Ο Πικάσο χαρακτήρισε το βιβλίο του Απολλιναίρ ως «Το ωραιότερο βιβλίο όλων των εποχών, και, εν πάση περιπτώσει, είναι ένα βιβλίο εκπληκτικά παρανοϊκό» (εικονογράφηση από πίνακα του Mihály Zichy).

[…] Ή μέρα της εκτέλεσης έφτασε. Ό πρίγκηπας Βιμπέσκου εξομολογήθηκε, κοινώνησε, έκανε τη διαθήκη του κι’ έγραψε στους γονείς του. Υστερα έβαλαν στο κελλί του ένα κοριτσάκι δώδεκα χρονών. Του έκανε εντύπωση
αυτό, άλλα βλέποντας ότι τον άφηναν μόνο του μαζί της, βάλθηκε να την πασπατεύει.

Ηταν χαριτωμένη και του’ πε στα Ρουμάνικα, ότι ήταν άπ’ το Βουκουρέστι κι’ είχε αιχμαλωτιστεί από τους Γιαπωνέζους στις οπισθοφυλακές τών Ρώσων, όπου οι γονείς της έκαναν εμπόριο. Την είχαν ρωτήσει αν ήθελε να ξεπαρθενευτεί άπ’ ένα καταδικασμένο σε θάνατο Ρουμάνο, κι’ είχε πρόθυμα δεχτεί.

Ο Μόνυ της σήκωσε τα φουστάνια και της πιπίλισε το μικρό φουσκωμένο οργανάκι της πού δεν είχε ακόμα τρίχες πάνω του, κι’ ύστερα τη χτύπησε απαλά στα πισινά, ενώ εκείνη τον χαρχάλευε.

Ο Μόνυ της σήκωσε τα φουστάνια και της πιπίλισε το μικρό φουσκωμένο οργανάκι της πού δεν είχε ακόμα τρίχες πάνω του, κι’ ύστερα τη χτύπησε απαλά στα πισινά, ενώ εκείνη τον χαρχάλευε. Κατόπιν, έβαλε το κεφάλι του φαλλού του ανάμεσα στους παιδικούς γλουτούς της μικρής Ρουμάνας, άλλα δεν μπόρεσε αμέσως να μπει. Εκείνη τον βοηθούσε μ’ όλες της τις δυνάμεις, κουνώντας τα πισινά της και προσφέροντας για φίλημα τα μικρά στήθια της, στρογγυλά και μικρά σα μανταρίνια.

Μπήκε τελικά, μ’ ερωτική λύσσα και ό φαλλός του χώθηκε μέσα στο κοριτσάκι ανοίγοντας κι’ αυτή την παρθενιά και κάνοντας να χυθεί αθώο αίμα. Τότε ό Μόνυ σηκώθηκε κι’ όπως δεν είχε πια να ελπίζει τίποτα άπ’ την ανθρώπινη δικαιοσύνη, στραγγάλισε το κοριτσάκι, αφού πρώτα τής έβγαλε τα μάτια, ενώ εκείνη τσίριζε τρομακτικά.

Οι Γιαπωνέζοι στρατιώτες μπήκανε και τον τράβηξαν έξω. Ένας κήρυκας διάβασε την καταδικαστική απόφαση στην αυλή τής φυλακής, πού ήταν μιά παλιά κινέζικη παγόδα, με καταπληκτική αρχιτεκτονική. Ή ποινή ήταν απλή: 6 κατάδικος έπρεπε να φάει μιά βεργιά από κάθε άντρα του γιαπωνέζικου στρατού τής περιοχής. Ή τοπική μεραρχία, εκείνη τη στιγμή, είχε έντεκα χιλιάδες άτομα.

Δυο όμορφοι και κουνιστοί, κάτασπροι, γυναικείοι, παριζιάνικοι πισινοί, πρόβαλαν στα θαμπωμένα βλέμματα των φαντάρων.

Κι’ όπως ό κήρυκας διάβαζε, ο πρίγκηπας ξαναθυμήθηκε τη δραστήρια ζωή του. Τις γυναίκες στο Βουκουρέστι, το Σέρβο ύποπρόξενο, το Παρίσι, τη δολοφονία στο τραίνο, τη Γιαπωνεζούλα στο Πόρτ – Άρθουρ, όλα αυτά ήρθαν να χορέψουν μες τη μνήμη του.Ένα άπ’ αυτά τα γεγονότα άκριβολογήθηκε περισσότερο. Θυμήθηκε τη λεωφόρο Μαλέρμπ. Ή Κουλκουλίνα, μ’ ανοιξιάτικο φουστάνι, να κατεβαίνει προς τη Μαντελέν κι αυτός νά της λέει:

— Άν δε σας κάνω συνέχεια είκοσι φορές έρωτα, τότε έντεκα χιλιάδες βέργες ή έντεκα χιλιάδες παρθένες ας με τιμωρήσουν.

Δεν είχε κάνει έρωτα συνέχεια είκοσι φορές κι’ έτσι ήρθε ή μέρα, όπου έντεκα χιλιάδες βέργες θά τον τιμωρούσαν. Στεκόταν εκεί ονειροπαρμένος, όταν οι στρατιώτες τον άρπαξαν και τον έφεραν μπρος στους δημίους του. Οι έντεκα χιλιάδες Γιαπωνέζοι είχαν παραταχθεί σε δυό στίχους, ό ένας απέναντι άπ’ τον άλλο. Κάθε άντρας βαστούσε ένα ελαστικό μαγγούρι. Έγδυσαν τό Μόνυ, κι’ υστέρα τον υποχρέωσαν να περπατήσει μέσα σ’ αυτόν το φριχτό δρόμο, σχηματισμένον από δήμιους. Τα πρώτα χτυπήματα μόλις πού τον έκαναν να τρέμει. Χτυπούσαν πάνω σε μιά μεταξένια επιδερμίδα, αφήνοντας του σκούρα μελανά σημάδια. ‘Άντεξε στωικά τις πρώτες χίλιες βιτσιές, κι’ υστέρα έπεσε χάμω, μέσα στο αίμα του, με τον φαλλό του σηκωμένο.

Ο Γκιμιώμ Απολλιναίρ διά χειρός του ζωγράφου Jean Metzinger, το 1911 (Φωτογραφία: Wikipedia).

[…] Δυο όμορφοι και κουνιστοί, κάτασπροι, γυναικείοι, παριζιάνικοι πισινοί, πρόβαλαν στα θαμπωμένα βλέμματα των φαντάρων. Χωρίς βία και πάθος, οι Γιαπωνέζοι στρατιώτες άρχισαν να χτυπάνε απαλά τους δυο χαριτωμένους κώλους πού κουνιόντουσαν σαν μεθυσμένα φεγγάρια κι’ όταν τα όμορφα κορίτσια πήγαν να σηκωθούν, φάνηκαν από κάτω οι τρίχες άπ’ τα φύλα τους, πού χασμουριόντουσαν τεμπέλικα.

Τα χτυπήματα σφύριζαν στον αέρα και πέφτοντας απάνω τους, όχι πολύ δυνατά, σημάδευαν με μιαν ερεθιστική κοκκινίλα τους χοντρούς και σφιχτούς παριζιάνικους γλουτούς. Οι κοκκινίλες εξαφανίζονταν αμέσως, για να ξαναεμφανιστούν στο επόμενο χτύπημα.

Όταν ερεθίστηκαν αρκετά, δυό αξιωματικοί του γιαπωνέζικου στρατού, τις πήραν κάτω από μιά σκηνή και κει τους κάναν έρωτα κάπου δέκα φορές, σαν πεινασμένοι άντρες μετά από μιά μακρόχρονη σεξουαλική πείνα.

Οι Γιαπωνέζοι αυτοί αξιωματικοί, ήταν ευγενείς, από μεγάλες οικογένειες. Είχαν κάνει κατασκοπεία στη Γαλλία και γνώριζαν καλά το Παρίσι. Ή Κουλκουλίνα κι’ ή Άλεξίνα δε δυσκολεύτηκαν να τους πείσουν να τους παραδώσουν το σώμα του πρίγκηπα Βιμπέσκου, πού τον δήλωσαν για ξάδελφο τους και τον αγαπούσαν σαν αδελφές.

Ανάμεσα στους αιχμαλώτους ήταν κι’ ένας Γάλλος δημοσιογράφος, ανταποκριτής μιας επαρχιακής εφημερίδας. Πριν άπ’ τον πόλεμο ήταν γλύπτης, και τον έλεγαν Ζενμολαί. Ή Κουλκουλίνα τον παρακάλεσε να φτιάξει ένα μνημείο, αφιερωμένο στη μνήμη του πρίγκηπα Βιμπέσκου.

Το μαστίγωμα ήταν το μόνο πάθος του Ζενμολαί. Ζήτησε άπ’ τήν Κουλκουλίνα να τη μαστιγώσει. Εκείνη δέχτηκε.

Το μαστίγωμα ήταν το μόνο πάθος του Ζενμολαί. Ζήτησε άπ’ τήν Κουλκουλίνα να τη μαστιγώσει. Εκείνη δέχτηκε κι’ ήρθε τη συμφωνημένη ώρα με τήν Άλεξίνα και τον Καρναμπώ. Οι δυο γυναίκες κι’ οι δυο άντρες γδύθηκαν τσίτσιδοι. Ή Άλεξίνα καΐ ή Κουλκουλίνα ξάπλωσαν πάνω σ’ ένα κρεβάτι μπρούμυτα, με το κεφάλι κάτω και τά πισινά ψηλά κι’ οι δυο ρωμαλέοι Γάλλοι, οπλισμένοι με βέργες, άρχισαν να τις χτυπάνε με τέτοιο τρόπο, ώστε οί περισσότερες βιτσιές πέφταν ανάμεσα στους γλουτούς τους ή πάνω στ’ όργανά τους, πού έξ αιτίας της στάσης τους πρόβαλε προκλητικά. Εκείνοι χτυπούσαν κι’ ερεθίζονταν σιγά – σιγά. Οι δυό γυναίκες υπέφεραν άπ’ το μαρτύριο, άλλα μονάχα ή ιδέα ότι τα βάσανα τους θα είχαν σαν αποτέλεσμα ένα αξιόλογο μνημείο γιά τό Μόνυ, τις έκανε ν’ αντέξουν μέχρι τέλος τή δύσκολη αυτή δοκιμασία.

Ύστερα ό Ζενμολαι κι’ ό Καρναμπώ, καθήσανε και πρόσφεραν τους γεμάτους νέκταρ φαλλούς τους, στις γυναίκες για πιπίλισμα, ενώ συνέχιζαν συγχρόνως να χτυπάνε τους πισινούς των δυό όμορφων κοριτσιών, πού έτρεμαν άπ’ τον πόνο και την ηδονή. Την άλλη μέρα, ό Ζενμολαι στρώθηκε στη δουλειά και σύντομα ετοιμάστηκε ένα θαυμάσιο μνημείο. Πάνω του φάνταζε το έφιππο άγαλμα του πρίγκηπα Μόνυ.

 

//Το απόσπασμα προέρχεται από το βιβλίο του Γκιγιώμ Απολλιναίρ «Οι έντεκα χιλιάδες βέργες/Οι έρωτες ενός Οσποδάρου, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ερατώ. 

 

Διαβάστε ακόμα: Νίκος Καρούζος, «είμαι ένας παλαιός οραματιστής».

 

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top