Αριστερά: η Λάρα Ταμπακοπούλου (φωτογραφία: Σταύρος Νιφλής). Δεξιά: η μητέρα της με τον Τίμοθι Λίρι.

Η Λάρα Ταμπακοπούλου διηγείται τη ζωή της και ακούω με κομμένη την ανάσα. Πιστεύω ότι και το μεγαλύτερο ποσοστό των αναγνωστών που θα διαβάσει αυτή τη συνέντευξη θα νιώσει ότι βλέπει σινεμά – αλλά this is a true story.

Γνωρίζω τη Λάρα από πολύ μικρή διότι έτυχε να πάμε στο ίδιο σχολείο. Θυμάμαι ένα ξανθό κορίτσι που πάντα πίστευα πως μπορεί να μην είναι και Ελληνίδα – έμοιαζε σαν από άλλη χώρα ανάμεσά μας. Η αλήθεια είναι πως η ίδια ένιωθε αρχικά «ξένη» όχι όμως για εμφανισιακούς λόγους.

Είναι η κόρη της Τζοάννα και όσα έχει ζήσει που έμαθα τώρα – δεν κάναμε παρέα μικρές, απλώς λέγαμε ένα «γεια» γιατί ήταν έναν χρόνο μεγαλύτερη – είναι απολύτως κινηματογραφικά. Είναι μια γυναίκα με μεγάλη δύναμη και ευαισθησία, που κατάφερε να διυλίσει μια ζωή με στροφές απίστευτες για να ισορροπήσει, μια γυναίκα που η μοίρα της επιφύλαξε εμπειρίες πρωτόγνωρες.

Όταν έμαθα από τον κοινό μας φίλο, τον συγγραφέα Γιάννη Πάππο την ιστορία της, την αναζήτησα.  Η αφορμή ήταν το “My Psychedelic Love Story” – μια ιστορία ζωής σαν ταινία και μια ταινία από την αληθινή ζωή. To “My Psychedelic Love Story” (2020) | SHOWTIME είναι ένα ντοκιμαντέρ με πρωταγωνίστρια την Τζοάννα Χάρκουρτ-Σμιθ, τη μητέρα της, η οποία αφηγείται την περιπέτειά της στο πλευρό του Τίμοθι Λίρι, ενός ανθρώπου που αναζητούσε η CIA και το FBI για πολλά χρόνια, ενός επιστήμονα που δίχασε.

Ήταν άραγε ένας τολμηρός άνδρας που επιχείρησε να αλλάξει το μυαλό της συντηρητικής Αμερικής ή ένας λαοπλάνος; Οποιος έχει την τύχη να δει αυτή την καταπληκτική ταινία, θα μπορέσει να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα. Η Λάρα ξετυλίγει το νήμα και το σασπένς κρατά μέχρι τέλους. Η αυτοβιογραφία της Τζοάννα Χάρκουρτ-Σμιθ έχει μεταφραστεί στα ελληνικά και εκδίδεται από την Athens Voice.

«Η μητέρα και ο πατέρας μου έκαναν έναν πολύ μεγάλο γάμο στο Lausanne Palace – έναν γάμο τόσο φαντασμαγορικό με τον Πρίγκιπα Ρενιέ παρόντα».

Ας πιάσουμε το νήμα από την αρχή. Πού γεννήθηκες;

Γεννήθηκα στην Ελβετία, στη Λωζάνη. Η μητέρα μου ζούσε εκεί με την οικογένειά της και ο πατέρας μου, ο Νίκος Ταμπακόπουλος, σπούδαζε εκεί – τον είχαν στείλει οι γονείς του εσωτερικό στην Ελβετία, όταν ήταν εφτά χρονών.

– Μάλλον δεν θα είναι εύκολο για ένα παιδί να φεύγει για να είναι εσωτερικό κάπου μακριά από τους γονείς του…

Σίγουρα και πιστεύω πως αυτό κάπως «έκλεισε» τον πατέρα μου συναισθηματικά. Αυτό έγινε διότι η γιαγιά μου που είχε χωρίσει τον Ταμπακόπουλο, είχε παντρευτεί τον Τάκη Καρέλλα. Το 1950, ο μπαμπάς μου ήταν 6 χρονών και τότε οι Καρελλαίοι ζούσαν στην Αμερική, γιατί είχαν ένα εργοστάσιο. Η γιαγιά μου έπρεπε να φύγει λοιπόν για να είναι με τον άνδρα της στην Αμερική και έτσι αποφάσισε να βάλει το παιδί εσωτερικό στην Ελβετία πάρα πολύ μικρό. Το αστείο δε της μοίρας είναι ότι στο ίδιο δημοτικό που πήγε, ήταν και η μαμά μου εκεί.

– Αλήθεια; Γνωρίζονταν δηλαδή από μικρά παιδιά;

Από μικρά παιδιά αλλά δεν θυμούνται ο ένας τον άλλον από εκείνη την περίοδο! Μερικά χρόνια μετά, σε μια μεγάλη παρέα Ελλήνων στη Λωζάνη, γνωρίστηκαν και ερωτεύτηκαν σφόδρα. Η μητέρα μου έμεινε έγκυος αλλά δημιουργήθηκαν αντιδράσεις… οικογενειακές. Και οι δυο γιαγιάδες επιστρατεύτηκαν στην Ελβετία για να πείσουν τη μέλλουσα μαμά να μην κρατήσει το μωρό. Η μητέρα και ο πατέρας μου όμως είχαν αποφασίσει ότι ήθελαν και δεν άκουγαν κανέναν. Έτσι έκαναν έναν πολύ μεγάλο γάμο στο Lausanne Palace – έναν γάμο τόσο φαντασμαγορικό με τον Πρίγκιπα Ρενιέ παρόντα! Όταν γεννήθηκα, η γιαγιά μου είχε βρει ένα ίδρυμα που ανήκε στα κεντρικά γραφεία της Nestle, στο Vevey, κοντά στη Λωζάνη όπου οι εργαζόμενοι μπορούσαν να αφήνουν τα παιδιά τους όσο έλειπαν σε επαγγελματικό ταξίδι. Χωρίς να υπάρχει κάποια σχέση με τη Nestle, η γιαγιά μου κατάφερε να με πάει εκεί για λίγο, μέχρι να παρθούν κάποιες αποφάσεις.

Αριστερά: Η μητέρα της με τον Σαρλ Αζναβούρ. Δεξιά: Μάνα και κόρη.

– Πόσο έμεινες εκεί; 

Το λίγο έγινε δέκα μήνες τελικά… αποφάσισαν τελικά να με αφήσουν. Φυσικά η μητέρα μου δεν ήθελε και αυτό της κόστισε πάρα πολύ. Όταν τελικά χώρισε με τον πατέρα μου και πήρε την κηδεμονία, ήρθε και με πήρε, ζήσαμε για λίγο στη Λωζάνη και μετακομίσαμε στην Ισπανία. Όταν ήμουν δύο χρονών, η μητέρα μου γνώρισε τον δεύτερο σύζυγό της στην Αμερική, με τον οποίο συνδέθηκα βαθιά, και ζήσαμε όλοι μαζί στην Ισπανία όπου και γεννήθηκε ο αδερφός μου.

«Γυρνώντας στην Ελβετία μείναμε με τη μητέρα μου για ένα διάστημα στο σπίτι του Κιθ Ρίτσαρντς. Η ατμόσφαιρα δεν ήταν καθόλου καλή».

– Περνούσες καλά στη Μαρμπέγια; Τα θυμάσαι αυτά τα χρόνια;

Βέβαια, περνούσα υπέροχα – θυμάμαι όμως τη μητέρα μου να λείπει συχνά και εγώ να την περιμένω πώς και πώς να γυρίσει. Αλλά όταν ήμαστε μαζί, ήταν τέλεια – της είχα μεγάλη αδυναμία. Κάποιο καλοκαίρι όταν ήμουν τεσσάρων χρονών, ήρθα στην Ελλάδα για να περάσω λίγο χρόνο με τον πατέρα μου και την οικογένειά του. Αφού  πέρασε ένας μήνας και η μητέρα μου τηλεφώνησε για να ρωτήσει πότε θα γυρίσω, η γιαγιά μου της απάντησε ότι δεν θα γυρνούσα και ότι θα έμενα μαζί της για πάντα. Τα επόμενα Χριστούγεννα πήγαμε με τη γιαγιά μου και τον παππού μου στην Ελβετία για διακοπές. Η μητέρα μου το έμαθε, έστειλε την αστυνομία η οποία και συνέλαβε τη γιαγιά μου και με παρέδωσε πίσω στη μητέρα μου.

– Τι συνέβη μετά; 

Αμέσως μετά φύγαμε για την Αμερική και τότε ξεκίνησε μια δύσκολη περίοδος. Η μητέρα μου χώρισε και έκανε σχέση με κάποιον, τον Τόμι Γουέμπερ (πρώην άνδρα της Σαρλότ Ράμπλινγκ) που είχε ήδη δυο παιδιά και ήταν κολλητός των Rolling Stones. Γυρνώντας στην Ελβετία μείναμε για ένα διάστημα στο σπίτι του Κιθ Ρίτσαρντς. Η ατμόσφαιρα δεν ήταν καθόλου καλή. Υπήρχαν πολλά ναρκωτικά και εγώ θυμάμαι να δυσανασχετώ. Κάπου εκεί, η Ανίτα Πάλεμπεργκ, η γυναίκα του Κιθ, σύστησε στη μητέρα μου τον Λίρι και ξεκίνησε το θυελλώδες ειδύλλιό τους. Τότε η μητέρα μου, για να με προστατεύσει αποφάσισε ότι δεν έπρεπε να είμαι παρούσα σε όλο αυτό και ζήτησε στον πατέρα μου για να έρθει να με πάρει για ένα διάστημα μέχρι να καταλήξει στο τι ακριβώς θα έκανε. Ήρθα στην Ελλάδα γύρω στα έξι μου, αφήνοντας πίσω μου για πάντα όσα ήξερα στη ζωή μου μέχρι τότε – μητέρα, πατριό, γιαγιά, αδελφό, φίλους ως και τον σκύλο μου – για να έρθω σε μία χώρα που δεν μιλούσα καν τη γλώσσα της.

– Πώς ζούσες στην Ελλάδα;

Δεν ήταν ωραία στην αρχή, δεν κοιμόμουν τα βράδια. Στα μέσα της χρονιάς με πήγαν στη σχολή Μωραΐτη, χωρίς να μιλάω καθόλου τη γλώσσα και να γνωρίζω κανέναν. Επίσης, ενώ η μητέρα μου προσπαθούσε να επικοινωνήσει μαζί μου τον πρώτο καιρό, η γιαγιά μου θεωρώντας ότι θα με αναστάτωνε, επενέβη για να μην έχουμε επικοινωνία. Εβαλε μάλιστα λυτούς και δεμένους, καθώς είχε εξουσία, για να της απαγορεύσουν την είσοδο στη χώρα! Έτσι την ξαναείδα για πολύ λίγο στα 15 και πλεόν στα 20 μου, ξαναβρεθήκα μαζί της ουσιαστικά. Πέρασα όλη μου την παιδική ηλικία προσπαθώντας να κατανοήσω γιατί είχε κοπεί αυτή η επαφή και γιατί κανείς μέσα στην οικογένεια δεν μιλούσε για εκείνη. Ηταν ταμπού ακόμη και να αναφερθεί το όνομά της. παρά για  μόνο, όταν έγινα 20 χρονών.

– Άρα μεγάλωσες με τον παππού και τη γιαγιά. Εάν εξαιρέσεις την έλλειψη της μητέρας, που είναι βέβαια πολύ σημαντική, είχες ευτυχισμένα παιδικά χρόνια;

Ο παππούς μου, ο Τάκης Καρέλλας, ο οποίος υπήρξε στη ζωή μου 10 χρόνια, ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος. Με αγάπησε πάρα πολύ κι εμένα αυτή η αγάπη με έθρεψε -είναι από τα πράγματα που με έσωσαν  ψυχικά, η αγάπη του και η πλήρης αποδοχή του. Η γιαγιά μου ήταν πολύ πιο αυστηρή και ελεγκτική αλλά εγώ την αγαπούσα πάρα πολύ. Ήταν δύσκολος άνθρωπος αλλά μαζί μου ήταν τρυφερή, αν και με μάλωνε συχνά γιατί ήμουν ένα ατίθασο παιδί.

Η Λάρα με τη μητέρα της σε παιδική ηλικία και η μητέρα της στον κλοιό των δημοσιογράφων.

– Τα αδέρφια σου τα έβλεπες;

Ποτέ, έχασα την επαφή με όλη μου την οικογένειά όταν ήρθα στην Ελλάδα. Ήταν σαν να μην υπήρχαν. Για να φανταστείς, η γιαγιά μου, η μητέρα της μητέρας μου πέθανε το 1977 κι εγώ το έμαθα πολύ αργότερα κατά τύχη.

– Τελειώνοντας το σχολείο τι έκανες;

Πήγα στο Deree  και έκανα Βusiness, αν και ήθελα να κάνω ψυχολογία –δίστασα όμως. Το καλοκαίρι του 1987 ήρθε η μητέρα μου στην Ελλάδα και περάσαμε μαζί δύο εβδομάδες. Μου είπε την ιστορία της και το τι συνέβη, αλλά δυσκολευόμουν να πιστέψω αυτά που έλεγε, γιατί εγώ τα είχα αλλιώς στο μυαλό μου και ένιωθα ασφαλής στη δική μου ιστορία. Είχα δημιουργήσει άμυνες μέσα μου και είχα προσδιορίσει τον κόσμο με έναν συγκεκριμένο τρόπο. Είχα αποφασίσει ότι η μητέρα μου δεν με ήθελε και ήμουν αρκετά απόμακρη. Ήταν σοκαριστική η επανασύνδεση καθώς έπρεπε να συγκεραστούν δύο διαφορετικές πραγματικότητες – κάτι που χρειάστηκε χρόνια και πολλή δουλειά για να γίνει.

«Η μητέρα μου προσπάθησε να μου ανοίξει τα μάτια για διάφορα θέματα  – για τους άντρες, τις γυναίκες, τον ρατσισμό, τη σχέση μας με τη φύση, τις κοινωνικές ανισότητες».

– Μοιάζατε και σαν άνθρωποι σε κάποια πράγματα;

Ναι, πολύ, μας άρεσαν τα ίδια πράγματα, τρώγαμε τα ίδια φαγητά, είχαμε ίδιες εκφράσεις, φοράγαμε ίδια ρούχα!

– Όταν άρχισε να σου λέει αυτή την ιστορία, εσύ ήσουν μάλλον επιφυλακτική, σωστά;

Ήμουν αρκετά επιφυλακτική, όμως ήθελα βαθιά μέσα μου να έρθει να γεμίσει αυτό το κενό. Πιστεύω ότι η ιστορία της μητέρας μου είναι ένα μάθημα για πολλούς. Τα πράγματα δεν είναι πάντα όπως νομίζουμε ότι είναι, στο βάθος υπάρχει μια αλήθεια, η οποία διέπει το σύμπαν μας. Και η αγάπη για το παιδί είναι εκεί, εάν την ψάξεις, θα τη βρεις. Φυσικά και είχα πληγωθεί και ήμουν πολύ θυμωμένη με τη μητέρα μου. Αναζητήσαμε υποστήριξη με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους.

– Η τρυφερότητα που εκφράζεις, δείχνει έναν άνθρωπο που έχει δουλέψει πολύ με τον εαυτό του.

Η μητέρα μου έχει φύγει από τη ζωή πριν από δύο χρόνια. Διαβάζοντας ξανά και ξανά τα γράμματα που είχε στείλει κατά καιρούς, που ήταν γραμμένα με βαθιά μητρική αίσθηση, με προστατευτικότητα και με πρόθεση να με καθοδηγήσει και να μου ανοίξει τα μάτια για διάφορα θέματα  – για τους άντρες, τις γυναίκες, τον ρατσισμό, τη σχέση μας με τη φύση, τις κοινωνικές ανισότητες – αντιλαμβάνομαι κάτω από τα γεγονότα που μου είχαν δημιουργήσει μία δυσμενή εικόνα, η μητέρα  μου δεν έπαψε ποτέ να είναι μητέρα.

– Αυτά τα 30 χρόνια που ζήσατε μαζί με τη γιαγιά, περάσατε και δύσκολα αλλά συνδέθηκες πολύ μαζί της, έτσι δεν είναι;

Φυσικά – δεν είχα και άλλη επιλογή. Μάλιστα μία από τις φορές που ήρθε η μητέρα μου στην Ελλάδα και ήταν στα τελευταία της, πήγε και την επισκέφτηκε. Μόλις την είδε η γιαγιά μου, άρχισε να κλαίει. «Δεν ξέρεις πόσο όμορφη ήταν», μου έλεγε η γιαγιά. Μετά άρχισαν να μιλούν για τα παλιά, συγκινημένες και οι δυο, μετανιωμένες, ώσπου η μητέρα μου πήγε και κάθισε δίπλα της, της έπιασε το χέρι και τη φίλαγε! Ήταν αληθινά πολύ συγκινητικό. Ηταν παρών και ο πατέρας μου.

Η Λάρα Ταμπακοπούλου με τον μεγαλύτερο ντοκιμαντερίστας της Αμερικής, τον Errol Morris.

– Με τα αδέρφια σου επανασυνδέθηκες ποτέ;

Ναι, με τον αδερφό μου τον Αλέξη, που τον αποχωρίστηκα όταν ήμασταν παιδιά. Τον «ξαναγνώρισα» όταν ήταν 16 χρονών, που πήγαμε στη μητέρα μου κάποια Χριστούγεννα και τα περάσαμε όλοι μαζί. Επανασυνδεθήκαμε κάποια στιγμή όταν ήρθε στο Λονδίνο και έμεινε μαζί μου τρεις μήνες -και τότε τα βρήκαμε. Βλεπόμαστε συνέχεια και οι οικογένειές μας είναι πάρα πολύ κοντά. Είμαστε μεγάλο στήριγμα ο ένας για τον άλλον. Έχει μία κόρη λίγο πιο μικρή από τον μικρό μου γιο.

– Όταν ξαναβρεθήκατε με τη μητέρα σου, εκείνη τι έκανε, πού έμενε;

Έμενε στην Αμερική και μετά στην Ισπανία Τα τελευταία 40 χρόνια, ζούσε στη Σάντα Φε, στο Νέο Μεξικό. Εκεί πραγματικά στέριωσε, βρήκε θαλπωρή σε μια κοινωνία που την αγάπησε, έγραψε το βιβλίο της, πριν από 16 χρόνια περίπου. Το 1983 απεξαρτήθηκε από το αλκοόλ και τα ναρκωτικά και ως μέλος των ΑΑ βοήθησε πολλούς άλλους στο ταξίδι της απεξάρτησης. Εκανε πολλές δουλειές για τα προς το ζην, καθώς την είχε απομακρύνει βάναυσα όλη της η οικογένεια, και το 2004, ξεκίνησε το πρώτο podcast του είδους του, το «Future Primitive» με συνεντεύξεις σε καταπληκτικές προσωπικότητες πάνω σε θέματα πνευματικότητας. Σήμερα, έχω αναλάβει εγώ να συνεχίσω το έργο της. Εχει έδρα την Αμερική και το podcast μπορεί να το ακούσει κάποιος στην Αpple, στο Facebook, στο Spotify και στο stie www.futureprimitive.org. Θα συμπεριλάβω και Έλληνες καλεσμένους και τα θέματα με τα οποία θα ασχοληθούμε είναι η οικολογία, η ψυχολογία, η πνευματικότητα και η ψυχεδελική επιστήμη και θεραπεία.

Η Τζοάννα Χάρκουρτ-Σμιθ (φωτογραφία: Showtime).

– Μετά τις σπουδές σου στο Deree τι έκανες;

Πήγα στην Αγγλία, έκανα ένα MBA και ένα MA σε Image and Communications ενώ παράλληλα δούλευα – ένα διάστημα στο Getty Images. Από εκεί μεταπήδησα σε freelance συνεργασίες με τα ελληνικά περιοδικά καθώς ταξίδευα σε όλον τον κόσμο, φωτογράφιζα πολύ και έγραφα παράλληλα. Το 1999 γνώρισα τον άντρα μου, το 2002 παντρευτήκαμε στην Ελλάδα. Η σχέση μου αυτή μου χάρισε δύο φανταστικά παιδιά. Ζήσαμε ένα διάστημα στην Αγγλία, ήρθαμε για λίγο στην Ελλάδα, μετά ξανά στην Αγγλία και εν τέλει στον Καναδά για πέντε χρόνια. Τα παιδιά πήγαιναν σχολείο εκεί -κι ο άντρας μου δούλευε σε ένα σχολείο επίσης. Κάπου εκεί όμως χάλασαν τα πράγματα μεταξύ μας και εκείνος γύρισε στην Αγγλία και χωρίσαμε.

«Η μητέρα μου βρήκε τον Λίρι, έναν θρύλο της εποχής ο οποίος εκείνη την εποχή ήταν και καταζητούμενος από τις αμερικανικές αρχές».

– Εσύ πότε γύρισες στην Ελλάδα;

Πριν από έναν χρόνο περίπου.

– Τα παιδιά;

Ο ένας δεν έχει τελειώσει, είναι εσωτερικός σε ένα σχολείο στην Αγγλία, στη σχολή του Krishnamurti. Είναι πάρα πολύ ενθουσιασμένος και έχει ακόμη δύο χρόνια σπουδές. Ο άλλος μένει με τον μπαμπά του στην Αγγλία. Τα βλέπω πολύ συχνά καθώς περνώ τον μισό μου καιρό.

– Η ταινία πότε έγινε;

Κάποια στιγμή με πήρε η μητέρα μου τηλέφωνο και μου είπε ότι επικοινώνησε μαζί της μία γυναίκα από το Σαντιάγκο και την ενημέρωσε ότι είχε στην κατοχή της πράγματά της. Η μητέρα μου είχε χάσει τα χαρτιά, τις φωτογραφίες της, είχε χάσει τα πάντα. Τα είχε αφήσει στο υπόγειο μιας δημοσιογράφου από το Σαν Ντιέγκο, η οποία ήθελε να γράψει ένα βιβλίο για εκείνη. Επικοινώνησε τελικά η κόρη της δημοσιογράφου, που είχε βρει τα πράγματα το 2019 και τα έστειλε στη μητέρα μου.

«Ο Λίρι ήταν πάρα πολύ αξιόλογος και πανέξυπνος – μια ιδιοφυΐα» (φωτογραφία: wsj.com).

– Ας μιλήσουμε για τον Λίρι λοιπόν.

Η μητέρα μου είχε κάτι το μαγικό, δεν ξέρω πώς να το εξηγήσω… Βρήκε τον Λίρι, έναν θρύλο της εποχής ο οποίος εκείνη την εποχή ήταν και καταζητούμενος από τις αμερικανικές αρχές γιατί είχε δραπετεύσει από τις φυλακές, και διέκρινε κάτι σε εκείνον που αγάπησε βαθιά. Ο Λίρι βρισκόταν με άσυλο στην Ελβετία και όταν κάποια στιγμή ταξίδεψαν στην Καμπούλ, στο Αφγανιστάν, η CIA συνέλαβε τον Λίρι στο αεροδρόμιο και έβαλαν και τους δύο σε ένα αεροπλάνο για το Λος Αντζελες. Ηταν μόλις 26 ετών και δεν είχε αντιληφθεί και ότι είχε να κάνει με ένα θέμα που απασχολούσε ολόκληρη την αμερικανική κυβέρνηση. Όταν προσγειώθηκαν στο ΛΑ από την Καμπούλ, της είπαν οι αρχές ότι αυτόν τον άντρα που την είχε ερωτευτεί, τον άντρα της ζωής της, δεν θα τον ξανάβλεπε εκτός φυλακής για τουλάχιστον 30 χρόνια. Ο μόνος τρόπος για να ελαφρύνει την ποινή του θα ήταν να συνεργαστεί με τις αρχές και να κατονομάσει ανθρώπους χρήσιμους για το FBI.

– Γιατί τον καταδίωκαν;

Ο Λίρι ήταν καθηγητής ψυχολογίας στο Χάρβαρντ. Κάποια στιγμή πήγε στο Μεξικό το ’50-’60 και πήρε κάποιο hallucinogenic plant και ξαφνικά του «άνοιξε» το μυαλό εντελώς. Ο εγκέφαλός μας δουλεύει με ένα μικρό φίλτρο και πράγματα όπως ο βουδισμός, οι αναπνοές, τα hallucinogenic plants -που δεν είναι ναρκωτικά-, «ανοίγουν» τον φακό του. Έτσι αρχίζεις να αντιλαμβάνεσαι διάφορα πράγματα, μέχρι πρότινος κρυμμένα από την προοπτική σου. Αυτό ήταν η βάση για να δημιουργηθεί η ψυχεδελική υποβοήθουμενη ψυχοθεραπεία. Ο Λίρι ήταν ένας από τους πρωτοστάτες. Eστησε στο Χάρβαρντ το Harvard Psilocybin Project και ξεκίνησε πειράματα με LSD και ψιλικυβίνη.

– Άρα, μιλάμε για μια ξεχωριστή φυσιογνωμία.  

Ο άνθρωπος ήταν πάρα πολύ αξιόλογος και πανέξυπνος – μια ιδιοφυΐα. Ξεκίνησε, λοιπόν, τις έρευνες στο Χάρβαρντ αλλά μετά από ένα διάστημα έγινε κάποιο λάθος και τον έδιωξαν μαζί με τον συνέταιρό του ο οποίος αργότερα έγινε γνωστός ως Ram Das. Επίσης, ο Λίρι είχε συγκεκριμένη διαίσθηση για όλο αυτό, φοβήθηκε ότι αυτές οι ουσίες θα έβγαιναν στους δρόμους και θα χρησιμοποιούνταν από το κοινό σε λάθος συνθήκες και έτσι έφθασε στο Κογκρέσο για να τους προειδοποιήσει. Δεν τον άκουσαν γιατί δεν κατάλαβαν τη δύναμη που είχαν αυτές οι ουσίες μέχρι πολύ αργότερα όταν και τις απαγόρεψαν. Δυστυχώς η απαγόρευση κόστισε στις υποσχόμενες έρευνες για την ψυχική υγεία εφόσον δεν μπορούσαν ούτε τα νοσοκομεία και πανεπιστήμια να συνεχίσουν.

«Όταν δραπέτευσε ο Λίρι, η μητέρα μου αναγκάστηκε κάτω από δύσκολες συνθήκες να συνεργαστεί με το FBI».

– Η μητέρα σου πώς αντέδρασε σ’ όλο αυτό; 

Η μητέρα μου, όταν πια εκείνος φυλακίστηκε, για να τον βγάλει έπρεπε να μιλήσει, και εκείνη και αυτός, για κάποιους – να τους «δώσουν» δηλαδή. Ο Λίρι, πέντε χρόνια πριν γνωρίσει τη μητέρα μου, ήταν στην Αμερική και ο Nίξον ήθελε να τον βάλει φυλακή για να τον σωπάσει. Ο Λίρι ήθελε οι άνθρωποι να είναι ελεύθεροι, να έχουν ελεύθερη σκέψη χωρίς να τους περιορίζει το σύστημα και αυτό το μήνυμα είχε αρχίσει να γίνεται επικίνδυνο για την καθεστηκυία τάξη που έψαχνε την αφορμή να τον φιμώσει. Κάποια στιγμή τον έπιασαν με μισό γραμμάριο μαριχουάνας και τον έβαλαν στη φυλακή, αλλά εκείνος δραπέτευσε με τη βοήθεια μιας οργάνωσης που λεγόταν «Weathermen». Το FBI λοιπόν ήθελε να μάθει ποιος τον βοήθησε να δραπετεύσει με την ελπίδα ότι θα έβρισκαν και άλλους. Ο Λίρι στην αρχή δεν ήθελε να μιλήσει, γιατί ήξερε ότι θα καταστρέψει όχι μόνο αυτούς αλλά και την αντικουλτούρα. Όταν όμως κατάλαβε τι επρόκειτο να του συμβεί αν δεν συνεργαζόταν, έστειλε ένα τηλεγράφημα στη μητέρα μου, λέγοντας της ότι ήταν έτοιμος να συνεργαστεί.

Η Τζοάννα Χάρκουρτ-Σμιθ με τον Τίμοθι Λίρι σε κάποια ευτυχισμένη στιγμή τους (φωτογραφία: nyt.com).

– Πώς αντέδρασε; 

Τη μητέρα μου το μόνο που την ενδιέφερε ήταν να ελευθερωθεί ο άνθρωπος που αγαπούσε. Δέχτηκε να συνεργαστεί με τις αρχές κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες. Όταν τόσα χρόνια μετά, βρήκε τα κουτιά και άκουσε τις μαγνητοταινίες, ανακάλυψε ότι αν δεν συνεργαζόντουσαν, θα αναισθητοποιούσαν τον εγκέφαλο του Λίρι με ειδικά φάρμακα. Όταν με ενημέρωσε για το τι ανακάλυψε, εγώ της είπα ότι αυτό πρέπει να γίνει ταινία.

– Και κάπως έτσι φτάσαμε στην ταινία. 

Μόλις είχα δει μία σειρά που λέγεται «Wormwood», που την έχει κάνει ο μεγαλύτερος ντοκιμαντερίστας της Αμερικής, ο Errol Morris. Η σειρά αφορούσε τα πειράματα με το LSD και πώς κάλυπτε κάποια εγκλήματα που διέπραττε η ίδια η κυβέρνηση. Η μητέρα μου επικοινώνησε μαζί του και εκείνος ανταποκρίθηκε αμέσως. Έτσι ξεκίνησε η συνεργασία – επρόκειτο να το κάνουν μία σειρά οκτώ επεισοδίων με ηθοποιούς, συν το πραγματικό υλικό. Μάλιστα ήθελαν να κάνουν cast στον Μάλκοβιτς για να υποδυθεί τον Λίρι.

«Το έργο για τη σχέση της με τον Λίρι βγήκε δύο εβδομάδες μετά τον θάνατό της».

– Το project πώς προχώρησε; 

Τον Δεκέμβριο του 2019 την κάλεσε ο Μόρρις στη Βοστόνη όπου και πραγματοποίησε 20 ώρες μαγνητοφωνημένες συνεντεύξεις. Τον επόμενο Μάρτιο ήρθε ο κορωνοϊός και το project άλλαξε μορφή καθώς κανείς δεν μπορούσε να ταξιδέψει και φυσικά δεν μπορούσε να γίνει κάστινγκ. Σημειωτέον ότι εκείνη την εποχή η μητέρα μου είχε διαγνωστεί με καρκίνο. Περάσαμε μαζί εκείνα τα Χριστούγεννα που χωρίς να το γνωρίζουμε ήταν τα τελευταία της. Ο Errol Morris και εκείνη συνδέθηκαν πολύ κάνοντας το έργο μέσα στον κορωνοιό και ο θάνατός της του κόστισε πολύ. Τον ενδιέφερε ιδιαιτέρως η δική της προσωπικότητα και ονειρευόταν να γυρίσουν μαζί τον κόσμο για την προβολή του ντοκιμαντέρ. Δυστυχώς, το έργο βγήκε δύο εβδομάδες μετά τον θάνατό της, τον Νοέμβριο του ’20.

– Έχει παιχτεί στην Αμερική;

Παίζεται τώρα. Στην Ελλάδα δεν ξέρω αν θα βγει, γιατί είναι θέμα του Showtime.

– Ήταν παράξενο που την έβλεπες να μιλάει για τα χρόνια που δεν ήσουν μαζί της;

Ναι, ήταν επίπονο. Επειδή όμως είχαμε συνδεθεί πολύ πλέον, αντιλαμβανόμουν πως η εποχή για την οποία μιλούσε ήταν ένα σημαντικό κομμάτι για εκείνη χωρίς να σημαίνει πως εμένα τότε δεν με σκεφτόταν ή δεν με αγαπούσε. Αλλωστε, ποια είμαι εγώ για να την κατηγορήσω; Κανείς δεν έχει δικαίωμα να κατηγορεί, γιατί κανείς δεν μπορεί να ξέρει τι έχει περάσει ή τι έχει ζήσει κάποιος, τι τον ώθησε να πράξει με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Νιώθω την αγάπη της πάρα πολύ δυνατή μέσα μου, ίσως γιατί έχουν σβηστεί όλες οι σκιές και έχει μείνει  το βελούδινο άγγιγμα της αγάπης.

 

Διαβάστε ακόμα: Ιωάννα Παππά. «Ένας καλλιτέχνης δεν μπορεί να στηρίξει μόνος του τον εαυτό του οικονομικά».

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top