Γράφοντας για διακοπές δεν θα προτείνω τη φυγή προς το άγνωστο. Θα σας μιλήσω για την επιστροφή στο γνώριμο. Αναφέρομαι, εννοώ και προτείνω χωρίς υποσημειώσεις, τη Χαλκιδική, κατ’ ακρίβεια τη Νικήτη στη Σιθωνία, τόπο των μόνιμών μου διακοπών από τότε που ήμουν παιδί, με τις μεγάλες της πλέον αντιθέσεις: ένας παράδεισος που νικιέται από την υπερανάπτυξη.
Οι αναγνώστες που κατάγονται από τη Βόρεια Ελλάδα κατανοούν απολύτως αυτή την αγάπη που συνδέεται ιδιότυπα με το παρελθόν μας. Σε πολλούς -ές – ά από εμάς, παραμένουν αλησμόνητες οι εικόνες της παιδικής ανεμελιάς σε παρθένες παραλίες, τα μπάνια στα σμαραγδένια νερά, τα παγωτά από το μοναδικό περίπτερο και τα καλαμαράκια από την μοναδική ταβέρνα.
Διότι οι γονείς μας, πριν “καταφέρουν” να αγοράσουν σπίτι σε κάποιο ψαροχώρι της Σιθωνίας, νοίκιαζαν δωμάτιο για να περάσουμε το καλοκαίρι “απόντος του πατρός” που έμενε στην πόλη για δουλειά. Το σπίτι, που τελικά αγόρασαν, έγινε δικό μας και βλέπουμε τώρα τα παιδιά μας να δένονται με τα ίδια νερά, απλώς τα καφέ είναι πολλά και τα beach bar ακόμη περισσότερα. Αυτή τη Χαλκιδική, τη διαγενεακή, συναντάμε τα καλοκαίρια, γι’ αυτή τη Χαλκιδική αυτοσαρκαζόμαστε στα σόσιαλ με το “Χαλκιδικάρα” ‘η “Σαν τη Χαλκιδική δεν έχει”.
Ήμουν παιδάκι όταν έκανα διακοπές πρώτη φορά στη Νικήτη, ένα χωριό ψαράδων στο μεσαίο πόδι της χερσονήσου, μαθήτρια του δημοτικού όταν το μοναδικό καφέ στην παραλία είχε το όνομα του ιδιοκτήτη του “Ο Σμαραγδής” και έφηβη όταν όλοι χόρευαν και ερωτεύονταν στη θρυλική ντίσκο “Άλαμο”.
Τίποτα από αυτά δεν υπάρχει πια εκτός από εμάς που εξακολουθούμε μαζί με χιλιάδες νέους επισκέπτες να κάνουμε διακοπές στο ίδιο μέρος, βρίζοντας κάθε μα κάθε φορά που στο κεντρικό φανάρι του δρόμου που καταλήγει από τη Θεσσαλονίκη στο χωριό, ερχόμαστε πρόσωπο με πρόσωπο με τον πιο κιτσάτο Ποσειδώνα που υπάρχει στον κόσμο και “κοσμεί” με πείσμα, επί χρόνια, γνωστό κατάστημα σουβενίρ (βλ. φωτό).
Στο φανάρι αυτό υπάρχουν δυο δρόμοι, με…θεμελιώδη για τις διακοπές διλήμματα: Κάνοντας αριστερά, παίρνεις τον δρόμο της «αρετής» και κατευθύνεσαι στο παλιό χωριό, έναν οικισμό με σπίτια, σχολείο και μαγαζιά του 19ου αιώνα, μακριά (όχι όμως απαγορευτικά μακριά) από τη θάλασσα, μέσα στα πεύκα, με ωραία μονοπάτια, ελάχιστη εμπορική δραστηριότητα, πλατεία με πλάτανο και κληματαριά και την Barcarolla, ένα παλιό μπακάλικο, τώρα wine bar, στην οποία είναι εμπειρία να πιεις τον πρώτο καφέ της ημέρας ή το βράδυ ένα ποτήρι κρασί ή ένα ωραίο κοκτέιλ.
Από τον δρόμο της “κακίας” που είναι πάντα ο ελκυστικότερος, στα δεξιά δηλαδή, φτάνεις στη θάλασσα. Και βρίσκεις όσα έχουν κάνει γνωστή τη Χαλκιδική στην Ελλάδα και σε τόσους άλλους τόπους. Υπέροχες θάλασσες, άπειρες παραλίες και κολπάκια, μαρίνα με γιοτ, αμέτρητα καφέ, εστιατόρια (ξεχωρίζει και προτείνεται για τα μαγειρευτά του ο «Καζάνης»), ταβέρνες (τέλειοι οι μεζέδες και τα πιάτα της “Αρμύρας”), σουβλακερί (ο «Γύρος της Νικήτης» είναι εμπειρία).
Επίσης, ζαχαροπλαστεία (το ρεβανί με παγωτό της “Ανατολής” είναι μοναδικό και διάσημο σε όλη τη βόρεια Ελλάδα), beach bar (προτείνεται το κλασικό, διαχρονικό “Καλυβάκι” μπροστά από το κάμπινγκ), piano bar, jazz bar (το marine bar “Remezzo”, με τα λάιβ του και τα δροσερά κοκτέιλ είναι ο διαφορετικός βραδινός προορισμός μετά το φαγητό), καταστήματα σουβενίρ, μπουτίκ επώνυμων ρούχων κ αξεσουάρ, πανάκριβες παραθαλάσσιες κατοικίες.
Στο ενδιάμεσο αυτών των δυο δρόμων, της αρετής και της κακίας, άπειρα μα άπειρα ενοικιαζόμενα δωμάτια, rbnb, ξενοδοχεία, ενοικιαζόμενα ποδήλατα, μηχανάκια, αυτοκίνητα, τεράστια σούπερ μάρκετ, κομμωτήρια, σπα.
Αν είσαι από τους “ενάρετους” αναζητάς ενοικιαζόμενα πάνω από τον κεντρικό δρόμο αν όχι, σαφώς παίρνεις την κατηφόρα προς τα άπειρα, ωραία σπιτάκια και τις μικρές ξενοδοχειακές μονάδες της παραλίας ή των αμέσως προηγούμενων στενών. Και βεβαίως πάντα υπάρχει η δυνατότητα πολυτελών διακοπών στο “Δανάη” μπαίνοντας στη Νικήτη, ή στο «Πόρτο Καρράς», βγαίνοντας, για να αναφέρω δύο μόνο πολύ γνωστά παραδείγματα.
Όποιος, -α, -ο κι αν είσαι, στο τέλος φυσικά καταλήγεις για μπάνιο στη θάλασσα κι εδώ η Χαλκιδικάρα νικάει (γνώμη μου) κάθε πιθανό ή απίθανο παραλιάκι που μπορώ να φέρω στο νου μου από άλλους ωραίους προορισμούς, διότι έχει μια απίθανη διαθεματικότητα.
Ακόμη και η μεγάλη, κεντρική παραλία της Νικήτης, ένα βήμα δηλαδή από εκεί που μένει ο επισκέπτης, είναι καταπληκτική, ιδανική για οικογένειες με παιδάκια ( Ο “Αλέξανδρος” με την ωραία πίτσα και το “Σπιτάκι” με τα τρομερά παγωτά διαθέτουν και ξαπλώστρες για να συνδυάσει κανείς πολλές απολαύσεις και να έχει και το νου του στα παιδιά).
Λίγο πιο έξω, έρχεσαι πρόσωπο με πρόσωπο με τον παράδεισο: Ελιά, Καλόγρια (για πολλούς η ωραιότερη παραλία της Χαλκιδικής), Σπαθιές και ακτή Κοβιού με στοιχεία εξωτικά, Λαγόμανδρα (με το πευκοδάσος), το σχεδόν άγνωστο αλλά ονειρικό Καστρί, το Κόχι, η οργανωμένη παραλία του “Πόρτο Καρράς”, ο Άγιος Ιωάννης, αν και δεν γνωρίζω πόσο άλλαξε το μαγικό τοπίο μια μεγάλη ξενοδοχειακή μονάδα που ετοιμαζόταν από πέρυσι.
Άφησα για το τέλος τη δική μου αγαπημένη παραλία, την Τρανή Αμμούδα, στον Όρμο Παναγιάς, λίγα χιλιόμετρα μετά τη Νικήτη προς τον Άγιο Νικόλαο, με την πινακίδα να μην μπορεί να σε προετοιμάσει γι’ αυτό που θα ζήσεις: μια απολύτως σμαραγδένια θάλασσα και την χρυσή της άμμο. Μπορείς να είσαι με λίγους, με πολλούς, με κανέναν.
Μπορείς να στήνεις την ομπρέλα σου, να κάθεσαι αν το προτιμάς στις ξαπλώστρες, να τρως στα ταβερνάκια, ανάλογα με ποιο κομμάτι της προτιμάς. Χωρίς συνωστισμό λόγω μεγέθους (περίπου τρία ολόχρυσα χιλιόμετρα) αν και αγνοώ το τι γίνεται τον Δεκαπενταύγουστο.
Εμείς οι λιγότερο κοσμικοί προτιμάμε το δεύτερο μέρος της παραλίας και αν θέλουμε να είμαστε και άνετα καταφεύγουμε στο πολύ ωραίο – και λόγω θέσης – beach bar “Le Mantri” το οποίο φυσικά και έχει πάρει τ’ όνομά του, από το μαντρί με το οποίο γειτονεύει.
Μετά το μπάνιο ο προορισμός για φαγητό ακούει στο όνομα “Αρίστος”, στον Όρμο Παναγιάς. Με τα τραπεζάκια του έως την άμμο, με τις βάρκες με τα ωραία ονόματα όπως «Σταύρος», «Ελευθερία», σε απόσταση αναπνοής, με το αεράκι, με την αλμύρα και με ψαροεπιλογές από καλαμαράκια, μπαρμπούνια, τσιπούρες έως σούσι.
Με την παλιοπαρέα έχουμε δώσει ραντεβού και φέτος. Έως τότε η όραση της μνήμης και της νοσταλγίας, το «εργαλείο» που γράφει και ο Μπόρχες, κρατά ζωντανή μέσα μας όλη τούτη την ομορφιά που ελπίζουμε ότι μοιραστήκαμε μαζί σας χωρίς να την αδικήσουμε.
Διαβάστε ακόμα: Πού θα βρείτε τις πιο αυθεντικές γεύσεις της Λήμνου.