Η τυπολογία τους, εκείνη του 18ου αι., ήταν του ονειροβάτη φιλοσόφου (Φωτογραφία: thechap.co.uk).

Το 2014, η Σκάρλετ Γιόχανσον βρέθηκε στο Παρίσι. Εκνευρίστηκε με τη θεμελιώδη ανικανότητα των Παριζιάνων να περπατάνε σωστά στο δρόμο. «Να, ξέρετε, έρχομαι από τη Νέα Υόρκη, οπότε είμαι δεινός περιπατητής. Εκεί, οι πάντες καταφέρνουν ν’ αποφεύγουν τους άλλους, πρόκειται για μια υπέροχη χορογραφία. Φτάνοντας εδώ, σκέφτηκα πως πρόκειται για μια επαρχιακή πόλη όπου οι άνθρωποι δεν ξέρουν να περπατάνε…»

Γύρω στο 1840, η παρισινή μόδα ήθελε να κυκλοφορείς στο δρόμο με μια χελώνα. Έχουμε την περιγραφή μιας ιδέας. Είναι οι flâneurs, υμνητές της βραδύτητας και της νωχέλειας, πλανόδιοι ονειροφάντες. Ο τεϊλορισμός βάλθηκε να κάνει πέρα αυτές τις άχρηστες κινήσεις και τους νεκρούς χρόνους, να οργανώσει επιστημονικά την εργασία. Ωστόσο, παρά τον «εξορθολογισμό», οι άτιμοι κατάφεραν ώς τις μέρες μας να επιβιώσουν.

Oι flâneurs τσατίζουν το σύστημα, γιατί γράφουν στα παλαιότερα των υποδημάτων τους το μηχανισμό της παραγωγής. Εκείνοι είναι ερωτευμένοι με την ουσία της «πόλης.

Η τυπολογία τους, εκείνη του 18ου αι., ήταν του ονειροβάτη φιλοσόφου. Έγιναν μετά «αργόσχολοι»: η σχόλη τους ήταν μακράν πολυτιμότερη της εργασίας τους. Τσατίζουν το σύστημα, γιατί γράφουν στα παλαιότερα των υποδημάτων τους το μηχανισμό της παραγωγής. Εκείνοι είναι ερωτευμένοι με την ουσία της «πόλης»: το δρόμο, το καφενείο, το μαγαζί, τον κινηματογράφο, το σταθμό, το ξενοδοχείο, το μουσείο… Τόπους μετάβασης, ενίοτε χυδαίους, ενίοτε ανίερους, ενίοτε άγνωστους, αλλά δικούς τους.

O πίνακας του Gustave Caillebotte «Jour de pluie à Paris» συγκεφαλαιώνει αρκετά στοιχεία του flâneur (Φωτογραφία: Wikipedia).

Ο flâneur είναι ένας ντετέκτιβ. Μικροκοινωνιολόγος, αποστασιοποιημένος, να παρατηρεί την απάλειψη της ατομικότητας. Μοντέρνο. Ένας δεύτερος τύπος, εκείνος του Μπωντλαίρ: Βγαίνει από την απομόνωση και αναμειγνύεται με τον κόσμο. Γράφει Τα πλήθη: «Για τον κάτοικο της πόλης, το ανώνυμο πλήθος δεν είναι ανταγωνιστής, αλλά ερωτικό αντικείμενο». «Αυτός που παντρεύεται εύκολα το πλήθος γνωρίζει πυρετώδεις απολαύσεις που θα τις στερείται αιώνια ο εγωιστής».

Ο flâneur, στην τελική, αυτό που διεκδικεί είναι την ατομικότητά του. Είναι δική του απόφαση να αφεθεί στις φαντασμαγορίες του εξωτερικού κόσμου, να συμμετάσχει στο φελινικό τσίρκο. Ο flâneur, σηκώνει την κουρτίνα κι εναποθέτει ένα βλέμμα πάνω σε κείμενα που δεν γράφτηκαν ποτέ πάνω στο σώμα της πόλης. Σαν τα Κυκλαδικά Βιβλία της Χρύσας.

Η πλειονότητα των περαστικών και πελατών έχουν τα μάτια τους στην οθόνη του κινητού τους κι όχι στον κόσμο. Οι αντιστασιακοί που έχουν απομείνει είναι μια χούφτα.

Ο flâneur είναι αναχρονιστικός. Η εποχή δεν προσφέρεται για χαρά της ζωής. Τη χαρακτηρίζει η αναγκαιότητα να νομιμοποιήσεις την ύπαρξή σου. Τόσο το χειρότερο για το στοχασμό, την ονειροπόληση ή την περιέργεια. Αρκεί να κοιτάξεις ένα πεζοδρόμιο ή τα «τραπεζάκια έξω» για να πάρεις πρέφα ότι η πλειονότητα των περαστικών και πελατών έχουν τα μάτια τους στην οθόνη του κινητού τους κι όχι στον κόσμο. Οι αντιστασιακοί που έχουν απομείνει είναι μια χούφτα.

Κατά κάποιον τρόπο, ο flâneur παραπέμπει στη μελαγχολία των ηρώων του Κάφκα και τις Μεταμορφώσεις του. Όπου το παράδοξο οφείλεται στο ότι όσο πιο ορθολογική είναι η κοινωνική οργάνωση τόσο μειώνεται το αλισβερίσι μας με τον Άλλο. Όπερ σημαίνει απομόνωση και αλλοτρίωση. Με την παγκοσμιοποίηση, ο μεταμοντέρνος αργόσχολος έχει μετατραπεί σε ψηφιακό πλάνητα, σε σέρφερ του Διαδικτύου.

Η περιπλάνηση στο Web μπας και είναι μια νέα αποϋλοποιημένη μορφή του; Όχι, γιατί η flânerie προϋποθέτει την εμπλοκή του σώματος, των αισθήσεων, των συγκινήσεων. Είναι μια στάση δημιουργική απέναντι στον κόσμο. Μια στάση που αφήνει τα ίχνη της στη μνήμη, καλωσορίζει τις συναντήσεις. Το σερφάρισμα δεν είναι παρά ένας μοντέρνος τρόπος αυτοαναίρεσης. Ενώ η flânerie είναι ανατρεπτική. Περιφρονεί την ταχύτητα, την απόδοση, τη χρηστικότητα, το όφελος, τη διαθεσιμότητα. Είναι μια ελεγεία του χρόνου σε αναστολή -υπέρτατη πολυτέλεια. Δεν πρόκειται για νεοφιλελεύθερη στάση.

Ο flâneur είναι ένας ηδονοβλεψίας ταξιδευτής που οργώνει την πόλη (Φωτογραφία: procrastinationoxford.org).

Ο flâneur είναι ένας ερμηνευτής κι ένας αφηγητής του δημόσιου χώρου. Ένα σύμβολο της αβεβαιότητας, των επεισοδιακών και αποσπασματικών σχέσεων. Η βασική του δραστηριότητα είναι να σουλατσάρει, να βραδυπορεί, να παρατηρεί ένα γύρω. Μετά να χάνεται στις σκέψεις του, αναλύοντας τη μοντερνικότητα και τον εαυτό του μέσα σ’ αυτήν, ανασυνθέτοντας τα κομμάτια, χαρτογραφώντας αφηγήσεις. Ένας πλανόδιος διανοούμενος που διαθέτει τόσο την ποιητική ευαισθησία όσο και την αναγκαία επιστημοσύνη για να αναγνώσει την πόλη, να ζωγραφίσει το πορτρέτο των δρόμων της, να αφήσει πίσω τα στερεότυπα. Δουλειά του είναι η ανασκαφή.

Έχει ομοιότητες αλλά και διαφορές με τον δανδή και τον τουρίστα.

Ο flâneur είναι ένας ηδονοβλεψίας ταξιδευτής που οργώνει την πόλη γιατί, όπως λέει ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, «αναζητά καταφύγιο μέσα στο πλήθος». Αποκομμένος από το χωροχρόνο, αφήνεται να παρασυρθεί απ’ τη ροή του, ανοίγοντας δρόμο σ’ ένα υπέροχο παράδοξο, αυτό μεταξύ μοναξιάς και συνύπαρξης.

Έχει ομοιότητες αλλά και διαφορές με τον δανδή και τον τουρίστα. Τον δανδή, στη σχέση του με το πλήθος, τον ενδιαφέρει περισσότερο να τον κοιτάξουν παρά να κοιτάξει. Από τη μεριά του, ο τουρίστας έχει την περιέργεια να εξερευνήσει την πόλη, αλλά είναι αποσπασμένος από το πλήθος, δεν έχει το χρόνο ούτε τις ευκαιρίες.

Τα υποκείμενα εν κινήσει στην καρδιά του μητροπολητικού αμαλγάματος, από τον διαβάτη και τον περαστικό ώς τον τύπο που κάνει τζόγκινγκ ή τον τρασέρ με τα παρκούρ του, μετακινούνται με τρόπο εργαλειακό, έχουν κατά νου μόνον τη φυσική διάσταση των χειρονομιών και του χώρου. Η κίνηση του flâneur δεν είναι εντέλει εκείνη των ποδιών, αλλά των ματιών και του πνεύματος.

Αντλεί άφατη χαρά λειώνοντας τις σόλες του. Ξέρει πως οι δρόμοι δεν είναι μόνο για να τους διασχίζεις.

Σπίτι του είναι το λιθόστρωτο, το παγκάκι, το πάρκο και τα βουλεβάρτα, οι σκαλωσιές κι οι γέφυρες, τα πεζοδρόμια και το μετρό. Αντλεί άφατη χαρά λειώνοντας τις σόλες του. Ξέρει πως οι δρόμοι δεν είναι μόνο για να τους διασχίζεις. Το σύμπαν που ξεδιπλώνεται καθημερινά στο ρυθμό των βημάτων του είναι κάθε φορά μοναδικό. Γεννιέται πάλι και πάλι.

Γκυ Ντεμπόρ ()αριστερά) και Σαρλ Μπωντλαίρ (δεξιά). Και οι δύο τους αγάπησαν την flânerie.

Έργο του flâneur είναι το εφήμερο. Όταν ξαναπερνάει από ένα μέρος, η χώρα που έφτιαξε χθες έχει ήδη λησμονηθεί, τη θέση της παίρνει μια νέα. Διαρκώς περνάει από κάπου όπου ποτέ δεν μπορεί να επιστρέψει. Γλυκιά ευτυχία για κάποιον που δεν νιώθει ζήλια, που τίποτα δεν του ανήκει. Ζει την πόλη σαν σε όνειρο. Πάλλεται στο ρυθμό της. «Τι ώρα είναι;» «Δεν έχει σημασία» απαντά.

Αγαπημένη Σκάρλετ, όσοι έτυχε να σκουντουφλήσουν πάνω σας κατά πάσα πιθανότητα δεν μπορούν να σας ζητήσουν συγγνώμη παραπέμποντάς σας στον Μπωντλαίρ, τον Βάλτερ Μπένγιαμιν ή τον Γκι Ντεμπόρ. Αλλά κάποια κορμιά εξακολουθούν ελεύθερα, ονειροπόλα, μαγεμένα να περιπλανώνται στα ευρωπαϊκά πεζοδρόμια. Αγαπητή Σκάρλετ, αφεθείτε. Ουδείς πρόκειται να ασχοληθεί και να σας οχλήσει.

 

Διαβάστε ακόμα: Δώσ’ μου ένα φιλί. Η μακρά ιστορία του περιπαθούς ασπασμού. 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top