό με βαθύ κυπαρισσί. Σκέφτηκα, όμως, ότι αυτό το μεσοπολεμικό κτίριο, το πιο παλιό της σημερινής οδού Ξάνθου, ήταν ένας μάρτυρας εκείνης της σκηνής, πίσω στο 1973, με τον Ράντου Αριόν να σκιτσάρει το διπλανό ταπεινό σπιτάκι. Ήταν μία επάλληλη στρώση, μια μεμβράνη του χρόνου, στις τόσες άλλες, που ερχόταν να προστεθεί στην ανάγνωση της πόλης.

Τα σκίτσα του Αριόν είναι η κληρονομιά που άφησε στην αγαπημένη του Αθήνα. Θραύσματα της δικής του ματιάς, ενός βλέμματος που μέσα από την εξάρτυση μιας πλατιάς παιδείας, μπορούσε να κατανοήσει και να απομονώσει το μεγαλείο και την ευγένεια ενός νεοκλασικού ερειπίου σε μια Αθήνα που προχωρούσε σε άλλη κατεύθυνση. Ήταν μια τελευταία πράξη ρομαντισμού, μια χειρονομία μεγαλοθυμίας. Στην οδό Ξάνθου είναι δύσκολο πλέον να εντοπιστούν τα παράσημα του πρότερου βίου της. Το σκίτσο του Αριόν από την οδό Ξάνθου 6 με οδήγησε στην οδό Χάρητος με τα σκίτσα των σπιτιών στα νούμερα 17 και 23, στην οδό Ηροδότου 14 (άλλοτε ένα μονώροφο με αυλόπορτα), στην Καρνεάδου 35 (στην οδό Καρνεάδου, ο Αριόν και η οικογένειά του είχαν περάσει τη σκοτεινή δεκαετία του ’40). Λίγο πιο πάνω, στη Σπευσίππου 22, προς Λουκιανού, φέρνω στο νου ένα ακόμη σκίτσο του Αριόν. Το παλιό σπίτι, ολοζώντανο στη μνήμη μου, έχει αφήσει εδώ και χρόνια τα ίχνη του στον τοίχο. Τα μπλε ίχνη, ένα μπλε κοβαλτίου από μια κάμαρα γκρεμισμένη…

Σαν μια σειρά από κεριά, τα σπίτια που γέμισαν το μπλοκ σχεδίου του Αριόν, είναι σήμερα ένας άλλος οδηγός της Αθήνας. Στην οδό Ξάνθου, στην οδό Μαρασλή, στην οδό Υψηλάντου…

 

// Από το βιβλίο του Νίκου Βατόπουλου «Μικροί δρόμοι της Αθήνας», Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2019.

 

Διαβάστε ακόμα: Νίκος Βατόπουλος – «Πώς με μάγεψε η Μπλε Πολυκατοικία».

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top