Ζαν Κοκτό: Ήταν ο άνθρωπος που, όταν τον ρώτησαν, «Αν έπιανε φωτιά το σπίτι σας, ποιο θά ‘ταν το αντικείμενο που θα θέλατε πρώτo να σώσετε;» απάντησε: «Τη φωτιά».

Ζαν Κοκτό: Ήταν ο άνθρωπος που, όταν τον ρώτησαν, «Αν έπιανε φωτιά το σπίτι σας, ποιο θά ‘ταν το αντικείμενο που θα θέλατε πρώτo να σώσετε;» απάντησε: «Τη φωτιά».

Η πιο χαμένη από όλες τις μέρες είναι εκείνη που δεν γελάσαμε. Στο σκατό που χτυπάει καθημερινά τον ανεμιστήρα έρχεται το χιούμορ, ως άλλο Ariel, να γίνει το αντίδοτο στη μελαγχολία των θνητών. Το κωμικό δεν είναι πλέον μια γιορτή του λαού ή του πνεύματος, αλλά έγινε κοινωνικό αίτημα. Σήμερα, τα πάντα βγάζουν γέλιο: απαγωγές, πείνα, ανεργία, ρατσισμός, ανία, τρομοκρατία.

Πριν αυτό λεγόταν μαύρο χιούμορ. Σε μας λέγεται πλάκα σκέτη. Καλό γούστο; Τι είναι αυτό; Σεβασμός; Να μην ακούω αηδίες! Ευγένεια; Για τους άλλους! Το γέλιο, και το να κάνεις τον άλλο να γελά, έγινε σπορ. Και μάλιστα αγωνιστικό. Μικρή αγγελία σε μαλαισιανή εφημερίδα: «Ζητείται πιλότος για δίωρη απασχόληση». «Τι κάνει ο μπαμπάς σου; -Μιλάει στην τηλεόραση. –Είναι παρουσιαστής; -Όχι, όμηρος».

Οι Δυτικοί έχουν το χιούμορ πικρό. Στο ρυθμό μιας καταστροφής, μιας φρικαλεότητας, μιας δολοφονικής απόπειρας τη μέρα, θωρακίζονται, μαθαίνουν να παίρνουν το θάνατο απ’ την καλή του πλευρά. Στο γραφείο, κάποτε, στεναχωρημένη μια φίλη έλεγε ότι έχασε τρεις αγαπημένους της ανθρώπους στους Δίδυμους Πύργους και βγάζει να μας δείξει την πουδριέρα που της έστειλαν από τη Νέα Υόρκη ως αναμνηστικό. «Τι είναι αυτό; Οι στάχτες;» θεώρησε σκόπιμο να ρωτήσει ένας συντάκτης.

reneemoss-

Νικολά Σαμφόρ: “Η πιο χαμένη από όλες τις μέρες είναι εκείνη που δεν γελάσαμε”. Illustration: Renee Moss

Ο κόσμος μας αποδραματοποιεί το πραγματικό και αποστασιοποιείται πονηρά από τα γεγονότα. Μετά από εκείνα του Δεκεμβρίου, επί τσουλουφονίφτη Παυλόπουλου, κυκλοφόρησε στο Διαδίκτυο πανό στο οποίο αναγραφόταν «Όχι άλλο Πλιάτσικα». Άλλοτε, υπήρχαν αιτίες δυσαρέσκειας ή θυμού. Τώρα, υπάρχουν μόνον αφορμές για μπούγιο. Άλλοτε, το μαύρο χιούμορ προοριζόταν μόνο για μερικούς κύκλους μυημένων, όπως οι διανοούμενοι και οι καλλιτέχνες. Τώρα, κατέβηκε στο δρόμο, έγινε του συρμού.

Το 18ο αι., ο Chamfort γράφει στους «Μικρούς Φιλοσοφικούς Διαλόγους» του: «Θα του έκανα ευχαρίστως κακό. –Μα εκείνος δεν σας έκανε ποτέ. –Κάποιος πρέπει να κάνει την αρχή».

Παλιά, ήταν «η ευγένεια της απελπισίας». Ένα από τα έργα που είχε ανεβάσει ο Τριστάν Μπερνάρ στο θέατρό του δεν πήγαινε καλά. Καθώς ένας φίλος του ζητούσε εισιτήρια, τα έδωσε λέγοντας: «Ελάτε, όμως, οπλισμένος. Το μέρος είναι έρημο». Ο Μοριάκ, την επαύριο του θανάτου του Ζιντ, έλαβε το παρακάτω τηλεγράφημα: «Κόλαση δεν υπάρχει. Μπορείς να διασκεδάσεις. Ειδοποίησε και τον Κλοντέλ. Υπογραφή: Αντρέ Ζιντ». Όπως έλεγε ο Μπερξόν, ο χιουμορίστας είναι ένας ηθικολόγος που μεταμφιέζεται σε σοφό.

cat-gide

Ο Μοριάκ, την επαύριο του θανάτου του Ζιντ (φωτό), έλαβε το παρακάτω τηλεγράφημα: «Κόλαση δεν υπάρχει. Μπορείς να διασκεδάσεις. Ειδοποίησε και τον Κλοντέλ. Υπογραφή: Αντρέ Ζιντ».

Στη δεκαετία του ’20, οι σουρεαλιστές πήγαιναν να δούνε το «Κβο Βάντις» μόνο και μόνο για να χειροκροτήσουν, όταν οι Χριστιανοί θα ρίχνονταν στα λιοντάρια (7-0). «Θάνατος στους ακρωτηριασμένους», φώναζε ο Μπεντζαμίν Περέ το 1919. Ήταν όχι τόσο το μαύρο χιούμορ όσο μια εξέγερση κατά των κατεστημένων αξιών μιας κοινωνίας παρηκμασμένης, μια διαμαρτυρία κατά του πατριωτικού κομφορμισμού των μεταπολεμικών χρόνων.

Το σημερινό ελληνικό γέλιο δεν είναι τόσο υγιές. Δεν φιλοδοξεί να κάνει tabula rasa ενός γέρικου κόσμου. Είναι άνετο και ανώδυνο, δίχως άρνηση ούτε μήνυμα, κουρασμένο, μοιρολατρικό. Μια μέρα, η φίλη μου μπαίνει σ’ ένα μπαρ. Τη βλέπει ένας τύπος και αναφωνεί: «Όχι, ρε πούστη, η Ναταλία». «Εμένα είπατε πούστη;» του κάνει η φίλη μου. «Γιατί; Σε λένε “ρε”;»

Το σημερινό δυτικό γέλιο είναι ένα εμβόλιο ενάντια στον τρόμο. Γιατί, όπως λέει ο Butor, «Αυτός που δεν γελάει θα γίνει βορά των λύκων». Ωστόσο, παρά την απλότητά του, εξακολουθεί να ενοχλεί. Γιατί εξακολουθεί να μην μπορεί να ανεχτεί τις απολυτότητες.

Την εποχή που ο μακαρίτης ο Τρίτσης ήταν Δήμαρχος, βρέθηκε κάποια στιγμή σ’ ένα σπίτι κι άρχισε ν’ αναπτύσσει στην ομήγυρη τα σχέδιά του για την πεζοδρόμηση της Πανεπιστημίου. Μια από τις κυρίες που τον κοίταζαν με θαυμασμό τον διακόπτει: «Μα καλά, κύριε Τρίτση, κι όσα αυτοκίνητα θέλουν να περάσουν απ’ τη μια πλευρά στην άλλη;» Οπότε πετάγεται ο Κώστας ο Μητρόπουλος και αποσαφηνίζει: «Α, κυρία μου, όποιος πέρασε, πέρασε!» Η κυρία θεωρεί ότι το ερώτημά της παραμένει ακόμα αναπάντητο.

Το σύγχρονο δυτικό χιούμορ, που στην πραγματικότητα είναι γέλιο πένθους, αρχίζουμε να τ’ ακούμε την επαύριο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στα σαλόνια και τα καμπαρέ των Αγγλογάλλων. Ένα χάπι ευφορίας, για να ξεχαστούν οι εκατόμβες. Όπως η ιστορία του τύπου που συμμετέχει σ’ ένα προσκύνημα στο Άουσβιτς, για να τιμήσει τη μνήμη του πατέρα του που πέθανε πέφτοντας από το παρατηρητήριο του στρατοπέδου.

Το black humour είναι κακόγουστο. Το καλό γούστο είναι για τις εκλεπτυσμένες εποχές, για τη γλύκα της ζωής. Στον αυλικό που του έλεγε «Σερ, πρέπει κι εγώ να ζήσω» ο Λουδοβίκος ΙΕ΄ απαντούσε: «Γιατί; Δεν βλέπω το λόγο». Ήταν η ειρωνεία της Αυλής, η κακία του σαλονιού. Το 18ο αι., ο Chamfort γράφει στους «Μικρούς Φιλοσοφικούς Διαλόγους» του: «Θα του έκανα ευχαρίστως κακό. –Μα εκείνος δεν σας έκανε ποτέ. –Κάποιος πρέπει να κάνει την αρχή».

 Στον αυλικό που του έλεγε «Σερ, πρέπει κι εγώ να ζήσω» ο Λουδοβίκος ΙΕ΄ απαντούσε: «Γιατί; Δεν βλέπω το λόγο».

Όταν, όμως, βγαίνουμε από μια αποκάλυψη για να μπούμε σε μια άλλη, δεν έχουμε το χρόνο να είμαστε κακοί με κομψότητα. Στην περίπτωση αυτή, εκείνο που χρειάζεται είναι ένα αντι-κατακλυσμιαίο γέλιο. Τότε με την Αιθιοπία λέγαμε: «Τι κάνει ένας Αιθίοπας, όταν βρίσκει ένα μπιζέλι; -Ανοίγει σουπερμάρκετ».

Το μαύρο χιούμορ ενθαρρύνεται από την υπερπληροφόρηση, που σκληραίνει τις καρδιές, που κάνει τις σφαγές και την απόγνωση κοινότοπες. Ενώ το δελτίο ειδήσεων έδειχνε ένα ρεπορτάζ για τη Βηρυτό, όπου έβλεπες ένα κοριτσάκι να κλαίει εν μέσω των ερειπίων, κάποιος πέταξε: «Ψάχνει την καμήλα του». «Τι άκουγε ο μικρός Αντρέας τότε στο σεισμό; -Rolling Stones».

MHTROPYLOs

Ο ανυπέρβλητος Κώστας Μητρόπουλος για το ΕΘΝΟΣ.

Το επικοινωνιακό τσίρκο αγκαλιάζει τα συμβάντα και σε προτρέπει να καγχάζεις μπροστά στο αποτρόπαιο. Η απόλαυση της συζήτησης δεν φαίνεται να είναι πια το ζητούμενο. Αφηγητές ιστοριών σε κύκλους φίλων σαν τον Όσκαρ Ουάιλντ ή τον Κοκτό, δεν υπάρχουν, γιατί δεν υπάρχει η ανάγκη.

Ο τελευταίος διηγόταν την περίπτωση ενός κοριτσιού, στο οποίο οι γονείς του ανήγγειλαν ότι ένας άγγελος του έφερε ένα αδελφάκι: «Θέλεις να δεις αδελφάκι σου; -Όχι, θέλω να δω τον άγγελο». Το χιούμορ δεν συμβιβάζεται πλέον με την ευφυία των πραγμάτων, με την ανωτερότητα εκείνη που το πνεύμα επιτρέπει στον εαυτό του.

Ο πατέρας του Σασά Γκιτρί ήταν πολύ οξύθυμος. Μια μέρα, πήγε να χαστουκίσει μία από τις ερωμένες του. Εκείνη, οπισθοχωρώντας, άρχισε να ουρλιάζει: «Μη, φοβάμαι!» Κι εκείνος: «Γιατί φοβάσαι; Εγώ είμαι εδώ». Η αίσθηση του χιούμορ όταν συνδυάζει τη σάτιρα και την ευαισθησία, τον ιδιοσυγκρασιακό εξωφρενισμό και τη σοβαρότητα.

Ο φόβος του κορόιδου γέννησε τον πολιτισμό του κλεισίματος του ματιού και της σκληρότητας. Για παράδειγμα, το αγαπημένο μου: «Πώς πέθανε η Σταχτοπούτα; – Στις 12 τα μεσάνυχτα, το ταμπόν έγινε κολοκύθα».

Ο Τσόρτσιλ διηγόταν για τον σοσιαλιστή αντίπαλό του: «Μια μέρα, σταματάει ένα άδειο ταξί μπροστά στο Κοινοβούλιο. Ανοίγει η πόρτα και κατεβαίνει ο Άτλι». Σήμερα, η βλασφημία έχει μπει στα ήθη. Το χιούμορ μετατράπηκε σε καλαμπούρι. Ο φόβος του κορόιδου γέννησε τον πολιτισμό του κλεισίματος του ματιού και της σκληρότητας. Για παράδειγμα, το αγαπημένο μου: «Πώς πέθανε η Σταχτομπούτα; -Στις 12 τα μεσάνυχτα, το ταμπόν έγινε κολοκύθα».

Κι είναι μια αντίδραση, γιατί πίσω απ’ το μακάβριο αυτό δανδισμό, που παραλύει τις συγκινήσεις κι εκφυλίζει την αγανάκτηση σε γελοιοποίηση, κρύβεται μια απόρριψη των καλών τηλεοπτικών αισθημάτων, του politically correct που στάζει σιρόπια, των αντιρατσιστικών αισθημάτων που εμποδίζουν τα πογκρόμ. Αυτό δίνει κάποια άθλια ανέκδοτα, του είδους: «Τι είναι μαύρο και μυρίζει ναφθαλίνη; -Ο Νέλσον Μαντέλα». «Τι χωρίζει τον άνθρωπο από τα ζώα; -Η Μεσόγειος». «Πώς λένε οι Ιάπωνες τους Αλβανούς; -Για τα μπάζα».

Η ρίζα του μαύρου χιούμορ είναι –ίσως- η δυσπιστία απέναντι στην ανθρώπινη φύση, που οι κονκάρδες και τα αυτοκόλλητα δεν φτάνουν να αλλάξουν. Το μαύρο χιούμορ είναι κακό, γιατί αρνείται την ευγένεια, η οποία συχνά είναι ένα άλλοθι και μια μάσκα. Ένας τύπος πίνει το ποτό του σ’ ένα μπαρ, όταν ξεχωρίζει μια όμορφη γυναίκα. Την πλησιάζει και τη ρωτάει στα ίσια: «Κούκλα, είσαι για ένα γρήγορο;» Εκείνη τον κόβει για μερικά δευτερόλεπτα και του λέει: «Σπίτι σου ή σπίτι μου». Τότε, ο τύπος σκύβει μπροστά και απαντάει: «Κοίτα, αν είναι να το κάνεις ολόκληρο θέμα, άσ’ το καλύτερα»».

Για τον Μισέλ Τουρνιέ, υπάρχει το ροζ χιούμορ, που δεν ξεφεύγει από τα όρια της κοσμιότητας και της ευπρέπειας. Υπάρχει το μαύρο χιούμορ, που αδιαφορεί για το σεβασμό που οφείλει κάποιος στους νεκρούς και περιφρονεί τον ίδιο το θάνατο. Αλλά υπάρχει κι ένας τρίτος τύπος, το λευκό χιούμορ. Είναι μεταφυσικό και χαιρετίζει την ανάδυση του απόλυτου εν μέσω του ιστού των σχετικοτήτων όπου ζούμε. «Είναι το γέλιο του Θεού ή, αν προτιμάτε, το γέλιο του Διαβόλου. Γιατί μ’ αυτό αποκρύπτεται το κενό που μας περιβάλλει».

tournier

Μισέλ Τουρνιέ. εισηγητής του λευκού χιούμορ, ήτοι του γέλιου του Θεού ή του Διαβόλου.

Και παραθέτει δύο ανέκδοτα, πολύ κοντινά το ένα στο άλλο, που περιγράφουν ακριβώς τη φύση του. Ενώ, όμως, το πρώτο μας παραδίδει στην απλότητά του τον ίδιο τον ορισμό του λευκού χιούμορ, το δεύτερο τον υπερβαίνει, φτάνοντας στο λυρισμό και την ιερουργία.

«Το πρώτο ανέκδοτο αφορά τον Αντουάν Μπιμπεσκό, τον μεγάλο Παριζιάνο κοσμικό, σκεπτικιστή και τελείως μπλαζέ, τον οποίο ένας φίλος προσκαλεί να επισκεφτεί το σπίτι του. Πρόκειται για έναν άνθρωπο πλούσιο και μέγα γνώστη της τέχνης, και το σπίτι του είναι ένας παροξυσμός εκλεπτυσμένης ομορφιάς και άψογης πολυτέλειας. Μόλις τελειώνει η περιήγηση, ο Μπιμπεσκό αφήνεται να βυθιστεί σε μια πολυθρόνα και λέει: «Ναι, σύμφωνοι. Αλλά γιατί όχι τίποτα;»

Η δεύτερη ιστορία αναφέρεται σε μια πολύ γνωστή φράση του Ζαν Kοκτό. Μόλις είχε δείξει σ’ έναν δημοσιογράφο τα αγαπημένα και πολύτιμα αντικείμενα που, γεμάτα αναμνήσεις, περιέβαλαν την καθημερινότητά του. Και ο επισκέπτης θέτει την αναπόφευκτη ερώτηση: «Αν το σπίτι έπιανε φωτιά και δεν μπορούσατε να πάρετε μαζί σας παρά μόνο ένα πράγμα, ποιο θα διαλέγατε;» Κι η απάντηση του Κοκτό: «Τη φωτιά».

ΠΡΟΣΟΧΗ: Ο σεβάσμιος γέροντας που συνάντησα προχθές στη διασταύρωση Μιχαλακοπούλου και Μεγ. Αλεξάνδρου και στον οποίο, από καθαρή αφηρημάδα, έδωσα μια κλοτσιά στον κώλο και που, κατόπιν τούτου, μου είπε, «Κύριέ μου, δεν είμαι αυτός που νομίζετε!», παρακαλείται να προσέλθει αύριο το απόγευμα, στις 5 και 17΄, στα γραφεία της σύνταξης, για να του ζητηθεί επειγόντως συγγνώμη».

 

Διαβάστε ακόμα: Περί του χέζειν – Μια μοσχοβολιστή ιστορία

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top