Έχοντας, αρχικά, σπουδάσει φυσικός με μεταπτυχιακά στις τηλεπικοινωνίες, βρέθηκα να ζω στην Ιρλανδία, όπου εργαζόμουν σε μια αμερικάνικη εταιρεία τηλεπικοινωνιών, απολαμβάνοντας την πρώτη «τεχνολογική επανάσταση», η οποία το 2000 έληξε άδοξα με τη λεγόμενη φούσκα του millennium, λίγο αφότου είχα αποφασίσει να επιστρέψω στην Ελλάδα.
Αφορμή η ανάληψη των Ολυμπιακών Αγώνων, που θεώρησα ότι θα σήμαινε μια περίοδο ανάπτυξης για τη χώρα και ήθελα να είμαι εδώ γι αυτό. Άρα, έπρεπε πρώτα να πάω στρατό, αφού ήμουν ήδη 26 χρονών. Έχοντας όμως μόλις αγοράσει τη μηχανή των ονείρων μου και συγκεντρώσει για πρώτη φορά το μυθικό ποσό των 3.000 ευρώ, η εξίσωση μού φάνηκε απλή: Θα πήγαινα ένα ταξίδι με την μηχανή και ο στρατός μπορούσε να περιμένει για μερικούς μήνες ακόμα.
Απέρριψα γρήγορα μια πρώτη τρελή ιδέα να πάω στη Νότια Αμερική, κυρίως λόγω κόστους. Επιστρέφοντας στα ύδατα της θεωρίας μου, που λέει «γιατί να πας μακριά αν πρώτα δεν ξέρεις τη γειτονιά σου;», αποφάσισα να κάνω το γύρο της Μεσογείου. Έχοντας ξεπεράσει το πιο δύσκολο στάδιο ενός ταξιδιού –το να πάρει κανείς την απόφαση να ξεκινήσει–, φόρτωσα το GS μου και ξεκίνησα.
Ο δρόμος που ανοιγόταν μπροστά μου ήταν μακρύς. Μέσα στους επόμενους έξι μήνες, που θα διαρκούσε το ταξίδι μου, θα διέσχιζα Ελλάδα, Τουρκία, Συρία, Λίβανο, Ιορδανία, Σινά, Ισραήλ, Παλαιστίνη, Ιταλία, Γαλλία, Μονακό, Ισπανία, Γιβραλτάρ και Μαρόκο. Και επιστρέφοντας –τότε δεν μπορούσα να το φανταστώ– θα έβλεπα πλέον, όχι μόνο τη ζωή μου, αλλά τη ζωή γενικότερα, με άλλα μάτια.
Πώς γνώρισε ταξιδεύοντας ανθρώπους που τον σημάδεψαν για πάντα. Έως κι αυτόν τον Δαλάι Λάμα!
Σε κάθε τόπο τη διαφορά την κάνουν οι άνθρωποι, όχι τα τοπία ή τα μνημεία. Φυσικά θαύμασα πολλά τοπία και χάζεψα μνημεία πολλών πολιτισμών. Αλλά πιο πολύ μου έμειναν οι άνθρωποι που είδα στα μνημεία. Όπως, για παράδειγμα, ένας αρχαιοκάπηλος στην Μπααλμπέκ, που προσπάθησε να μου πουλήσει χρυσά μακεδονικά νομίσματα, ή μια οικογένεια Κούρδων που μου υπέδειξαν πώς να μπω δωρεάν σε έναν αρχαιολογικό χώρο, μου πρόσεχαν τα πράγματα στη μηχανή (άφηνα όλα μου τα μετρητά ξεκλείδωτα!) και με κάλεσαν μετά για πικνίκ. Και όταν τους είπα ότι δεν προλαβαίνω, βρήκα μέσα στην τσάντα (αυτή με τα λεφτά!) ένα κεφάλι μυζήθρα, ψωμί και γκαζόζα για τον δρόμο.
Ενώ ξεκίνησα μόνος, ουσιαστικά έμεινα πολύ λίγο μόνος, και δεν ένιωσα ποτέ μοναξιά. Ακολουθούσα δυο βασικές «κατευθυντήριες γραμμές», να παραμένω όσο πιο κοντά στην ακτογραμμή της Μεσογείου γίνεται, και να επιλέγω μέρη που είτε είχα φίλους είτε μου είχαν συστήσει φίλοι ή γνωστοί. Ο πρώτος μου μπούσουλας ήταν μια χαρτοπετσέτα πάνω στην οποία ένας Τούρκος φίλος μού σημείωσε τι πίστευε ότι άξιζε να δει κανείς, μαζί με κανά δυο ονόματα φίλων του. Κινητά δεν «έπαιζαν» πολύ εκείνη την εποχή, ήταν ακριβά και για λίγους. Το Ίντερνετ ήταν απαγορευμένο στη Συρία!
Στην Κωνσταντινούπολη γνώρισα δυο κορίτσια που είχαν κατά νου την ίδια διαδρομή, ενώ μια εβδομάδα αργότερα ήρθε και με βρήκε μια καλή φίλη, η οποία είχε εκατό χιλιάρικα (300 ευρώ) και θα ταξίδευε μαζί μου μέχρι να της τελειώσουν. Έτσι, από το πουθενά, βρέθηκα να συνταξιδεύω με τρεις γυναίκες.
Μετά τον Λίβανο, που τέλειωσαν τα λεφτά της φίλης, περιπλανήθηκα για κανά μήνα μόνος. Όταν είσαι μόνος κάνεις, αναγκαστικά, πιο πολλές γνωριμίες, αφού δεν έχεις κάποιον π.χ. να πας για ποτό κι έτσι κολλάς με κάποια παρέα. Όπως ένα πρωί, που κατέβηκα να κάνω ένα μπάνιο σε μια ωραία παραλία στην Ερυθρά Θάλασσα, και έμεινα τρεις μέρες με μια παρέα, κυρίως Ισραηλινών, που κατόπιν με φιλοξένησαν στο Ισραήλ.
Το highlight του ταξιδιού ήταν αναμφισβήτητα η Συρία, μια χώρα όμορφη σαν ψέμα. Άγνωστη, με απίστευτα φιλόξενους ανθρώπους, βγαλμένους από μια εποχή του Ξένιου Δία και της ελληνικής φιλοξενίας που στη χώρα μας –παρότι συνεχίζουμε να τη διαφημίζουμε–έχει χαθεί ανεπιστρεπτί.
Στη διάρκεια των έξι μηνών που ταξίδευα είχα και αρκετές στιγμές ενδοσκόπησης. Όπως, για παράδειγμα, όταν ανέβηκα στο Όρος του Μωϋσέως στο Σινά και εν συνεχεία έμεινα για λίγες μέρες στη Μονή. Ή στην Ιερουσαλήμ, όπου περιπλανιόμουν μόνος και τα απογεύματα αναζητούσα καταφύγιο –και περίσκεψη– στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, συστημένος από το Σινά. Ή, μήνες αργότερα, που με την Οτάβια (μια από τις κοπέλες που είχα γνωρίσει στην Πόλη, η οποία είχε εντωμεταξύ αφήσει τη δουλειά της και ταξιδεύαμε μαζί στη Δυτική Μεσόγειο) γνωρίσαμε κάτι παιδιά στην Ιταλία και όταν πήγαμε στην Καταλονία, ξεκινήσαμε από ένα φαινομενικά ασήμαντο ψαροχώρι όπου είχαν σπίτι.
Δεν συνάντησα κανένα ουσιαστικό κίνδυνο στο δρόμο μου, στις χώρες απ’ τις οποίες πέρασα. Είχα όμως και τεράστια άγνοια κινδύνου. Τις προάλλες κουβέντιαζα με κάτι «μηχανόβιους» των οποίων οι BMW κοστίζουν όσο πέντε φορές το ταξίδι που έκανα και έχουν πάει μέχρι τη Χαλκίδα –με στάση για καφέ και τσιγάρο… «Είχες βάλει, φυσικά, την ειδική μπαταρία ερήμου που κάνει πεντακόσια ευρώ!», μου είπαν. Η αλήθεια είναι πως είχα μόνο ό,τι είχε η μηχανή από τη «μάνα» της –η οποία, σημειωτέον, μου έκαψε μόνο ένα λαμπάκι σε όλο το ταξίδι.
Ο Παρασκευάς Μπουμπουράκας και τα ταξίδια του «εκεί όπου δεν πατάει τουρίστας»
Ήταν ένα ταξίδι αυτογνωσίας, μετά από το οποίο δεν είσαι πια ίδιος. Συνειδητοποιεί κανείς με πόσα λίγα μπορείς να είσαι ευτυχισμένος, βλέποντας στα πρόσωπα των ξυπόλητων παιδιών χαμόγελα φωτεινά και ειλικρινή. Νιώθοντας απλούς ανθρώπους να περνάνε καλά απλώς και μόνο γιατί «χάρηκαν για την γνωριμία». Ή ακόμη όταν νιώθεις περήφανος που στους λαούς της Ανατολικής Μεσογείου η ελληνική καταγωγή προκαλεί δέος και σε γεμίζει περηφάνια. Δεν το καταλαβαίνεις την ώρα που συμβαίνει, αλλά αργότερα –κι έκτοτε σε ακολουθεί, εγγράφεται στα κύτταρά σου. Ένα τέτοιο ταξίδι, πιστέψτε με, είναι σαφώς φθηνότερο από τις συνεδρίες ψυχοθεραπείας που θα έκανε κανείς στο ίδιο διάστημα, προκειμένου να γνωρίσει τον εαυτό του.
Δεκατρία χρόνια αργότερα –στα οποία μεσολάβησαν στρατός, γάμος, Ολυμπιακοί Αγώνες, παιδί, διαζύγιο, οικονομική κατάρρευση και αρκετή ανεργία– σκέφτηκα να κάνω εκείνη την εμπειρία μου βιβλίο. Την τελική ώθηση για την έκδοση μου έδωσε μια επιστολή του Βασίλη Βασιλικού με σχεδόν διθυραμβικά σχόλια όταν διάβασε τα δοκίμια που του είχα στείλει. Το λέω και ακόμα φουσκώνω σαν παγόνι.
Είμαι σίγουρος ότι ένα τέτοιο ταξίδι χρειάζεται στον καθένα. Οι περισσότεροι βαλτώνουμε στην καθημερινότητά μας και βρίσκουμε ένα άλλοθι που πείθει – κυρίως εμάς τους ίδιους – να αναβάλλουμε διαρκώς να αφήσουμε για λίγους μήνες τη «βολή» μας. Το μόνο που έχω να πω εγώ είναι «απλώς, ξεκίνα!» Μην σκέφτεσαι τα χρήματα που θα σου κοστίσει –σε βεβαιώνω, είναι πολύ πιο λίγα από όσα φαντάζεσαι– ή το πόσα μέρη θα «προλάβεις» να δεις. Αρκεί να ξεκινήσεις και σύντομα θα έχεις βρει τους ρυθμούς που ταιριάζουν στον ταξιδευτή που έχεις στην καρδιά σου και όχι στον τουρίστα που ίσως είχες στο μυαλό σου πριν ξεκινήσεις. Και, σίγουρα, επιστρέφοντας από ένα τέτοιο ταξίδι θα «πιάσεις» τον εαυτό σου να κανονίζει το επόμενο, που ακόμη κι αν δεν το κάνεις ποτέ, θα είσαι ήδη –και για πάντα– «πλούσιος» σε εμπειρίες, αισθήματα, γνωριμίες, μα πάνω απ’ όλα θα ξέρεις πώς είναι να ταξιδεύεις πραγματικά. Να ζεις το «τώρα». Κι αυτό δεν ξεχνιέται ποτέ.
Κοιτάζοντας, καθώς γράφω, την εννιάχρονη κόρη μου να παίζει, εύχομαι μέσα μου, με όλη τη δύναμη της ψυχής μου, μια μέρα να μπορέσει κι αυτή να κάνει ένα τέτοιο ταξίδι.
Δείτε πώς δυο Έλληνες, το 2009, ανακάλυψαν τη Μακεδονία του Αμαζονίου!