Το βιβλίο της Ρούλας Γεωργακοπούλου «Η μέθοδος της μπουρμπουλήθρας» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις (φωτογραφία: Ανδρεας Σιμοπουλος).

Την έχεις διαβάσει – ένα βιβλίο της, ένα κείμενο, ένα σχόλιο στο Facebook. Μπορεί και να έχεις δει την Οδό Πολυδούρη στο θέατρο ή κάποιο άλλο έργο. Αν πάντως την έχεις γνωρίσει είσαι τυχερός. Το μυαλό της και οι αφηγήσεις της ταρακουνούν τον εγκέφαλό μου με έκπληξη ξανά και ξανά. Πολύ θα ήθελα να είναι φίλη μου, αλλά δεν πρόλαβα να της επιτεθώ αρκετά στον ΔΟΛ όπου συναντηθήκαμε γιατί έφυγα νωρίς.

Όμως κρατήσαμε μια ζεστή, σαν αλληλοεκτίμησης, επαφή – δεν ξέρω πώς αλλιώς να πω μια σχέση που δεν έχει αναπτυχθεί αλλά όταν την ακούω, τη βλέπω τυχαία ή τη διαβάζω είναι σαν να ακουμπάει την καρδιά μου και να μειδιά από μακριά γιατί το ξέρει. Να, αυτό είναι η Ρούλα – σε καλεί στο δικό της ονειρικό σκληρό τρυφερό σύμπαν χωρίς να το επιδιώκει. Απλώς επειδή υπάρχει. Η παραδοξότητα παίζει κρυφτό με τη λογική και το παράλογο σε ένα παιχνίδι ολωσδιόλου προσωπικό. Στο τελευταίο της βιβλίο, επί καραντίνας, στη «Μέθοδο της Μπουρμπουλήθρας» (εκδόσεις Πόλις) η Ρούλα μπλέκει την ιστορία με τις δικές της, τα φαντάσματα του οίκου της με τους απόηχους της παιδικής ηλικίας, τον τραχύ ρεαλισμό της υγειονομικής κρίσης με το φανταστικό και το ονειρικό στοιχείο.

– Όταν ξεκινάτε να γράφετε ένα βιβλίο, το έχετε στο μυαλό σας, ως πλοκή, αρχή-μέση-τέλος, ή αρχίζετε να γράφετε και κάπου πηγαίνει;

Όχι, δεν το έχω όλο εξαρχής, γιατί τότε δεν θα υπήρχε λόγος και να το γράψω. Υπάρχει μία πίεση μέσα μου, κάτι πολύ σταθερό και επίμονο, που με κάνει να νιώθω ασφαλής να αρχίσω να «παλεύω» με κάτι.

«Εχω την επίγνωση ότι δεν μπορούμε να γεμίσουμε τον κόσμο με την αφεντιά μας».

– Γιατί το αποκαλείτε «πάλη»;

Διότι πρόκειται για πάλη, πρέπει να το «πολεμήσεις» για να το φτιάξεις, δεν είναι κάτι που σου έρχεται από τον ουρανό. Σε πλησιάζουν κομμάτια, στα οποία πρέπει να δώσεις μια μορφή, η οποία να δίνει νόημα σε όσα ενδεχομένως σε κατακλύζουν. Ο δικός μου τρόπος αφήγησης ίσως δεν είναι εύκολα διαβατός, γιατί δεν πιστεύω και σε αυτόν. Δεν σου ανοίγονται τόσο μεγάλοι δρόμοι -άμα είναι τόσο φαρδείς όταν ξεκινάς να γράφεις, μάλλον κάτι δεν πάει καλά, κάποιος λάκκος θα υπάρχει παρακάτω, μέσα στον οποίο θα πέσεις και δεν θα το πάρεις καν είδηση. Επίσης, δεν είμαι και τόσο σπουδαία, για να μπορώ να γράφω σαν τον Φλωμπέρ -όταν μεγαλώσω κι άλλο, μπορεί να γίνω!

«Μου είναι αδιάφορη η εικόνα μου, δεν με ενδιαφέρει να φτιάξω ένα πρόσωπο που να είναι στο απυρόβλητο, που να είναι κάτι σπουδαίο».

– Διαβάζοντας κάποιο βιβλίο σας, αυτό που νιώθω, είναι σαν να εισβάλλουν ξένες σκέψεις μέσα σε κάτι που γράφετε -σαν να μην είστε μόνη εκεί…

Βεβαίως, και ξέρετε τι χαρά κάνω όταν μου έρχονται οι ξένες σκέψεις; Παρακαλώ να μου έρχονται αυτά τα δαιμόνια, γιατί με κάνουν πολύ ευτυχισμένη.

– Γράφετε οποιαδήποτε στιγμή ή υπάρχει αρνητικές συγκυρίες που μπορεί να σας εμποδίσουν;

Όχι, δεν μπορώ να γράψω πάντα – και σίγουρα όχι όταν περνάω τέλεια, πράγμα βέβαια που δεν συμβαίνει σχεδόν ποτέ. Επίσης, έχω και την επίγνωση ότι δεν μπορούμε να γεμίσουμε τον κόσμο με την αφεντιά μας. Ας αφήσουμε και λίγο χώρο κενό -και για να είμαστε πιο σοβαροί σε αυτά που κάνουμε και γιατί δεν πιστεύω ότι το γράψιμο είναι καθημερινή συνήθεια. Για μένα τουλάχιστον, δεν είναι ο τρόπος για να ζεις, γιατί αν βάλεις εκεί πολύ από τον εαυτό σου, θα αποβεί εις βάρος των κειμένων που γράφεις. Αρχίζεις και γίνεσαι επιθετικός -κι εγώ δεν θέλω να επιτίθεμαι με συνεχείς προτάσεις εγγράφως κατατεθειμένες. Κατ’ αρχάς, όταν είμαι σε φάση γραψίματος, δεν κοιμάμαι ποτέ, και όχι επειδή γράφω συνέχεια αλλά επειδή δεν με αφήνει το μυαλό μου. Νιώθω ότι ο ύπνος είναι περιττός, πρέπει να είμαι συνέχεια ξύπνια. Πόσο όμως να το κάνεις αυτό; Δυο μήνες, τρεις; Αυτό το παθαίνω ακόμη κι όταν μεταφράζω, δεν κοιμάμαι! Αισθάνομαι σαν να έχω στο ψυγείο ένα γλυκό που δεν το έχω φάει.

«Μπορώ να γίνω και σαχλή, μπορώ να ασχοληθώ και με ταπεινά ή γελοία πράγματα, μου ξυπνάνε το μυαλό και με κάνουν και γελάω».

– Μετάφραση, λοιπόν. Πείτε μου αν δεν σας αρέσει το βιβλίο που μεταφράζετε, τι γίνεται;

Δεν έχω κάνει τόσο πολλές μεταφράσεις, για να πετύχω ένα βιβλίο που δεν μου αρέσει. Νομίζω ότι ο εκδότης μου ξέρει περίπου τι μου δίνει. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν συναντάω πράγματα που με θυμώνουν, αλλά προχωρώντας παρακάτω βλέπω ότι έκανα λάθος και βιάστηκα. Μάλιστα, όταν είμαι σε αντιπαράθεση με έναν συγγραφέα, παίρνω πάντα το μέρος του, άσχετα από τη δική μου κριτική ματιά.

– Λίγο σαν τον σκηνοθέτη που διαπραγματεύεται τους συγγραφείς;

Η δουλειά του μεταφραστή είναι να μεταφράσει, δεν είναι όπως ο σκηνοθέτης, που έχει το δικαίωμα να διερμηνεύσει το κείμενο ενός συγγραφέα. Επίσης, όταν μεταφράζω, δεν πάω να βάλω στο στόμα άλλου λόγια δικά μου -κι αυτό είναι ένα στοίχημα που βάζω. Περιμένω η γλώσσα να μου δώσει τα ελέη και τις λύσεις της, γιατί πάντα υπάρχουν αυτές οι λύσεις σε κάθε γλώσσα. Είναι υπέροχο το παιχνίδι της. Και γι’ αυτό δεν κοιμάμαι όταν γράφω ή όταν μεταφράζω. Θα κοιμηθώ όταν θα έχω τελειώσει αυτό που κάνω, για να συναντήσω τον ωραίο μου κόσμο, το ασυνείδητό μου, για να μην μείνουν όλα στο συνειδητό και αποτρελαθώ. Γι’ αυτό είμαι και λάτρης του ύπνου: όταν κοιμάμαι, είναι σαν να πηγαίνω σε πάρτι. Διότι εκεί με επισκέπτονται όλοι αυτοί οι περίεργοι τύποι που συναντώ στα βιβλία.

«Φοράω τη μάσκα μου από τις 2 Μαρτίου και δεν δίνω το χέρι μου για χαιρετούρες από τότε».

– Η σχέση σας με τα social media με έχει καταπλήξει. Πρώτα απ’ όλα συμφωνώ σχεδόν με όλα όσα γράφετε. Αλλά θα ήθελα να σας ρωτήσω, εσείς γιατί επιλέγετε αυτό το μέσο να μιλήσετε; Επειδή δεν είστε σε μια εφημερίδα να τα λέτε στον συνάδελφο;

Ίσως! Ισως επειδή δεν δουλεύω κάπου ώστε να τα πω στον διπλανό μου… Βέβαια, έχω γίνει λίγο ρεζίλι – οι φίλοι μου με μαλώνουν και δεν έχω καν τον χρόνο να σκεφτώ αν έχουν δίκιο. Πολλές φορές έχω κλάψει για την κριτική τους και θα ήθελα να τους πω, «παιδιά, δεν είμαστε και τόσο σπουδαίοι, ώστε να προσέχουμε συνέχεια την εικόνα μας». Μου είναι αδιάφορη η εικόνα μου, δεν με ενδιαφέρει να φτιάξω ένα πρόσωπο που να είναι στο απυρόβλητο, που να είναι κάτι σπουδαίο. Όχι, μπορώ να γίνω και σαχλή, μπορώ να ασχοληθώ και με ταπεινά ή γελοία πράγματα, μου ξυπνάνε το μυαλό και με κάνουν και γελάω.

«Μεγάλωσα ελεύθερη -δεν θυμάμαι καν να έπαιρνα την έγκρισή των γονιών μου για οτιδήποτε».

– Τι έχετε να πείτε για όλα όσα ζούμε;

Προσωπικά ζω την απόλυτη φρίκη -και λέω «προσωπικά» όχι γιατί αυτά συμβαίνουν μόνο σε μένα αλλά γιατί κάποιοι ίσως να το ζουν διαφορετικά. Έχει ξυπνήσει ό,τι κακό είχα μέσα μου, όποιον φόβο, καταθλιπτικά στοιχεία, διάθεση για παραίτηση, θυμό, ανασφάλεια. Ο,τι κοιμόταν. Είναι δύσκολα τα πράγματα σε πολλά επίπεδα: φοράω τη μάσκα μου από τις 2 Μαρτίου και δεν δίνω το χέρι μου για χαιρετούρες από τότε. Κάποιοι σοκάρονται απ’ αυτό, αλλά ίσως και να τους  αναγκάζω να σκεφτούν ότι είναι κάτι που επιβάλλεται να κάνουμε στις συνθήκες που ζούμε.

– Παράλληλα με όλα τούτα, και τρομοκρατία στη Γαλλία. Τι πιστεύετε ότι οπλίζει το χέρι ενός τρίτης γενιάς μετανάστη και γίνεται δολοφόνος;

Πραγματικά δεν μπορώ να σκεφτώ τι ακριβώς φταίει. Η κάθε χώρα έχει δεχτεί ξένους με διαφορετικό τρόπο. Ας πούμε στη Γαλλία, αυτοί οι άνθρωποι αισθάνονται Γάλλοι. Στην Αγγλία, αισθάνονται ελεύθερες και αξιοσέβαστες μειονότητες. Νομίζω ότι είναι θέμα θρησκείας, θρησκοληψίας συγκεκριμένα. Και δεν θεωρώ ότι είναι οικονομικό το ζήτημα. Παντού υπάρχουν φτωχοί αλλά, ξέρετε, οι φτωχοί, δεν σκοτώνουν. Μιλάμε για φανατισμό. Και όλοι έχουμε φανατισμούς, αλλά ζούμε σε ένα πλαίσιο που μας αναγκάζει να τους ελέγχουμε. Αυτοί οι άνθρωποι προφανώς δεν έχουν αυτό το πλαίσιο και μπορούν από το συναίσθημα να φτάσουν και στην πράξη.

– Πείτε μου λίγο για την οικογένειά σας, πώς μεγαλώσατε…

Όπως όλες οι ελληνικές οικογένειες. Ο πατέρας ασχολιόταν με τη δουλειά, η μάνα πιο πολύ με τα παιδιά, χωρίς όμως να είναι και πάνω απ’ το κεφάλι μας συνέχεια. Μεγάλωσα ελεύθερη -δεν θυμάμαι καν να έπαιρνα την έγκρισή τους για οτιδήποτε. Έβλεπα, όμως, πάντα στα μάτια της μάνας μου την αποδοχή -χωρίς λόγια και… συνεδριάσεις κ.λπ. Έχω και δυο αδελφές δίδυμες, μικρότερες, με τις οποίες πάντα είχαμε έναν κώδικα επικοινωνίας κι ας μην μοιάζουν οι χαρακτήρες μας. Νομίζω ότι είναι καλύτερες από μένα, γιατί είναι πιο δυναμικές, ξέρουν περισσότερα πράγματα, είναι πιο έξυπνες, πιο πνευματικές, πιο μαχητικές, δεν φοβούνται όσο εγώ… Έπαιρνα μαθήματα παρακολουθώντας τες, γιατί εγώ ήμουν στην κοσμάρα μου.

– Κάτι καλό έχετε να μου πείτε για σας;

Ναι, έχω να πω ότι μπορούσα να κάνω εύκολα τους ανθρώπους να γελάνε και όταν το ανακάλυψα, είπα «ευχαριστώ Θεέ μου που μπορώ κι εγώ να κάνω κάτι».

«Το χιούμορ υποτίθεται ότι είναι η καλύτερη δυνατή διαχείριση του θυμού -τουλάχιστον σε μένα αυτό είναι».

– Γεννιόμαστε ή γινόμαστε;

Αισθάνομαι ότι γεννιόμαστε, ή τουλάχιστον με εμένα μάλλον έτσι έγινε. Δεν έχω τίποτα παραπάνω απ’ όσα με χαρακτήριζαν όταν ήμουν δύο ετών – μέχρι εκεί φτάνει η μνήμη μου. Είμαι ο ίδιος άνθρωπος. Έχω τον ίδιο τρόπο διαχείρισης ή γέννησης συναισθημάτων. Το πέρασμα του χρόνου απλώς σε συμφιλιώνει με αυτά που έκανες ή δεν έκανες και σε κάνει επίσης να μην  βλέπεις τον θάνατο σαν ένα… γεγονός αισθητικής ανάλυσης αλλά σαν μια πραγματικότητα αναπόδραστη.

– Με τον σύντροφό σας, είστε πολλά χρόνια μαζί. Για να αντέξει ένα ζευγάρι, πρέπει να βαδίζει  σε κοινές ράγες;

Σίγουρα, δεν πρέπει να διαλέξεις τον καθρέφτη σου. Αν και πάντα εγώ αυτό έκανα ή τουλάχιστον αυτό νόμιζα ότι έκανα. Στην πορεία κατάλαβα ότι τελικά είχα κάνει το εντελώς αντίθετο και αυτό ήταν μια ευχάριστη έκπληξη. Νομίζω ότι όλα τα βλέπουμε όλοι εξ’ αρχής και αρκετά πρέπει να κινούνται παράλληλα. Στην περίπτωσή μου, με τον άνθρωπο που ζω, θεωρώ ότι έχουμε κοινές αρχές, κοινή αισθητική και κοινό χιούμορ, δηλαδή μπορούμε να γελάσουμε πάρα πολύ οι δυο μας -χωρίς αναγκαστικά να γελάσουν κι οι άλλοι.

– Τι είναι χιούμορ για σας;

Χιούμορ υποτίθεται ότι είναι η καλύτερη δυνατή διαχείριση του θυμού -τουλάχιστον σε μένα αυτό είναι.

– Η εξυπνάδα τι είναι;

Η εξυπνάδα, δεν ξέρω, μάλλον κι αυτό δώρο Θεού θα είναι. Έχω συναντήσει πάρα πολύ έξυπνους ανθρώπους και, λυπάμαι που το λέω, αλλά είμαι σκλάβα τους. Δηλαδή, αν δω έξυπνο άνθρωπο, μπορώ να του συγχωρέσω, αν όχι όλα, πάρα πολλά πράγματα. Γιατί με ανακουφίζει, με γοητεύει, μου βρίσκει λύσεις, με βοηθάει να σκεφτώ κι αυτό μου δίνει ασφάλεια. Δεν εννοώ τον νάρκισσο ή τον υστερικό, γιατί συχνά η εξυπνάδα μπλέκεται με την υστερία. Πάντως στις μελλοντικές ζωές που θα έχω, στη μια θα γίνω χημικός, στην άλλη μαθηματικός, στην τρίτη θα γίνω σκηνογράφος, στην τέταρτη ζωγράφος, οπωσδήποτε. Μετά θα γίνω βιολόγος και έπειτα γιατρός.

«Όλοι μιλούν για το τι έκαναν οι νέοι στο Πολυτεχνείο. Για τους μεσαίους, τους άχαρους, εμάς δηλαδή με τις μακριές ποδιές και τις κορδέλες, δεν μιλάει κανείς».

– Συγχωρείτε και τους μεγάλους καλλιτέχνες κι ας μην έχουν καλό χαρακτήρα;

Δεν θέλω να το ξέρω αυτό, γιατί δεν είχα την τιμή να τους γνωρίσω. Εξάλλου, εγώ τα βιβλία τους διαβάζω, σκηνοθεσίες και ερμηνείες βλέπω, τις μουσικές τους ακούω. Τώρα αν κάποιος έχει επιμείνει πάρα πολύ να μας δείξει κι αυτό το κομμάτι του εαυτού του στη δημόσια ζωή, και δείχνει μπούρδες μαζί με τις μουσικές και τις ζωγραφικές, ε, τότε είναι σαν να το ζητάει να τον κρίνω.

«Δεν έχω τίποτα παραπάνω απ’ όσα με χαρακτήριζαν όταν ήμουν δύο ετών – μέχρι εκεί φτάνει η μνήμη μου. Είμαι ο ίδιος άνθρωπος».

– Ας πάμε και λίγο… πολιτικά… πίσω. Την περίοδο της χούντας ήσαστε μικρή ακόμα. Τι θυμάστε;

Η χούντα με πέτυχε σε μία ηλικία που δεν ήμουν ούτε παιδί ούτε νέα κοπέλα. Ήμουν στην άχαρη εφηβεία, περίοδο που πάει άκλαφτη -είναι μια μαύρη σελίδα στη ζωή του ανθρώπου, κατά τη γνώμη μου. Όλοι μιλούν για το τι έκαναν οι νέοι στο Πολυτεχνείο. Για τους μεσαίους, τους άχαρους, εμάς δηλαδή με τις μακριές ποδιές και τις κορδέλες, δεν μιλάει κανείς. Κι εγώ δεν δέχομαι ότι η χούντα για μένα ήταν η μακριά ποδιά και η κορδέλα -ήταν άλλα πράγματα. Σκασίλα μου αν φορούσα μακριά ποδιά, είχα άλλα στο νου μου. Είχα έρθει σε επαφή με διαβάσματα, με ζωγραφικές, με μουσικές, με κινήματα απ’ έξω, με παρέες… Είχα χάσει τον δάσκαλό μου και μου είπε η μαμά μου ότι είναι σε ένα νησί που το λένε Γιούρα. Αυτά με ένοιαζαν, αλλά ήμουν σε μια ηλικία που έφτιαχνα φόβους για όσα δεν μπορούσαν να μου εξηγήσουν. Ενώ, αν ήμουν στη γενιά του Πολυτεχνείου, δηλαδή λίγο μεγαλύτερη, θα ήξερα ότι πρέπει να διώξουμε τη χούντα. Εγώ τότε ήξερα ότι η χούντα είναι ένα μόνιμο κακό, το οποίο δεν έχει καθόλου πλάκα, είναι βίαιο κι εγώ θα το υπονομεύσω για να βρω ξέφωτα, δηλαδή τους φίλους μου, τους δασκάλους μου, τα βιβλία μου.

– Βλέπω πάντως ότι πάντα είχατε μια αγάπη για τα βιβλία και τις λέξεις.

Αγαπούσα κυρίως τις λέξεις, τον προφορικό λόγο. Μπορούσα να πάρω από πίσω έναν άνθρωπο, μόνο και μόνο για να ακούω πώς μιλάει και μετά να το σκεφτώ. Τι ρήμα χρησιμοποίησε, με τι ρυθμό… Έχω ηχητικές μπάντες στο κεφάλι μου. Μπορούσα να ερωτευτώ έναν άνθρωπο επειδή είπε κάτι με έναν τρόπο που μου άρεσε, που έβαλε μέσα στο σακουλάκι μου με τις λέξεις, μια λέξη που μέχρι τότε δεν της είχα δώσει σημασία. Σαν να έτριψε το λυχνάρι του Αλαντίν και να βγήκε τζίνι μέσα από την ταπεινή αυτή λέξη. Δεν είναι τα βιβλία που μου άνοιξαν τη γλώσσα -οι άνθρωποι το έκαναν. Ξέρω πολλούς που ενώ διαβάζουν, γράφουν άθλια και μιλάμε άχαρα. Από την άλλη, μπορεί να θυμάμαι ανθρώπους που τους είδα μια φορά στη ζωή μου, αλλά είπαν κάτι με έναν ρυθμό διαφορετικό, που με έκανε να γυρίσω να τους κοιτάξω.

 

Διαβάστε ακόμα: Πάνος Δημάκης – «Ολοι είμαστε εν δυνάμει εγκληματίες».

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top