«Υπήρξε καπνιστής μέχρι τα πενήντα του χρόνια και πότης “μουσωνικός” -ο χαρακτηρισμός ήταν δικός του- μέχρι την τελευταία νύχτα της ζωής του» γράφει η Ντολόρες Παγιάς για τον Πάτρικ Λη Φέρμορ.

Λεβεντιά

«Δεν θα είχα καμία αντίρρηση για ένα ποτήρι ακόμα. Θα είχες την καλοσύνη, αγαπητή μου;».

Σήκωνε το ποτήρι και ηχούσαν τα παγάκια. Δεν ωφελούσε σε τίποτα να σε ορμήνευε προηγουμένως κρυφά η Ελπίδα ή να έκανε συνωμοτικές χειρονομίες μισοκρυμμένη πίσω από την πόρτα του σαλονιού: «Φρόντιζε να πίνεις αργά, έτσι καθυστερείς το δεύτερο –ή τρίτο– ποτήρι… Ο γιατρός λέει ότι πρέπει να πίνει λιγότερο…» Το θέμα είναι ότι αυτός το παρατραβούσε, και δεν είχες άλλη επιλογή παρά να υπακούσεις. Ούτε μπορούσες να του πουλήσεις φύκια για μεταξωτές κορδέλες βάζοντας λιγότερο ουίσκι –ή τζιν ή βότκα, έπινε τα πάντα– στη σόδα ή στο τόνικ. Το αντιλαμβανόταν αμέσως και απαιτούσε να επανορθώσεις. Θύμωνε, δεν ανεχόταν να του φέρεσαι με συγκατάβαση. Σε αυτό, όπως και σε πολλά άλλα ζητήματα, ο Πάντι ήταν αδιαπραγμάτευτος. Πίσω από την όψη του εύθραυστου και ευγενικού ηλικιωμένου υπήρχε μια σιδερένια θέληση. Καμία προειδοποίηση και καμία συμβουλή δεν κατάφεραν να τον κάνουν να αλλάξει στο ελάχιστο τον τρόπο ζωής του. Και, δεδομένου ότι κουβαλούσε στην πλάτη του ενενήντα έξι περιπετειώδη και ευτυχισμένα χρόνια βίου, πρέπει να συμπεράνουμε ότι το δίκιο ήταν με το μέρος του και όχι με εκείνων που προσπαθούσαν να του παρατείνουν τη ζωή, κάνοντάς την πιο ανιαρή (τώρα που ο Πάντι έφυγε, ναι, είναι οπωσδήποτε πιο ανιαρή).

Η Ντολόρες Πάγιας μαζί με τον Πάτρικ Λη Φέρμορ.

Υπήρχαν αντικρουόμενες γνώμες για την υποτιθέμενη αντοχή του. Πολλοί τη θεωρούσαν σιδερένια. σίγουρα η μακροβιότητά του καλλιεργούσε αυτή την ιδέα. Όσοι όμως τον γνώριζαν από χρόνια έλεγαν ότι δεν υπήρξε ποτέ πολύ δυνατός. Όταν ήταν νέος, υπέφερε από διάφορες επικίνδυνες ασθένειες, ενώ κατά τη διάρκεια του πολέμου αρρώστησε σοβαρά. Πράγματι, οι γιατροί του στρατιωτικού νοσοκομείου, στο οποίο έμεινε αρκετούς μήνες, τον είχαν σχεδόν ξεγράψει. Μίλησαν για πολιομυελίτιδα, μετά για ρευματικούς πυρετούς, που οφείλονταν πιθανόν στις σκληρές συνθήκες στις οποίες έζησε όταν ήταν αξιωματικός στην Κρητική Αντίσταση: μακρές νυχτερινές πορείες στα βουνά, πολύ κρύο, σπηλιές που ανέδιδαν υγρασία, και λιγοστό φαγητό. Όχι μόνο επέζησε, αλλά, επιπλέον, με το πείσμα του κατάφερε να τον στείλουν και πάλι στην παρανομία και στην αγαπημένη του Κρήτη, «το καταφύγιό μου, εκεί όπου μουγκρίζει ο Μινώταυρος», όπου συνέχισε να κακοζεί όπως και πριν.

Υπήρξε καπνιστής μέχρι τα πενήντα του χρόνια και πότης «μουσωνικός» –ο χαρακτηρισμός ήταν δικός του– μέχρι την τελευταία νύχτα της ζωής του. Απολάμβανε το φαγητό, και σχεδόν τίποτε από αυτά που παρήλαυναν από το τραπέζι του δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ελαφρύ. Διέψευσε τις ιατρικές στατιστικές και αγνόησε όλες τις ιατρικές διαγνώσεις που του είχαν κάνει. Σχετικά με το αλκοόλ, ήταν αδύνατον να τον παραπλανήσεις. Μόλις που έβλεπε, είχε όμως αετίσιο μάτι για να εντοπίζει τα μπουκάλια. Αν η κανάτα του κρασιού εξαφανιζόταν από το τραπέζι ή η στάθμη της κατέβαινε πιο κάτω από αυτό που θεωρούσε κανονικό, το αντιλαμβανόταν αμέσως και με τόνο επιτακτικό, αλλά πάντα ευγενικό, απαιτούσε ενισχύσεις.

Οι κάτοικοι του χωριού τον θεωρούσαν σχεδόν θεϊκό, αθάνατο ον. Συνήθιζαν να λένε ότι η θέλησή του για ζωή ήταν ισχυρότερη απ’ οτιδήποτε άλλο.

Στο σαλόνι του σπιτιού του υπήρχε ένα ειδικό τραπέζι που επείχε θέση μπαρ. Στηριζόταν σε έναν τοίχο και η επιφάνειά του χανόταν κάτω από έναν τεράστιο δίσκο γεμάτο ποτά, μια παγοθήκη και ένα μπολ γεμάτο φέτες λεμονιού. Εκείνο το σημείο του σαλονιού έλκυε σαν μαγνήτης. Στη μία και μισή το μεσημέρι και στις οχτώ παρά τέταρτο το βράδυ κατευθυνόταν προς εκείνη τη γωνιά χωρίς κανένα δισταγμό. Δεν είχε σημασία πού βρισκόταν, τραβούσε προς το μπαρ με τη σιγουριά έμπειρου αόμματου που διαβάζει τη διαδρομή σε Μπράιγ. Ένιωθες τη διάθεση να ξεσπάσεις σε γέλια βλέποντάς τον καρφωμένο στην άκρη του οπλοστασίου του, με μάτια που έλαμπαν από αδημονία και τρίβοντας τα χέρια σαν ιεροτελεστής έτοιμος να μοιράσει υγρές ευλογίες.

«Εδώ είμαστε, εδώ είμαστε. Τι πρόκειται να πιούμε σήμερα, αγαπητή μου;».

***

Είχε τα χαρακτηριστικά ανθρώπου μεγάλης ζωτικότητας. Τα πρωινά έβγαινε από το δωμάτιό του γελαστός και λαμπερός σαν γαμπρός. Έπαιρνε το πρωινό του, αργότερα το απεριτίφ, μετά το μεσημεριανό, στη συνέχεια το απογευματινό τσάι (tea time), κατόπιν ένα ακόμα απεριτίφ και, τέλος, είχε ένα πλούσιο δείπνο. Δεν παρέλειπε ούτε ένα απ’ αυτά και, επιπλέον, τα απολάμβανε με μεγάλο ενθουσιασμό, σαν να ήταν το καθένα κάτι ασυνήθιστο, κάτι καινούργιο. Κι αν είχε και παρέα, τότε ακόμα καλύτερα. Λάτρευε να έχει κόσμο στο σπίτι του. Ήταν μια καλή πρόφαση για μακρές συζητήσεις και πολύ πιοτό, μαζί με ιστορίες, απαγγελίες ποιημάτων, γέλια και τραγούδια. Του άρεσε επίσης πολύ η σωματική δραστηριότητα. Ήταν κάποτε ακούραστος ταξιδευτής και εξαιρετικός κολυμβητής. Μέχρι που έφτασαν για καλά τα γεροντάματα, περπατούσε καθημερινά αρκετά χιλιόμετρα, και τις περισσότερες φορές σε ανηφορικό δρόμο (σχεδόν πάντα στην ανάβαση, αφού ζούσε στους πρόποδες του βουνού). Μια από τις διαδρομές που προτιμούσε ήταν εκείνη που οδηγεί από το σπίτι του στο Εξοχώρι και στον Άγιο Νικόλαο, ένα μικρό ξωκλήσι που βρίσκεται στην κορυφή ενός λόφου, από τον οποίο απολαμβάνει κανείς μια καταπληκτική θέα. Εδώ ήταν όπου αυτός και η γυναίκα του Τζόαν, μαζί με την Ελίζαμπεθ, τη σύζυγο του Μπρους Τσάτουιν, έθαψαν τις στάχτες του τελευταίου κάτω από μια ελιά*. Στα ογδόντα και κάτι χρόνια του εξακολουθούσε να κολυμπάει καθημερινά. και δεν επρόκειτο, βέβαια, για πλατσουρίσματα κοντά στην παραλία. Στα ενενήντα του άρχισε να χρησιμοποιεί μπαστούνι, αλλά γενικά είχαμε περισσότερες πιθανότητες να παραπατήσουμε εμείς, οι καλεσμένοι του, παρά αυτός, γιατί άφηνε το μπαστούνι του όπου να ’ναι: ακουμπισμένο στην πλάτη της καρέκλας, στα κιγκλιδώματα και στο πέτρινο τζάκι…

Οι Έλληνες ονομάζουν λεβεντιά αυτή τη ριψοκίνδυνη αγάπη για τη ζωή. Και της προσδίδουν μεγάλη σπουδαιότητα. Λεβεντιά είναι η τόλμη, μαζί με την αγάπη για τις γυναίκες, το κρασί, τα τραγούδια και το χορό.

Οι κάτοικοι του χωριού τον θεωρούσαν σχεδόν θεϊκό, αθάνατο ον. Συνήθιζαν να λένε ότι η θέλησή του για ζωή ήταν ισχυρότερη απ’ οτιδήποτε άλλο. Είναι δε βέβαιο ότι φαινόταν πως πιανόταν απ’ τη ζωή όπως οι πεταλίδες στα βράχια που υπήρχαν κάτω από τη βεράντα του. ωστόσο σε αυτή την επιθυμία του δεν υπήρχε καμία απληστία ή άγχος. Παρέμενε χαλαρός, ήρεμος, και γι’ αυτό ήταν ευχάριστο να είσαι μαζί του. Επρόκειτο μάλλον για μια έντονη επιθυμία για ζωή, μαζί με την ικανότητά του να νιώθει διαρκώς έκπληξη και θαυμασμό. Σχεδόν μετά από έναν αιώνα ζωής, και παρά τον πόλεμο και το χαμό των φίλων του, και, κυρίως, παρά το κενό που του άφησε η απουσία της Τζόαν, της εξαιρετικής συντρόφου του, η ζωή εξακολουθούσε να τον γοητεύει. Τον ενδιέφερε, του προκαλούσε κύματα ευφορίας και στιγμές ιλαρότητας. Η εξαιρετική αίσθηση χιούμορ και η ελαφρότητά του πρέπει να είχαν σίγουρα σχέση με όλα αυτά. Ήταν ειρωνικός, απόμακρος, αλλά σπάνια δηκτικός ή προσβλητικός. Η επινοητικότητά του θύμιζε την πονηριά ενός σκανταλιάρικου παιδιού.

Το βιβλίο «Πίνοντας με τον Πάτρικ Λη Φέρμορ» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Key Books.

Διατηρώ πολύ ζωηρά στη μνήμη μου την πρώτη φορά που φάγαμε μόνοι στο σπίτι. Είχα φτάσει στο ραντεβού μας με έναν ευλαβικό σχεδόν σεβασμό, αλλά και με λίγο φόβο. Ήταν ένας συγγραφέας τον οποίο θαύμαζα πολύ και, επιπλέον, ένας σεβάσμιος ηλικιωμένος άνθρωπος. Όλες οι επιφυλάξεις μου εξαφανίστηκαν όμως στο απεριτίφ, με το δεύτερο τζιν τόνικ. Κατά τη διάρκεια του φαγητού, κοντέψαμε να πνιγούμε απ’ τις φωνές –ήταν κουφός και ξεχνούσε οπουδήποτε τα ακουστικά του– και τα γέλια. Και όταν, προτού επιστρέψω στο ξενοδοχείο, του ζήτησα να μου υπογράψει δύο από τα βιβλία του, κανείς από τους δυο μας δεν κατάφερε να πει με ακρίβεια πόσο του μηνός είχαμε.

Συμφωνήσαμε στο περίπου. Πήρε τον πρώτο τόμο και έγραψε την αφιέρωση, τη μέρα, το μήνα και το έτος ανάμεσα σε ζωγραφιές από κινούμενα σύννεφα και χελιδόνια που πετούσαν. Ύστερα άνοιξε το δεύτερο βιβλίο και κοίταξε τη λευκή σελίδα με κωμική αμηχανία. «Do you think we are still on the same day?» [Νομίζεις ότι είμαστε ακόμα στην ίδια μέρα;] ρώτησε. Αποφασίσαμε πως ναι, και άρχισε πάλι να ζωγραφίζει σύννεφα και χελιδόνια. Μετά άφησε το στυλό, σήκωσε τα χέρια, κροτάλισε τα δάχτυλά του, έκανε μια χορευτική φιγούρα και άρχισε να τραγουδάει τις στροφές ενός παρισινού βοντβίλ. Τα μάτια του σπινθήριζαν σαν του γερο-διαβόλου. Μπορούσε να διακρίνει κανείς σ’ αυτά φευγαλέα το σκανταλιάρικο αγοράκι: πίσω από τον ηλικιωμένο κύριο βρισκόταν ακόμα ο πονηρούλης νεαρός. Αργότερα έγινα αρκετά συχνά μάρτυρας της ίδιας μεταμόρφωσης. Ήταν κάτι το εκπληκτικό.

Οι Έλληνες ονομάζουν λεβεντιά αυτή τη ριψοκίνδυνη αγάπη για τη ζωή. Και της προσδίδουν μεγάλη σπουδαιότητα. Λεβεντιά είναι η τόλμη, μαζί με την αγάπη για τις γυναίκες, το κρασί, τα τραγούδια και το χορό. Κανονικά, συνδέεται με το σφρίγος, το πάθος και την ορμή της νιότης. Ο Πάντι διατήρησε όμως τη λεβεντιά του μέχρι το τέλος της ζωής του.

[* Ο Πάντι δεν κατάφερε ποτέ να θυμηθεί ποια ακριβώς ελιά ήταν. Σε εκείνο το «επιμνημόσυνο πικ νικ» είχαν πιει αρκετά για να θυμάται…]

 

//Απόσπασμα από το βιβλίο της Ντολόρες Παγιάς «Πίνοντας με τον Πάτρικ Λη Φέρμορ» (μετάφραση Έλενα Αβραμίδου) το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Key Books.

 

Διαβάστε ακόμα: Πάτρικ Λη Φέρμορ – «Ένα χρέος ευτυχίας στην Καρδαμύλη»

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top