«Και για το ποδόσφαιρο στο καφενείο των μυαλών μας αρκετές φορές λέμε πράγματα με τον Γιώργο, για την Α.Ε.Κ. προπαντός, για την Ένωσή μας τη βασανιστική και πολυβασανισμένη…» (Στη φωτογραφία προπόνηση της Α.Ε.Κ. με χιονόπτωση πίσω από το πέταλο της Νέας Φιλαδέλφειας το 1968).

«Και για το ποδόσφαιρο στο καφενείο των μυαλών μας αρκετές φορές λέμε πράγματα με τον Γιώργο, για την Α.Ε.Κ. προπαντός, για την Ένωσή μας τη βασανιστική και πολυβασανισμένη…» (Στη φωτό, προπόνηση της Α.Ε.Κ. με χιονόπτωση πίσω από το πέταλο της Νέας Φιλαδέλφειας το 1968).

απ’ την άλλη, ο Μαρκόπουλος είπε πως είμαστε μέτρια μυαλά, αυτή είναι όλη η ιστορία, λίγη ευαισθησία ίσως, και λίγο πιο ζωντανοί. μας φοβούνται οι γυναίκες στα πάρκα όπως φοβούνται τους άλλους, όπως προτιμάνε τους υπαλλήλους και τη μπροστινή θέση.

κι εγώ του ’πα πρόσεξε μήπως είναι κούραση μόνο.

κι είπε ναι είναι και κούραση, αλλά μόνη της δικάστηκε να φοβάται τα πάρκα και το ξενύχτι, τα ’χω γυρίσει λίγο, είμαι πιο πικρός.

αύριο θα σου γνωρίσω τη Νάσια του ’πα, που ’δαμε τότε απέναντι απ’ τη Nομική και σ’ άρεσε.

άντε, κι ελπίζω να ’ναι κι ανταγωνιστική.

Ο Γιώργος Μαρκόπουλος με τον Γιάννη Βαρβέρη και τον Σωτήρη Κακίση στο σπίτι του Βαρβέρη. (Μάιος 2001, φωτογραφία του Νίκου Χαλκιόπουλου). «Πέρα από τα βιβλία και την πρόοδο που χαιρόμασταν και οι τρεις ο ένας του άλλου, είχαμε για τα πράγματα της ζωής διαρκή ανταλλαγή απόψεων...»

Ο Γιώργος Μαρκόπουλος με τον Γιάννη Βαρβέρη και τον Σωτήρη Κακίση στο σπίτι του Βαρβέρη, Μάιος 2001 (Φωτό: Νίκος Χαλκιόπουλος). «Πέρα από τα βιβλία και την πρόοδο που χαιρόμασταν και οι τρεις ο ένας του άλλου, είχαμε για τα πράγματα της ζωής διαρκή ανταλλαγή απόψεων…»

Από πολύ παλιά, λοιπόν, από τη «Συσκευή του Νεκρού Ανθρώπου», τη δεύτερη κιόλας ποιητική μου συλλογή το 1981, μιλούσα με τον Γιώργο τον Μαρκόπουλο και εγγράφως. Όχι μόνο δια ζώσης, στις συναντήσεις μας, στο τηλέφωνο. Όχι μόνο από τη στήλη των βιβλίων στην Ελευθεροτυπία που έγραφα, μια φορά κι έναν καιρό. Όχι μόνο, όπως μετά, και σε συνεντεύξεις του μαζί μου, στα Νέα, στον Επενδυτή. Και ταιριάζανε, ταιριάζουνε οι ψυχές μας εκτός από το πνεύμα μας σε πολλά, πέρα κι από την ποίηση, ίσως και λόγω κοινής μας καταγωγής από τη Μεσσηνία, του Γιώργου από τη Μεσσήνη, εμένα από την Κυπαρισσία. Και για το ποδόσφαιρο, βέβαια, στο καφενείο των μυαλών μας αρκετές φορές λέμε πράγματα, για την Α.Ε.Κ. προπαντός, για την Ένωσή μας τη βασανιστική και πολυβασανισμένη…

Διαβάστε ακόμα: Όσα μας έμαθε ο Μίμης Παπαϊωάννου.

«Δεν αργήσαμε να γίνουμε φίλοι με τον Γιώργο Μαρκόπουλο, ξεχωρίζοντας ο ένας τον άλλον, όπως έγινε και με τον κοινό μας πολυαγαπημένο, τον Γιάννη Βαρβέρη, που δεν ζει πια», γράφει ο Κακίσης. (Εδώ ο Γιάννης Βαρβέρης στη Σόλωνος –ανέκδοτη φωτογραφία του Σωτήρη Κακίση).

«Δεν αργήσαμε να γίνουμε φίλοι με τον Γιώργο Μαρκόπουλο, ξεχωρίζοντας ο ένας τον άλλον, όπως έγινε και με τον κοινό μας πολυαγαπημένο, τον Γιάννη Βαρβέρη που δεν ζει πια», γράφει ο Κακίσης. (Εδώ ο Γιάννης Βαρβέρης στη Σκουφά –ανέκδοτη φωτογραφία του Σωτήρη Κακίση).

Ο Γιώργος θυμάται πως πρωτομιλήσαμε το ’75, στην «Ώρα» του Μπαχαριάν, όπου ο Γιάννης ο Κοντός τότε μου είχε ζητήσει κι εμένα να απαγγείλω κάποια από τα πρώτα μου ποιήματα. Και φίλοι δεν αργήσαμε να γίνουμε, ξεχωρίζοντας ο ένας τον άλλον, όπως έγινε και με τον κοινό μας πολυαγαπημένο, τον Γιάννη Βαρβέρη, που δεν ζει πια. Πέρα από τα βιβλία και την πρόοδο που χαιρόμασταν κι οι τρεις ο ένας του άλλου, είχαμε για τα πράγματα της ζωής διαρκή ανταλλαγή απόψεων, κι εξακολουθούμε με τον Γιώργο νά ’χουμε, όσο πιο βαθιά μπορούμε, πηγαίνοντας στης συχνά τόσο άχαρης εδώ γύρω κατάστασης τα καθέκαστα.

Εν έτει 2015, άνθρωποι σαν τον Μαρκόπουλο σώζουν –ιερομόναχοι αόρατοι για τους πολλούς– ό,τι εδώ και χρόνια χάνεται, εδώ και χρόνια βρίσκεται σε υστέρηση, ανέχεια κι απορία.

Ο Μαρκόπουλος, ποιητής εν τη ταπεινοφροσύνη του υψιπετής πάντα και καίριος, από την «Κλεφτουριά του Κάτω Κόσμου» και τη «Θλίψη του Προαστίου» του, από τους αγαπημένους μου «Πυροτεχνουργούς» του ως το «Μη Σκεπάζεις το Ποτάμι», ως του «Κρυφού Κυνηγού» του τη δαιμονική γοητεία, μετατρέποντας τα εξαιρετικά δύσκολα προσωπικά του θέματα σε μεγάλης τρυφερότητας και ηρεμίας Ποιητική, παντού, σε κάθε του λέξη μέσα, κόσμους αόρατους και απελευθερωτικούς ακολουθεί, ονειρεύεται, υποδεικνύει. Ακόμα και στης πιο σπαρακτικής του θλίψης και πικρίας τις επίπονες στιγμές, ο Μαρκόπουλος, μεταφυσική ο ίδιος ιδιωτική κι ολοκάθαρη διαμορφώνοντας, καταφέρνει τα δράματα σε μαγικά και υπέροχα να τα μεταμορφώνει παραμύθια, παρηγοριά, παρηγορία.

Ο Γιώργος Μαρκόπουλος. «Ποιητής εν τη ταπεινοφροσύνη του υψιπετής πάντα και καίριος».

Ο Γιώργος Μαρκόπουλος. «Ποιητής εν τη ταπεινοφροσύνη του υψιπετής πάντα και καίριος».

Εννοώ, όπως μου είπε κι ο Βαρβέρης κάποτε δημόσια κι αποφατικά: «Εμείς είμαστε το κέντρο, όχι αυτοί!». Πως εν έτει 2015, κρυμμένοι οι γράφοντες τα πραγματικά ποιήματα, αλλά καθόλου, μα καθόλου χωρίς διαυγή επίγνωση και πάθος σταθερό, άνθρωποι, προσωπικότητες σαν τον Γιώργο τον Μαρκόπουλο, άλλης, υπερβατικής και ολόλαμπρης Εθνικής Ελλάδος αρχηγοί ακριβοί, μπορούν και σώζουν –ιερομόναχοι αόρατοι για τους πολλούς– ό,τι εδώ και χρόνια χάνεται, εδώ και χρόνια βρίσκεται σε υστέρηση, ανέχεια κι απορία. Και τα βιβλία τους, δυνατά φάρμακα για τα πιο δύσκολα ψυχικά περάσματα, σαν κρυφοί αμυντικοί δρόμοι βρίσκονται, υπάρχουν, σώζουν όποιον και όποια με ψυχική τιμιότητα τ’ αναζητήσει.

Κι εμένα, εννοείται, πάντα, τον φίλο του. Εκείνον που δίπλα του, σε άχρονη και επίμονα υπερβατική παρουσία, στα κάγκελα πάντα όρθιοι της παλιάς Νέας Φιλαδέλφειας, μισοί κάτω από το ύψος του εδάφους και μισοί έξω, τον ουρανό ταυτόχρονα ατενίζοντας, εκείνη την πρώτη εμφάνιση του καταπράσινου Δομάζου και με της Ένωσης τη φανέλα θαύμαζε, θαυμάζαμε. Παιδιά ακόμα μέσα μας αθώα τότε, ήδη όμως με την επίγνωση σε απόμερη μεριά των καρδιών μας για του Χρόνου και των εποχών την αιώνια ασταμάτητη κι ανελέητη πρόκληση.

Γιατί πολύ επιτυχημένος φανερός κυνηγός κι ο Χρόνος, το ξέρεις, Γιώργο. Γιώργο μου:

Όνειρο

−Το βουνό ολόκληρο, αποβραδίς ήδη, στον αέρα βολόδερνε,
έτσι που τα δέντρα ησυχία δεν βρίσκαν,
ώσπου η νύχτα σιγά-σιγά στην αγκαλιά της τα συνεπήρε.

Τίποτα πια δεν ακουγόταν μα ούτε και φαινόταν.
Την άλλη μέρα μονάχα προς το μεσημέρι
νέκρα απλωνόταν παντού
και αίμα από τραυματισμένο αγρίμι που πάει στη φωλιά του
πάνω στο χιόνι.

−Ναι, τους είδα και έπαιζαν στον άλλο κόσμο τάβλι,
όλους εκείνους της τάξεως των αγροφυλάκων
που μας έπαιρναν τις σφενδόνες τότε και τα σταφύλια·
και ήσαν χαρούμενοι, ναι, τους είδα, σας λέω,
με τις στολές τους, και έπαιζαν τάβλι με ζάρια τα δόντια τους.

−Έβαλαν ένα κερί πάνω σε ένα τραπέζι
−μνημόσυνο ποιητού−
και μαζεύτηκαν πέντ’ έξι εφτά −ποιητές και αυτοί−
και διάβαζαν, διαβάζαν, ποιήματα του χαμένου,

Συγκεντρωτική επιτομή ποιημάτων του Γιώργου Μαρκόπουλου (Κέδρος, 2014).

Συγκεντρωτική επιτομή ποιημάτων του Γιώργου Μαρκόπουλου (Κέδρος, 2014).

και ολόλυζαν και χειροκροτούσαν και δάκρυζαν
και φώναζαν και αλάλαζαν και έκλαιγαν και πάλι,
και χειροκροτούσαν και φώναζαν και αλάλαζαν
ξανά, ξανά, ξανά και ξανά.

Σκύλοι που έκλαιγαν σκύλο.

(Γιώργος Μαρκόπουλος, «Κρυφός Κυνηγός», Κέδρος, 2010)

Ο Σωτήρης Κακίσης συνομιλεί με τον Γιώργο Μαρκόπουλο και τον Γιάννη Βαρβέρη.

Γιώργος Μαρκόπουλος, ο ποιητής της πλατείας Βικτωρίας.

 

Διαβάστε ακόμα: Τop 5 ποιήματα για τον Πατέρα.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top