Nίκος Ξανθόπουλος ή Snik; Τι είναι λαϊκό σήμερα;

Στον Τσιφορικό κόσμο ήταν αετονύχηδες, έπιαναν πουλιά στον αέρα, έδιναν χωρίς να ζητούν ανταπόδοση, ο ηθικός τους κώδικας, ακόμη κι αν είχε κάποιες μικρές κηλίδες παραβατικότητας, δεν χαλούσε την αυθεντική εικόνα της ντομπροσύνης τους.

Στην Στέλλα του Κακογιάννη, ο Φούντας «περιοδεύει» την λαϊκότητά του από σεκάνς σε σεκάνς με την ακεραιότητα καλογυαλισμένης λάμας. Είναι ο λόγος του που μετράει, οι αδρές κινήσεις του, το ύφος αν-το-πω-εγώ-θα-γίνει.

Μέσω της μαζικής κουλτούρας αναπτύχθηκε αυτό το περιβόητο δίπολο μεταξύ των «αμαρτωλών» πλουσίων και των «ηθικών» φτωχών.

Είναι, άραγε, ένα κατασκεύασμα η ρητορική περί λαϊκών παιδιών ή απηχεί τις κοινωνικές συσσωματώσεις περασμένων -προνεωτερικών- χρόνων της ελληνικής κοινωνίας; Τότε που το πυραμιδωτό σχήμα της ήταν περισσότερο ευκρινές και οριζόταν από τα ύπατα στρώματα των πλουσίων, την υπό διαμόρφωση μεσαία τάξη και το λούμπεν προλεταριάτο που μπορεί να μην είχε τα μέσα, αλλά είχε την μπέσα;

Κυρίως μέσω της μαζικής κουλτούρας αναπτύχθηκε αυτό το περιβόητο δίπολο μεταξύ των «αμαρτωλών» πλουσίων που θεωρούν πως με την ισχύ τους μπορούν να αγοράσουν τα πάντα και των «ηθικών» φτωχών που δεν ξεπουλούν την πραμάτεια της ψυχής τους έναντι πινακίου φακής.

Ο πρόσφατος θάνατος του ηθοποιού Νίκου Ξανθόπουλου, του κατεξοχήν λαϊκού παιδιού του ημέτερου κινηματογράφου (λαϊκού, το δίχως άλλο), έδωσε το έναυσμα σε αρκετό κόσμο να ανασύρει από το βάθος του παρελθόντος αυτόν τον χαρακτηρισμό (βλ. «λαϊκό παιδί») που Κύριος οίδε τι σημαίνει σήμερα.

Αλήθεια, πώς μπορεί να ορίσει κανείς σήμερα το λαϊκό ποιόν σε έναν κόσμο που έχει ταυτίσει το λαϊκό με το μαζικό, το χύδην, το ανερμάτιστο και το παραδοσιακό (άρα το συντηρητικό); Σε έναν κόσμο που περισσότερο από ποτέ χαρακτηρίζεται από έντονη κινητικότητα, με αποτέλεσμα οι παραδοσιακές «φόρμες» να έχουν αποκτήσει διασταλτικά σύνορα.

Είναι λάθος να ψάχνουμε έναν… Φούντα στις μέρες μας;

Προφανώς και ο οικονομικός παράγοντας εξακολουθεί να ισχύει και να τροφοδοτεί με κατηγορηματικό τρόπο τις προκαταλήψεις. Ποτέ ένας «λεφτάς» δεν θα καταφέρει να γίνει λαϊκός. Τι γίνεται, όμως, με το λαϊκό παιδί που θέλει να γίνει λεφτάς; Μήπως αυτή η αντιστροφή ελαχιστοποιεί σε σημείο ισχνότητας την έξωθεν καλή μαρτυρία της λαϊκής τάξης;

Στις μέρες μας ένας κάγκουρας ή ένας trapper φέρουν πάνω τους, για λόγους που ουδείς μπορεί να κατανοήσει, την εύγλωττη ταυτότητα του λαϊκού.

Στις μέρες μας ένας κάγκουρας ή ένας trapper φέρουν πάνω τους, για λόγους που ουδείς μπορεί να κατανοήσει, την εύγλωττη ταυτότητα του λαϊκού. Θεωρούν πως είναι η επιτομή της έννοιας. Βέβαια, το ότι το λένε οι ίδιοι δεν σημαίνει πως ισχύει. Πρέπει πάντα να μας υποψιάζονταν τέτοιοι προγραμματικοί σολιψισμοί.

Το σίγουρο είναι πως αυτός ο νέος τύπος λαϊκότητας (έστω για τις ανάγκες της συζήτησης, ας δεχθούμε πως είναι μέλη της) δεν έχει καμία σχέση με τον παραδοσιακό. Σε αντίθεση με την αυθεντικότητα των παλαιότερων, τα νέα φυντάνια έχουν να επιδείξουν μια ντεμέκ και αρκετά φτιασιδωμένη εικόνα.

Είναι ο ορισμός του «φωναχτού», της εξτραβαγκάντζας που δεν έχει να επιδείξει τίποτα κάτω από το λούστρο της και το κυριότερο επιδιώκει την άμεση ανέλιξη μέσω των χρημάτων, της δύναμης, της τοξικής αρρενωπότητας και της ανερμάτιστης συμπεριφοράς που ορισμένες φορές καταλήγει σε έναν βούρκο χυδαιότητας. Υπάρχουν, όμως, και άλλες εκδοχές λαϊκών παιδιών που ουδεμία σχέση έχουν μ΄αυτή την προσποιητή εικόνα.

Είναι τα παιδιά της λεγόμενης μεσαίας τάξης (ή ό,τι έχει μείνει από αυτή έπειτα από το ρημαδιό της οικονομικής κρίσης) που θέλουν να σπουδάσουν όχι για να γίνουν θεωρητικοί της επιστήμης τους, αλλά για να αποκτήσουν περισσότερα εφόδια στον επαγγελματικό στίβο.

Είναι τα παιδιά που αναχωρούν από την πατρίδα, γιατί ο ουρανός της Ελλάδας είναι ωραίος το καλοκαίρι, αλλά πολύ βαρύς και στενός σε μια νέα ζωή που πάλλεται να πιάσει την ευκαιρία. Είναι ακόμη και τα παιδιά που δεν τα καταφέρνουν, που ζουν με γλίσχρα μεροκάματα, που το παλεύουν με ελάχιστη επιτυχία, αλλά που δεν θέλουν να γίνουν σαν τους γονείς τους. Φευ, ακόμη κι αν τελικά θα γίνουν μια εξελιγμένη εκδοχή τους στο μέλλον.

Έχουν γίνει κάμποσες ιταμότητες από λαϊκά παιδιά στα χρόνια της αθωότητας.

Είναι άγονο, αντιπαραγωγικό και ατελές να προσπαθεί κανείς να ορίσει την έννοια του λαϊκού παιδιού με όρους παρελθόντος. Ναι, ο Νίκος Ξανθόπουλος ήταν στην εποχή του μια τέτοια κινηματογραφική βερσιόν, αλλά ας μην κρυβόμαστε πίσω από προφάσεις: κανένας δεν υπήρξε ανεπίληπτος, κανένας δεν έγινε κοινωνικός οσιομάρτυρας μόνο και μόνο για να διατηρήσει την λαϊκότητά του. Έχουν διαπραχθεί κάμποσες ιταμότητες από λαϊκά παιδιά κι εκείνα τα χρόνια της αθωότητας.

Τα πάτησε, λοιπόν, το τρένο τα λαϊκά παιδιά όπως τους μάγκες που τραγουδούσε ο Παπαζόγλου; Αντίθετα, αυτά τα παιδιά εύχονται να ταξιδεύσουν κάποια στιγμή στην πρώτη θέση με την υπερταχεία αφήνοντας κατά μέρος την πρότερη θέση τους.

Τα πάντα βρίσκονται σε διαρκή κίνηση και αυτός ο στροβιλισμός έχει κάτι από τις σβούρες ενός λαϊκού ρεφρέν που τζαμάρει με σκληρές ρίμες από τραπ και lounge μουσική φίνων εστιατορίων. Αχταρμάς; Οπως η εποχή μας.

 

Διαβάστε ακόμα: Κωνσταντίνος. Ένας τέως που δεν κατάφερε ποτέ να γίνει νυν και αεί.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top