«Η Σιωπή αποτελεί το συμπαντικό καταφύγιο, τη φυσική συνέπεια όλων των βαρετών συζητήσεων και όλων των ανόητων πράξεων, βάλσαμο για κάθε στενοχώρια, ευπρόσδεκτη μετά τον κορεσμό και την απογοήτευση». (Andrew Wyeth, «Afternoon Flight», 1976).

Όπως η πιο αληθινή κοινωνία διαρκώς πλησιάζει τη μοναξιά, έτσι και τα πιο σπουδαία λόγια πέφτουν τελικά στη Σιωπή. Τη Σιωπή την ακούν όλοι, πάντοτε και παντού. Η Σιωπή είναι αυτό που ακούμε όταν αφουγκραζόμαστε τα μέσα, ο ήχος αυτός που ακούμε όταν αφουγκραζόμαστε τα έξω. Η πλάση δεν την έχει εκτοπίσει, αλλά απεναντίας εκείνη αποτελεί το ορατό πλαίσιο και το στολίδι της. Όλοι οι ήχοι είναι υπηρέτες και προμηθευτές της, διακηρύττοντας όχι μόνο ότι οι κυρά τους υπάρχει, αλλά και ότι είναι μια κυρά σπάνια και περιζήτητη. Και οι ίδιοι δεν είναι παρά φυσαλίδες στην επιφάνεια της Σιωπής, που σκάνε με το παραμικρό, τόσο δυνατό και γόνιμο είναι το ρεύμα της. Ο ήχος είναι η ανεπαίσθητη φωνή της Σιωπής, ευχάριστη στο ακουστικό μας νεύρο μόνο εφόσον έρχεται σε αντίθεση μαζί της και την ανακουφίζει. Στο βαθμό που πληροί τις προϋποθέσεις αυτές, αναδεικνύοντας και εντείνοντας τη Σιωπή, είναι αρμονία και καθαρή μελωδία.

Η Σιωπή αποτελεί το συμπαντικό καταφύγιο, τη φυσική συνέπεια όλων των βαρετών συζητήσεων και όλων των ανόητων πράξεων, βάλσαμο για κάθε στενοχώρια, ευπρόσδεκτη μετά τον κορεσμό και την απογοήτευση. Είναι το φόντο που ο ζωγράφος δεν επιτρέπεται να μουντζουρώσει, είτε είναι δάσκαλος είτε ατζαμής – ένα φόντο το οποίο, όσο κακότεχνη κι αν είναι η φιγούρα που έχουμε φτιάξει πάνω του, παραμένει πάντοτε ένα είδος απαραβίαστου ασύλου, όπου καμία ταπείνωση δεν μπορεί να μας προσβάλει, όπου κανείς δεν μπορεί να μας ενοχλήσει.

«Όλοι οι ήχοι είναι υπηρέτες και προμηθευτές της Σιωπής».

Ο ρήτορας αποποιείται την ατομικότητά του και όσο πιο σιωπηλός γίνεται, τόσο μεγαλώνει η ευγλωττία του. Ακούει όσο μιλάει, αποτελεί κι εκείνος ένα μέλος του ακροατηρίου του. Ποιος δεν έχει αφουγκραστεί ποτέ τον άπειρο θόρυβο της σιωπής; Είναι η σάλπιγγα της Αλήθειας, η μοναδική Πυθία. Το αληθινό Μαντείο των Δελφών και της Δωδώνης, που καλά θα έκαναν να συμβουλεύονται οι βασιλιάδες και οι αυλικοί, αφού από αυτή ποτέ δεν πρόκειται να πάρουν διφορούμενη απάντηση. Κι αυτό διότι μέσω εκείνης έχουν γίνει όλες οι αποκαλύψεις. Όποιος συμβουλεύτηκε το μαντείο της απόκτησε βαθιά ενόραση και η εποχή του χαρακτηρίστηκε ως πεφωτισμένη. Οι εποχές όμως κατά τις οποίες οι άνθρωποι περιφέρονταν σε άλλα παράξενα μαντεία, συμβουλευόμενοι τις παράφρονες ιέρειές τους, αποδείχθηκαν σκοτεινές και δύσκολες. Ήταν εποχές φλύαρες και θορυβώδεις, από τις οποίες δεν έχει απομείνει πια κανένας ήχος. Αντίθετα, η κλασική ελληνική, σιωπηλή και μελωδική εποχή δεν έπαψε ούτε θα πάψει ποτέ να αντηχεί στα αυτιά των ανθρώπων.

Αριστερά: «Η Σιωπή είναι ένα είδος απαραβίαστου ασύλου, όπου καμία ταπείνωση δεν μπορεί να μας προσβάλει, όπου κανείς δεν μπορεί να μας ενοχλήσει», γράφει ο Θορώ. (Steve Simon, «Henry David Thoreau»). Δεξιά: Το βιβλίο του Θορώ είναι μια συλλογή κειμένων που βασίζεται σε ταξίδια και εξορμήσεις του, αφηγήσεις και ημερολογιακές καταγραφές.

Το καλό βιβλίο αποτελεί την πένα με την οποία κρούουμε τις χορδές της κατά τα άλλα σιωπηλής λύρας μας. Συχνά συσχετίζουμε τα ενδιαφέροντα της δικής μας, άγραφης ακόμα ιστορίας με το γραμμένο και σχετικά χωρίς πνοή σώμα του βιβλίου. Η συνέχεια αυτή αποτελεί το πιο αναγκαίο κομμάτι κάθε βιβλίου. Στόχος του συγγραφέα θα πρέπει να είναι να πει μία φορά κατηγορηματικά: «Είπε – έφη». Αυτή είναι η υψηλότερη φιλοδοξία εκείνου που φτιάχνει βιβλία. Αν καταφέρει να μετατρέψει το βιβλίο του σε ένα λοφίσκο πάνω στον οποίο θα σπάνε τα κύματα της Σιωπής, θα έχει επιτύχει το σκοπό του.

«Η κλασική ελληνική, σιωπηλή και μελωδική εποχή δεν έπαψε ούτε θα πάψει ποτέ να αντηχεί στα αυτιά των ανθρώπων».

Θα ήταν μάταιο εκ μέρους μου να επιχειρήσω να ερμηνεύσω τη Σιωπή. Δεν μπορεί να μεταφραστεί στα αγγλικά. Για έξι χιλιάδες χρόνια οι άνθρωποι τη μετέφραζαν όσο πιο πιστά μπορούσε ο καθένας, κι ακόμα παραμένει βιβλίο σφραγισμένο. Μπορεί κάποιος να προχωρά για λίγο γεμάτος αυτοπεποίθηση, πιστεύοντας ότι την έχει του χεριού του και ότι μια μέρα θα καταφέρει να την εξαντλήσει. Όμως κι ο ίδιος κάποτε θα σιωπήσει και το μόνο που θα έχουν να πουν γι’ αυτόν θα είναι ότι έκανε μια καλή αρχή. Διότι όταν τελικά βουτήξει μέσα της, θα διαπιστώσει πως η δυσαναλογία μεταξύ του ειπωμένου και του ανείπωτου είναι τόσο τεράστια, ώστε το πρώτο θα μοιάζει με μια φυσαλίδα στην επιφάνεια της Σιωπής, η οποία θα σημαδεύει το σημείο όπου βυθίστηκε ο ίδιος. […]

 

// Από το βιβλίο του Henry David Thoreau «Περιπλανήσεις. Φιλοσοφικοί στοχασμοί». Μετάφραση: Βασίλης Αθανασιάδης. Εκδόσεις Κέδρος, 2013.

 

Διαβάστε ακόμα: X. Nτ. Θορώ: «Γιατί πήγα να ζήσω σε μια καλύβα στο δάσος» 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top