Yπήρξε μια καθοριστική μορφή στον επιχειρηματικό, δημοσιογραφικό και πολιτικό στίβο.

Ήταν ένα πρόσωπο μυθικό από εκείνα που η φήμη τους ήταν πιο μεγάλη από τη σκιά τους. Ο Γιώργος Μπόμπολας υπήρξε μια καθοριστική μορφή του ελληνικού επιχειρηματικού, δημοσιογραφικού και πολιτικού κόσμου τις τελευταίες δεκαετίες. Σήμερα (11/4) απεβίωσε σε ηλικία 94 ετών και μαζί του κλείνει ένα μεγάλο κεφάλαιο του παρελθόντος.

Το ίδιο είχε συμβεί με τον θάνατο του Χρήστου Λαμπράκη και του Σταύρου Ψυχάρη. Επίσης, δύο φυσιογνωμίες που καθόρισαν -εν πολλοίς- τις εξελίξεις στον δημόσιο βίο. Η διαφορά του Γιώργου Μπόμπολα από τους άλλους δύο ήταν ότι εκείνος δεν γεννήθηκε με το μελάνι του πιεστηρίου στα χέρια. Ηρθε από τον κατασκευαστικό χώρο στα μίντια και στέριωσε.

Ο Γιώργος Μπόμπολας, όσο και αν η δημόσια εικόνα του ήταν πάντα ενός ανθρώπου βλοσυρού, άτεγκτου και άκαμπτου, στις ιδιωτικές του στιγμές ήταν διαφορετικός.

Δαιμονοποιήθηκε όσο και οι λοιποί μεγαλοεκδότες για το γεγονός ότι δημιούργησαν ένα κλειστό κλαμπ που όριζε τις συνθήκες με τις οποίες παιζόταν το πολιτικό και επιχειρηματικό παιχνίδι. Σε αυτές τις περιπτώσεις η αλήθεια πάντα κοντράρεται με τη μυθοπλασία. Αμφότερες έχουν δικαίωμα να θεωρούν πως κατέχουν όλη τη γνώση.

Ωστόσο, ο Γιώργος Μπόμπολας, όσο και αν η δημόσια εικόνα του ήταν πάντα ενός ανθρώπου βλοσυρού, άτεγκτου και άκαμπτου, στις ιδιωτικές του στιγμές ήταν κάπως διαφορετικός. Η αλήθεια είναι ότι όποιος περνούσε έξω από το γραφείο του, στο κτίριο που διατηρούσε ο όμιλος Μπόμπολα στη Μεταμόρφωση Χαλανδρίου, έστω και ασυναίσθητα, περπατούσε ακροποδητί, σχεδόν ανέπνεε με προσοχή.

Σε κύκλωνε το δέος. Ειδικά αν ήξερες πως το αυτοκίνητο του (μια παλιά Mercedes) ήταν παρκαρισμένο, άρα βρισκόταν εντός του χώρου του. Παρόλα αυτά ποτέ δεν έκανε παρατήρηση σε κάποιον ούτε φέρθηκε απρεπώς στους εργαζόμενούς του. Αντιθέτως, ήταν μια πατρική φιγούρα για τους δημοσιογράφους.

Εκείνα τα χρόνια, μέσα στη φούσκα της δημοσιογραφίας, το να δουλεύεις στον Πήγασο ήταν μέγιστη τύχη.

Εκείνα τα χρόνια, μέσα στη φούσκα της δημοσιογραφίας, το να δουλεύεις στον Πήγασο ήταν μέγιστη τύχη. Είχες εξασφαλισμένο μισθό, άνετες συνθήκες εργασίας, δυνατότητες ανέλιξης και πάνω από όλα τη σταθερότητα που σου παρείχε η παρουσία του Γιώργου Μπόμπολα.

Το εάν ως επιχειρηματίας εισχώρησε στα έγκατα του κράτους -όπως και άλλοι- αυτό είναι μιας άλλης τάξης ζήτημα που δεν χρειάζεται να αναλυθεί την ημέρα του θανάτου του. Στο κάτω κάτω, σε αυτές τις περιπτώσεις το μεγαλύτερο βάρος της ευθύνης δεν το φέρει ένας ιδιώτης που μπορεί να θέλει το ένα ή το άλλο, αλλά η πολιτική ηγεσία που επιτρέπει τέτοιου είδους συναλλαγές, εάν υπήρξαν.

Φυσικά, δεν είναι μυστικό το γεγονός ότι πριν και μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας, τότε που όλη η πρωτεύουσα αναδομήθηκε, ο Άκτωρ πήρε πολλά έργα που έδωσαν ώθηση στην εταιρία και συνακόλουθα σε όλες τις άλλες δραστηριότητες της οικογένειας. Συμπεριλαμβανομένης και της δημοσιογραφίας.

Όμως αργότερα, χτυπημένος από το θάνατο της γυναίκας του, της εικαστικού Άννας Μπόμπολα, και με την οικονομική κρίση να πλήττει όλα τα μεγάλα μαγαζιά, ο Γιώργος Μπόμπολας άρχισε σιγά σιγά να αποσύρεται από την ενεργό δράση αφήνοντας στο πόδι τους τους γιους του, Λεωνίδα και Φώτη. Μπορεί να επόπτευε από μακριά, αλλά δεν ήταν πια εκείνος που έπαιρνε τις σκληρές αποφάσεις.

Δεν άργησε η αυτοκρατορία να καταρρεύσει με αποτέλεσμα να γκρεμιστεί ο Πήγασος και να περάσει ο Άκτωρ σε άλλα χέρια. Ήταν ένα τέλος εποχής που, λογικά, σε αυτή τη μορφή δεν θα ξαναγνωρίσουμε στη χώρα μας.

Χτυπημένος από το θάνατο της γυναίκας του, άρχισε να αποσύρεται από την ενεργό δράση αφήνοντας στο πόδι τους τους γιους του, Λεωνίδα και Φώτη.

Ο Γιώργος Μπόμπολας ανήκε στην εποχή των επιχειρηματιών που έρχονταν από το παρελθόν, που μπήκαν στα μεγάλα τζάκια μέσα σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα, με αποτέλεσμα να συγκεντρώσουν πάνω τους αρκετές από τις κατηγορίες που εκτοξεύονταν δεξιά και αριστερά περί σύμπλευσης του κεφαλαίου με την πολιτική.

Όπως και να έχει, πάντως, υπήρξε μια φυσιογνωμία που δεν πέρασε απαρατήρητη, καθώς με τον τρόπο της και (με το έργο της) καθόρισε την εποχή της ελληνικής «ανθοφορίας» που, τελικά, αποδείχθηκε φενάκη. Το ξέρουμε όλοι πια γιατί την πληρώσαμε πολύ ακριβά.

 

Διαβάστε ακόμα: Νίκος Μπακουνάκης. «Το Παρίσι είναι όλη η συναισθηματική αγωγή μου».

 

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top