Xθες με χειροπέδες στα χέρια, σήμερα ελεύθερος (Φωτογραφία: Dimitris Kapantais / SOOC).

Κάτι τέτοιες στιγμές μου έρχεται στο μυαλό ο Κικέρωνας που έλεγε «Περισσότεροι νόμοι, λιγότερη δικαιοσύνη». Μέσα στην παραδοξότητά του ευφυολογήματος, ο ρωμαίος ρήτορας και δικηγόρος (τουτέστιν άνθρωπος που ενεπλάκη στα πλοκάμια των νόμων), μας τοποθετεί στο κέντρο της προβληματικής.

Πότε θεωρούμε ότι έχει αποδοθεί δικαιοσύνη; Πότε καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως βρεθήκαμε μπροστά σε μια δικαστική πλάνη; Πότε αντιληφθήκαμε πως γίναμε μάρτυρες μιας κακοδικίας; Για έναν επαγγελματία των νομικών διαδικασιών όλα τούτα είναι μέρος της καθημερινής τύρβης του επαγγέλματος. Μόλις τελειώσει μια υπόθεση ξεκινάει μια άλλη και μια άλλη. Πόσο θα καταναλώνεις φαιά ουσία για τους Ντρέιφους αυτού του κόσμου;

Μπορεί κάποιος που έχει στους τραπεζικούς του λογαριασμούς 30.000 ευρώ να ανακτήσει την ελευθερία του έστω και προσωρινά;

Ωστόσο, αυτό που μένει πληγωμένο είναι το κοινό περί δικαίου αίσθημα. Έπρεπε να μείνει στη φυλακή ο σκηνοθέτης Δημήτρης Λιγνάδης από τη στιγμή που καταδικάστηκε για δύο βιασμούς και αθωώθηκε για δύο άλλους; Τα 12 χρόνια καταδίκης (ή, έστω, μέρος αυτών) δεν πρέπει να εκτελεστούν εντός του κελιού και όχι στην ελευθερία του σπιτιού του; Μπορεί κάποιος που έχει στους τραπεζικούς του λογαριασμούς 30.000 ευρώ να ανακτήσει την ελευθερία του έστω και προσωρινά;

Η καρδιά του ζητήματος βρίσκεται στο εξής σημείο: ο σκηνοθέτης δεν έφυγε από την πίσω πόρτα. Δεν χρησιμοποίησε κάποιο δικηγορικό τερτίπι ο συνήγορός του για να τον απελευθερώσει. Ο ίδιος, δε, θυμίζει πως «πάτησε» πάνω σε έναν νόμο που είχε ψηφίσει ο ΣΥΡΙΖΑ. Σύμφωνα με άρθρο του συγκεκριμένου νόμου, ο νομοθέτης  διατάσσει τους Δικαστές και τα Δικαστήρια να αποφασίζουν υποχρεωτικά την αναστολή εκτελέσεως της ποινής όταν ο κατηγορούμενος που καταδικάστηκε πληροί κάποιες προϋποθέσεις (δεν είναι ύποπτος φυγής, δεν υπάρχει φόβος να διαπράξει εκ νέου ανάλογο αδίκημα και κάμποσα άλλα).

Το δικαστήριο -κάθε δικαστήριο- δεν είναι το ντιβάνι του ψυχαναλυτή. Δεν κρίνει τη ψυχή του ανθρώπου, δεν μπορεί να εισχωρήσει στα μύχιά της, αλλά βρίσκεται μπροστά σε αντικειμενικές πράξεις και δεδομένα.

Άρα, εδώ έχουμε δύο περιπτώσεις: αν το δικαστήριο θεωρούσε πως ο σκηνοθέτης είναι σφόδρα πιθανό να προβεί ξανά σε αξιόποινες πράξεις όφειλε να τον κρατήσει πίσω από τις μπάρες. Έκρινε το αντίθετο. Το ξέρει; Όχι, διότι το δικαστήριο -κάθε δικαστήριο- δεν είναι το ντιβάνι του ψυχαναλυτή. Δεν κρίνει τη ψυχή του ανθρώπου, δεν μπορεί να εισχωρήσει στα μύχιά της (με εξαίρεση, ίσως, τους εισαγγελείς), αλλά βρίσκεται μπροστά σε αντικειμενικές πράξεις και δεδομένα. Είναι σαν μια μαθηματική εξίσωση όλο αυτό που μπορεί να βγάλει θετικό πρόσημο από κάτι ολότελα αρνητικό. Κάπως έτσι ένας καταδικασμένος μπορεί, αντί να μεταφερθεί στη στενή, να μεταβεί στο σπίτι του.

Αλήθεια, όλοι οι καταδικασμένοι; Θεωρητικά ναι, αλλά εδώ ο οικονομικός παράγοντας είναι καθοριστικός. Ο σκηνοθέτης έχει την οικονομική και κοινωνική επιφάνεια να υποστηρίξει αυτή την «έξοδο» και να την χρησιμοποιήσει υπέρ του. Υπάρχουν άλλοι καταδικασμένοι, που, μη έχοντας τέτοιες δυνατότητες, δεν καταφέρνουν να τραγουδήσουν ωσάν ελεύθερα πουλιά.

Το ότι την ίδια ημέρα που καταδικάστηκε, αποφυλακίζεται είναι μια προκλητική αλληλουχία από μόνη της.

Υπάρχει, ωστόσο, και το ηθικό κομμάτι της υπόθεσης. Κάτι σαν το γνωστό: ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό; Το ότι την ίδια ημέρα που καταδικάστηκε, αποφυλακίζεται είναι μια προκλητική αλληλουχία από μόνη της. Πώς να πειστούν, άραγε, οι πολίτες, πως η δικαιοσύνη πράττει με γνώμονα το νόμο και όχι το «όνομα» του καταδικασμένου;

Πώς να αποδεχθείς ότι η δικαιοσύνη είναι τυφλή προς όλους και δεν κλείνει το ματάκι της προς κάποιους άλλους; Εντέλει, πώς να πιστέψεις στην έννοια της δικαιοσύνης (σημαντικός αρμός της δημοκρατίας) όταν εικάζεις, βάσιμα, έστω και υπό το κράτος των συναισθημάτων, πως αυτή έχει καταβαραθρωθεί από τα ποικίλα συμφέροντα;

Εδώ έχουμε ένα μείζον θέμα που προφανώς ξεπερνάει την υπόθεση του σκηνοθέτη και εισέρχεται στην καρδιά της πίστης που οφείλει να έχει κάθε πολίτης στους νόμους. Πάνω από όλα να έχει πεποίθηση πως όλοι βρισκόμαστε κάτω από τον ίδιο ήλιο. Αν κάνεις κάτι αξιόποινο θα σε κάψει και όχι θα σε δροσίσει όπως συνέβη στη συγκεκριμένη περίπτωση και σε άλλες, ενδεχομένως, στο παρελθόν. Καλό είναι να είμαστε όλοι παιδιά της Θέτιδας χωρίς διακρίσεις.

 

 

Διαβάστε ακόμα: Sanna Marin. θα βγάζαμε εμείς πρωθυπουργό μια στυλάτη, απελευθερωμένη γυναίκα;

 

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top