Andro_October2013a 020

«Με τη ”Δόξα των Σιδηροδρόμων” ο Tony Judt μας προσφέρει τόσο μια περιεκτική ιστορία του σιδηρόδρομου, των σταθμών, της εικαστικής και κινηματογραφικής εξύμνησης αυτού του μέσου μεταφοράς, αλλά και έναν αίνο στην κοινωνία, στο εμείς, στη συνύπαρξη, στη νεωτερικότητα, στον Λόγο».

Παθιασμένοι Παρατηρητές & Νηφάλιοι Νοηματοδότες

Πάντα σε καιρούς αποδιάρθρωσης και ταραχής, σπεύδουμε (ξανά) στα δοκίμια, στα φιλοσοφικά πονήματα, στις κοινωνιολογικές μελέτες. Το πάθος μένει ενίοτε κρυμμένο ώστε να αναδειχθεί, και να μας ωθήσει στο να σκεφτούμε, η νηφάλια αποτίμηση.

Hitch-22-BookErnst Cassirer, Tony Judt, Anthony Grafton, και Conor Fay, έρχονται να πλουτίσουν τις γνώσεις και να οξύνουν/βαθύνουν τη σκέψη μας, μέσα από τα εξόχως καλαίσθητα τομίδια της νέας σειράς Minima του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης. Μένουμε σήμερα στον Judt (1948-2010), έναν δυναμικό ιστορικό και ευαίσθητο ανατόμο της σύγχρονης πραγματικότητας, ο οποίος με τη Δόξα των Σιδηροδρόμων μας προσφέρει τόσο μια περιεκτική ιστορία του σιδηρόδρομου, των σταθμών, της εικαστικής και κινηματογραφικής εξύμνησης αυτού του μέσου μεταφοράς, αλλά και έναν αίνο στην κοινωνία, στο εμείς, στη συνύπαρξη, στη νεωτερικότητα, στον Λόγο. Διαβάζοντας το πυκνό και γλαφυρό δοκίμιο του Tony Judt σκεφτόμουν διαρκώς τον Christopher Hitchens (εξίσου δυνατός νους και δυνατή πένα με τον Judt), καθώς και ένα σωρό western και noir, με πρωταγωνιστές τα τρένα και τους σταθμούς. Θυμήθηκα τον τρελό χαμό στον σταθμό και στο τρένο στην καταιγιστική ταινία Getaway του Ινδιανοτεξανού μαιτρ της (αντι)βίας Sam Peckinpah, όπου ο μέγας Steve McQueen καταδιώκει εναγωνίως στο ταχύτατο τρένο ένα βλάκα μικροαπατεώνα. Επίσης τις μάχες στο τρένο όπου ο Bruno Ganz και ο Denis Hopper στον Αμερικανό Φίλο του Wim Wenders (και της Patricia Highsmith). Εξαιρετικό το δοκίμιο του Tony Judt, εξαιρετικό και το επίμετρο του εκλεκτού Σταύρου Ζουμπουλάκη, που το συνοδεύει.

Ο Judt επισημαίνει: «Οι σιδηροδρομικές γραμμές επινόησαν εκ νέου το τοπίο. Πέρασαν μέσα από λόφους, κάτω από δρόμους και διώρυγες, διέσχισαν κοιλάδες, κωμοπόλεις, εκβολές ποταμών […] Η κατάκτηση του χώρου οδήγησε αναπόδραστα στην κατάκτηση του χρόνου». Ο Judt θυμίζει: «Οι σιδηροδρομικοί συρμοί και σταθμοί αποτέλεσαν το θέμα ή το φόντο των σύγχρονων εικαστικών τεχνών επί τέσσερις γενιές». Ο Judt ιστορεί τηλεγραφικά: «Η σύγχρονη πόλη γεννήθηκε από τη μετακίνηση με το τρένο». Ο Judt προειδοποιεί: «Εάν αχρηστέψουμε τους σιδηροδρομικούς σταθμούς και τις σιδηροδρομικές γραμμές που οδηγούν σε αυτούς –όπως πήγαμε να κάνουμε στις δεκαετίες του 1950 και του 196– θα είναι σαν να αχρηστεύουμε τη μνήμη που έχουμε για το πώς μπορούμε να ζήσουμε με αυτοπεποίθηση μέσα στις πόλεις μας […] Οι επιπτώσεις μιας τέτοιας απώλειας θα ξεπερνούσαν κατά πολύ το θάνατο ενός από τα πολλά μέσα μετακίνησης. Θα σήμαιναν ότι έχουμε απεμπολήσει τη σύγχρονη ζωή».

 

Tony Judt, Η δόξα των σιδηροδρόμων, μτφρ. Κωστούλα Σκλαβενίτη, εκδ. ΜΙΕΤ / Christopher Hitchens, Hitch 22, μτφρ. Μιχάλης Μακρόπουλος, εκδ. Μεταίχμιο / Patricia Highsmith, Το παιχνίδι του Ρίπλεϊ, μτφρ. Ανδρέας Αποστολίδης, εκδ. Άγρα.

ΓΙΜ

* * *

Κωδωνοκρούστες, Τυμπανιστές, Και Ταραξίες Νοημάτων

Ζούμε (πάντα ζούσαμε) σε σκοτεινούς καιρούς, και είναι όμοια με θλιβερή φάρσα αυτή η πρεμούρα να μιλήσουν οι «διανοούμενοι», και οι «πνευματικοί άνθρωποι», και λοιπά, και λοιπά.

Η αλήθεια είναι ότι η κωδωνοκρουσία ποτέ δεν σταμάτησε, και η λειτουργία εξακολουθεί, αλλά αν οι εκκλήσεις μένουν δίχως ανταπόκριση, γιατί έτσι μικρόψυχα ρίχνουμε το ανάθεμα στον ταραξία των νοημάτων που εμείς δεν πλησιάσαμε;

Τα ουρλιαχτά που ζητούμε, εν προκειμένω, έχουν διατυπωθεί από καιρό, ποτέ δεν έπαψαν, αλλά είναι γραπτά, και γι’ αυτό εκφέρονται, προφέρονται, και, κυρίως, προσφέρονται ως ψίθυροι, ενάντια στην κραυγαλέα λογική μας. Τα ουρλιαχτά, επιπλέον, είναι υαλοκτόνα, συντρίβουν τζάμια και ανατρέπουν τις πρόχειρες απάτες στην ηχώ του ταμπούρλου, και στη φρικτή μορφή του κοντοπίθαρου.

«Έπαιζαν ακόμα όταν μπήκα και εγώ στο μαγαζί από τη βιτρίνα. Μερικοί είχαν κατεβάσει το παντελόνι και είχαν στολίσει ιστιοφόρα, μαϊμούδες που έπαιζαν γκάιντα και τα τύμπανά μου με κουράδες στις οποίες διακρίνονταν ακόμη μισοχωνεμένα ρεβύθια. Είχαν όλοι το παρουσιαστικό του μουσικού Μάυν, φορούσαν τη στολή των Ες-Α που φορούσε ο Μάυν, αλλά ο Μάυν δεν ήταν μαζί τους […] Το δικό μου τύμπανο ήταν ανήμπορο να αντιμετωπίσει την οργή τους, έσκυψε το κεφάλι και έμεινε σιωπηλό».

b64441Από μια μακρινή εποχή, ξέθαψα πάλι το Τενεκεδένιο Ταμπούρλο και θυμήθηκα τον οδυνηρό κοντοστούπη Όσκαρ Ματσεράτ, και την υποκρισία των ορθοδοξολογούντων που ζήτησαν στον Γκρας να επιστρέψει το βραβείο, μετά από το στριπτίζ του κρεμμυδιού – ενώ θα αρκούσε να βάλουν τα κλάματα.

Αλλά οι ορθοδοξολογούντες δεν έχουν χιούμορ, και χωρίς χιούμορ είναι αδύνατο να κλάψεις.

Πλάι στη μαυρίλα, έχω την Κολιμά, τα Γκούλαγκ, την Άννα Αχμάτοβα, και τους άλλους «εχθρούς του λαού». Ανάμεσά τους, αυτή η γυναικάρα με τα ανοξείδωτα σπίρτα, η γυναίκα του Μαντελστάμ.

Ακούστε: «Ο Όσιπ Μαντελστάμ λέει για τον ποιητή ότι είναι ένας ταραξίας νοημάτων, αυτό δεν σημαίνει όμως εξέγερση κατά του κατεστημένου και της συνέχειας, αλλά μάλλον απόρριψη μιας παγιωμένης εικόνας, μιας απονεκρωμένης φράσης η οποία παγιούμενη διαστρεβλώνει το νόημα. Και δεν είναι παρά έκκληση για ζωή, δραστήρια παρατήρηση, καταγραφή των γεγονότων που στρέφεται κατά της νέκρωσης. […] Προφανώς, στην τέχνη αυτό αφορά την επανάληψη πραγμάτων που ήδη υπήρξαν και έληξαν, αλλά το κοινό τα υποδέχεται με ενθουσιασμό επειδή προτιμά να βρίσκεται μακρύτερα από έναν ταραξία νοημάτων».

Ακούστε κι αυτό: «Μερικές φορές, σε κάποιες φωτεινές στιγμές, ο Όσιπ Μαντελστάμ διάβαζε στους συγκρατούμενούς του ποιήματα, και σίγουρα κάποιοι θα τα αντέγραφαν».

Βεβαίως, τον Όσιπ Μαντελστάμ τον ξεπάστρεψε ο Κόμπα, αλλά οι συγκρατούμενοί του, αντίθετα με το κοινό (τον λαό, ας πούμε) ήταν κοντά, και διέσωσαν έσχατους στίχους σε λευκώματα.

Μου φαίνεται, λοιπόν, πιο έντιμο, αντί να κλαιγόμαστε για την υποτιθέμενη απουσία των ταραξιών, να τους πλησιάσουμε, και να τους διαβάσουμε, γιατί αυτά τα ουρλιαχτά χρειάζεται άκρα σιωπή για να τα ακούσεις.

Και αμείλικτη τόλμη για να τα δεχτείς.

960-3-3455-2b«Αν το Άουσβιτς είναι μάταιο, ο Θεός χρεοκόπησε· κι αν καταστήσουμε το Θεό χρεοκόπο, δεν θα καταλάβουμε ποτέ το Άουσβιτς. Έτσι λοιπόν, σ’ αυτή την τεράστια, έρημη θεατρική σκηνή που λέγεται Γη, όπου στο υπόφαιο φως διακρίνονται μονάχα ένας μικρός σωρός από ερείπια, αιχμηρά υπολείμματα από αγκαθωτό σύρμα, ένας σταυρός σπασμένος στα δύο και τ’ απομεινάρια κάποιων άλλων συμβόλων, είμαι πρόθυμος να γονατίσω κάτω απ’ τον γκρίζο ουρανό, στη σκόνη, να καλύψω το πρόσωπό μου με στάχτη και στον αποτροπιαστικό αστερισμό του ελέους να αποδεχτώ το Άουσβιτς…»

Ακούστε, και διαβάστε, αυτό το μπεκετικό, και μπενγιαμικό, αριστούργημα (και όλα τα άλλα) του Ίμρε Κέρτες, ενός γενναίου που, εξαιτίας του, έμαθα στη λέξη «κανταδόρος» να σκέφτομαι, αντί για καντάδες, καντίς.

Καντίς και ουρλιαχτά που είναι, ωστόσο, πιο όμορφα, και πιο χαρμόσυνα απ’ όλες τις καντάδες του κόσμου.

 

Gunter Grass, Το Τενεκεδένιο Ταμπούρλο, μτφρ. Τούλα Σιέτη, Οδυσσέας / Nadezhda Mandelstam, Ελπίδα Στα Χρόνια Της Απελπισίας, μτφρ. Σταυρούλα Αργυροπούλου, Μεταίχμιο /Imre Kertesz, Εγώ, Ένας Άλλος, μτφρ. Γιώτα Λαγουδάκου, Καστανιώτης

ΚΜ

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top