Βουβή κραυγή. Σαν φάσμα πόνου που βγαίνει από τα σωθικά με τόσο δυσανάλογο βάρος που δεν μπορεί να εκφραστεί με υλακή. Η φωτογραφία του Κωνσταντίνου Τσακαλίδη του πρακτορείου Sooc είναι το επιστέγασμα όλων των πόνων που βιώνουν εδώ και μέρες οι συμπολίτες μας που είδαν το βιός τους να γίνεται παρανάλωμα του πυρός, τα ζωντανά τους να λαμπαδιάζουν ανήμπορα, τα δέντρα να πέφτουν ηττημένα, τον τόπο τους να ρημάζει.
Η δέηση της γιαγιάς στην Εύβοια προς έναν αιματοβαμμένο ουρανό που δεν στέκει προστάτης των ανθρώπων, αλλά δικάζει αυτούς που κριμάτισαν εις βάρος της φύσης, θυμίζει την κραυγή του Μουνκ, με τη μόνη διαφορά πως ο ιμπρεσιονισμός της δεν λειτουργεί στη συγκεκριμένη περίπτωση ως αισθητικό αποτέλεσμα, αλλά ως υπόμνηση πως ο άφατος καημός δεν έχει φωνή, ωστόσο είναι τόσο δυνατός που σωματοποιείται, ενώνεται με τη σάρκα, τα κόκαλα και τη συνείδηση του ανθρώπου που πάσχει.
Είναι ένα μνημείο αυτή η φωτογραφία (πάλι όχι με την πρόδηλα αισθητική της δύναμη), διότι ακόμη κι αν περάσουν χρόνια και η συλλογική μνήμη ξεχάσει αυτά που συνέβησαν το καλοκαίρι του 2021, (πάντα θα ξεχνάμε, είμαστε καταδικασμένοι ως άνθρωποι να προχωράμε αφαιρώντας θρηνητικά κομμάτια του παρελθόντος), αυτή η φωτογραφία θα μας υπενθυμίζει πως ζήσαμε την κόλαση επί της γης. Αυτή η φωτογραφία -με την κρουστική της δύναμη- θα μας δηλοί πως ο άνθρωπος είναι ο μέγας-μικρός τραγωδός της ζωής του. Τίποτα δεν μας ανήκει στην πραγματικότητα και τα πάντα μπορούν να χαθούν σε ένα ξαφνικό γύρισμα της μοίρας.
Εχει υπάρξει σωρεία λαθών, επί σειρά ετών και από διαφορετικές κυβερνήσεις, για να φτάσουμε στο σημείο μέσα σε λίγες μόλις ημέρες να έχουν χαθεί πάνω από 650 χιλιάδες στρέμματα γης. Οι αβελτηρίες των λογής υπευθύνων βοούν, όπως βοούσαν και σε άλλες -προηγούμενες- καταστροφές. Είναι η δύναμη της εξακολουθητικής ύβρεως που κάποια στιγμή ξεσπάει τη δύναμή της επί δικαίων και αδίκων.
Αυτή τη στιγμή περισσεύει ο θυμός, η θλίψη, ο γόος. Περισσεύει ένα μεγάλο «γιατί» και ο αδοκίμαστος -ως πρότινος- πόνος της εγκατάλειψης, της καταστροφής και της απουσίας κάθε ελπίδας για το αύριο. Σε τέτοιο βαθμό έχει τρωθεί η ανθρώπινη δύναμη που θα χρειαστεί καιρός να επουλωθούν τα τραύματα. Πριν ξεκινήσει η αναδάσωση και η ανοικοδόμηση των περιοχών που επλήγησαν, θα πρέπει να στυλωθούν ψυχολογικά αυτοί οι άνθρωποι, να τους δοθεί ο χρόνος να θρηνήσουν και στη συνέχεια να τους παρασχεθούν οι εγγυήσεις πως η ζωή τους δεν τερματίστηκε εν ζωή.
Ολα αυτά θα τα δούμε την επόμενη ημέρα της καταστροφής. Οφείλουμε ως κοινωνία να τα δούμε. Δεν χωρούν ευχολόγια και κούφιες υποσχέσεις που δεν θα πληρωθούν ποτέ ή θα πληρωθούν στο ελάχιστο. Πριν από όλα αυτά, όμως, αυτή η φωτογραφία της απεγνωσμένης γιαγιάς (τούτη η άφατη πληγή που έχει στιγματίσει την έκφρασή της) πρέπει να γίνει η εικόνα της σημερινής Ελλάδας. Είναι η δική μας πιετά. Μια αποκαθήλωση σκληρή, βίαιη, πονετική στο μέγα βάθος.
Έχουμε χρέος να θυμόμαστε αυτή τη γιαγιά γιατί είναι η γιαγιά όλων μας. Είναι ο συλλογικός μας πόνος αποτυπωμένος σε ένα πρόσωπο άκακο, άδολο. Κλίνουμε ευλαβικά το γόνυ μπρος σ’ αυτή την ύπαρξη και ζητάμε -όλοι μας, πλέον- δικαίωση. Την ύστατη κάθαρση του δράματος.
Διαβάστε ακόμα: Κι όμως, πεθαίνουν και τα σπίτια.