Ξαφνικά στη θέα μιας Yamaha μπορεί ο χρόνος να γυρίσει αντίστροφα (φωτογραφία: Mecum Auctions).

Πέρναγε μια μέρα ο Κύριος Θανάσης με δυο πλαστικές σακούλες από το σούπερ μάρκετ στα χέρια όταν την είδε σε μια πιλοτή, ακουμπισμένη σ’ έναν τοίχο. Του κόπηκε η ανάσα. Σταμάτησε κι έμεινε εκεί να την κοιτάζει.

Μετά το πρώτο σοκ, ακούμπησε στο πεζοδρόμιο τις σακούλες και με αργά βήματα πλησίασε, πήγε κοντά της και το χέρι του, σαν να ήταν προγραμματισμένο να κάνει αυτή την κίνηση, χάιδεψε το σκονισμένο ντεπόζιτο. Έκανε ένα βήμα πίσω και την κοίταξε. Θυμήθηκε!

«Άντε, ρε Θανασάρα, δώσ’ του λίγο γκάζι, πώς το πας έτσι;», φώναξε η Κατερίνα μ’ ένα χαμόγελο τεράστιο στο πρόσωπό της και με τα μαλλιά της να πετούν δεξιά και αριστερά ανακατεμένα από τον δυνατό αέρα. «Γκάζι ε; Τώρα θα δεις!», είπε ο Θανάσης και κατέβασε μια κάνοντας την μοτοσυκλέτα να πετάξει μπροστά περνώντας με ταχύτητα την ευθεία πριν μπει στη δεξιά στροφή και χαθεί στο βάθος κάτω από το ηλιοβασίλεμα.

«Είδε τον ξάστερο ουρανό του νησιού να τους σκεπάζει και αυτούς εκεί, αγκαλιασμένους, μπροστά από τη μηχανή που μόλις είχε σβήσει».

«Θέλετε κάτι, κύριε;», άκουσε μια φωνή που τον έβγαλε από τις σκέψεις του και τον έφερε πίσω στην πραγματικότητα. «Εεε… Τη μηχανή, τη μοτοσυκλέτα κοιτάζω, γιατί…» «Δικιά σας είναι;», συμπλήρωσε με χαμηλή φωνή. «Ναι, δική μου είναι. Πριν από έναν μήνα την αγόρασα και σκέφτομαι να τη φτιάξω, να της κάνω ρεστόρινγκ που λέμε. Είναι ωραία μηχανή, μηχανάρα, παρά τα χρόνια της!»

«Παρά τα χρόνια της!», επανέλαβε από μέσα του ο Θανάσης και το μυαλό του πήγε πάλι πίσω στον χρόνο. Τη θυμήθηκε στη βιτρίνα που την είχε δει πρώτη φορά. Θυμήθηκε τη μέρα που πήγε να την πάρει, τη χαρά, τα κεράσματα, τις πρώτες βόλτες, τα γκάζια, τα ταξίδια… Τη θυμήθηκε καινούργια, να λαμποκοπάει στον ήλιο κι αυτόν νέο, δυνατό, ανέμελο, να κρατάει στις χερούκλες του το τιμόνι…

«Ευχαριστώ πολύ για τον χρόνο σας και συγνώμη για την ενόχληση», είπε ευγενικά, χαιρέτησε, πήγε παρακάτω, πήρε τις σακούλες και συνέχισε τον δρόμο του προς το σπίτι. Ανέβηκε τα σκαλοπάτια, έβγαλε το κλειδί από την τσέπη, άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα.

Κατευθύνθηκε προς την κουζίνα, ακούμπησε τα ψώνια στον πάγκο και κάθισε σε μια καρέκλα. Παρατήρησε την Κατερίνα που ανακάτευε στην κατσαρόλα το βραστό με μια ξύλινη κουτάλα. Φορούσε μια ρόμπα, παντόφλες και είχε πιασμένα τα γκρίζα της μαλλιά, σε έναν σφιχτό κότσο.

Οι σκέψεις του πήγαν πάλι πίσω, σε μια παραλία, σ’ ένα νησί στο Αιγαίο, Ιούλιο μήνα. Άκουσε πάλι τα τζιτζίκια να τραγουδούν στον αιώνιο ρυθμό τους, τα κύματα της θάλασσας να σκάνε μπροστά τους… Είδε τον ξάστερο ουρανό να τους σκεπάζει και αυτούς εκεί, αγκαλιασμένους, μπροστά από τη μηχανή που μόλις είχε σβήσει. Ο ήχος από το μέταλλο που κρύωνε ολοκλήρωνε την καλοκουρδισμένη χορωδία των ήχων γύρω τους.

Κι αν γινόμασταν ξανά νέοι να καβαλήσουμε τη μηχανή μας ξέγνοιαστοι; (φωτογραφία: Mecum Auctions).

«Θα με αγαπάς για πάντα;», τον ρώτησε, κοιτάζοντάς τον μέσα στα μάτια. «Για πάντα!», της απάντησε χωρίς να το σκεφτεί. «Πάντα; Ακόμη και όταν θα είμαι γριά με άσπρα μαλλιά;» «Ακόμη περισσότερο θα σε αγαπάω τότε!», απάντησε και έσφιξε τα δροσερά της χέρια στα δικά του.

«Γύρισες Θανάση επιτέλους;”», ακούστηκε η φωνή της μέσα στη μικρή κουζίνα.  «Άντε και δεν μπορούσα να τελειώσω το βραστό χωρίς το σέλινο», είπε και χωρίς να τον κοιτάξει άρχισε να ψαχουλεύει τις σακούλες. «Ξέρεις, Κατερίνα…», άρχισε να λέει με σπασμένη φωνή. Κατάλαβε αυτή τον δισταγμό του, τα παράτησε όλα και τον κοίταξε με αγωνία στα μάτια.

«Έγινε κάτι; Τα παιδιά;», τον ρώτησε όλο υπερένταση. «Όχι, όχι, δεν έγινε κάτι, μη φοβάσαι, απλά…», δίστασε για λίγο. «Να, σήμερα είδα τη μοτοσυκλέτα μας! Δεν ξέρω πώς έγινε και την είδα μπροστά μου, εδώ στη γειτονιά, λίγο παρακάτω δηλαδή…» Πήρε ανάσα η Κατερίνα. «Με κοψοχόλιασες, άνθρωπέ μου. Η μηχανή μας, ε;», είπε και ταξίδεψε κι αυτή για λίγο, νοητά.

«Ένα ”ρε γαμώτο” του έσφιγγε τον λαιμό. Κάθε μέρα περνούσε και έριχνε στη μηχανή μια κλεφτή ματιά, όπως γυρνούσε από τα ψώνια, αλλά ποτέ δεν την ξαναπλησίασε».

Τον είδε κάτω από το παράθυρο, στο πατρικό της, πάνω στη μηχανή να μαρσάρει και να γελάει δυνατά, να της κάνει νόημα να κατέβει και η ανάσα της να κόβεται. Να βάζει βιαστικά τα παπούτσια, να κατεβαίνει τρέχοντας τις σκάλες για να πάει γρήγορα κοντά του. «Η μηχανή μας, ε;», μονολόγησε.

“Ναι! Και ξέρεις… ξέρεις… να, σκέφτηκα…», είπε ο Θανάσης κι έκανε μια παύση. «Λέω να πάω, να του ζητήσω, αν θέλει, βέβαια, αν θέλει… Να, λέω να πάω και να του τη ζητήσω, να κάτσω σιγά-σιγά και να τη φτιάξω, εδώ κάτω στην αποθήκη μας. Θα βοηθήσει κι ο Γιώργος τώρα που βγήκε κι αυτός στη σύνταξη. Ξέρει και θα βοηθήσει. Γι αυτό έλεγα, μήπως να…».

Τα όνειρα και οι εικόνες του παρελθόντος μας, καμιά φορά, έχουν δύο… ρόδες (φωτογραφία: Mecum Auctions).

Τον κοίταξε καλά-καλά η Κατερίνα και τα μάτια της βούρκωσαν λιγάκι. Τον χάιδεψε απαλά στο μάγουλο και του είπε: «Πότε θα βάλεις μυαλό, μωρέ Θανάση μου; Δεν τα βλέπεις τα χάλια μας; Εδώ δεν έχουμε να πληρώσουμε το ρεύμα, θα μας το κόψουν και θέλεις και μηχανάκι; Σοβαρέψου, σε παρακαλώ πολύ, σοβαρέψου». Γύρισε χωρίς να πει τίποτε άλλο στην κουζίνα της.

Αναστέναξε ο Θανάσης και δεν είπε τίποτε άλλο. Είχε δίκιο η Κατερίνα, αλλά η καρδιά του πήγαινε να σπάσει. Ένα «ρε γαμώτο» του έσφιγγε τον λαιμό. Κάθε μέρα περνούσε και της έριχνε μια κλεφτή ματιά, όπως γυρνούσε από τα ψώνια, αλλά ποτέ δεν την ξαναπλησίασε.

Μετά από δυο τρεις μήνες κοίταξε, αλλά δεν την είδε. Έλειπε απ’ τη θέση της. Δεν την ξαναείδε ποτέ.

 

//Ο Γιάννης Σιδεράκης είναι ιδιοκτήτης του βιβλιοπωλείου «Η Πολυθρόνα του Νίτσε», στην Άρτα. Έχει γράψει το βιβλίο «Μηχανάνθρωποι».

 

Διαβάστε ακόμα: Το μπλε παπί. Μια συγκινητική ιστορία για το δίτροχο της άγριας εφηβείας μας.

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top