Ήταν κάποτε, λέει ο μύθος, ένας ληστής ονόματι Προκρούστης που είχε το λημέρι του στο δρόμο των Μεγάρων. Παρέσερνε τους διαβάτες σπίτι του και τους ζητούσε να ξαπλώσουν σ’ ένα σιδερένιο κρεβάτι. Αν το θύμα ήταν ψηλό και εξείχε, έκοβε τα μέρη που περίσσευαν. Αν ήταν πιο κοντό, του έσπαγε τα κόκαλα και το τραβούσε ώστε τα άκρα του να φτάσουν στο επιθυμητό μήκος. Ώσπου τον πέτυχε ο Θησέας και τον υπέβαλε στον ίδιο μαρτυρικό θάνατο.
Η «προκρούστειος κλίνη» είναι κάθε πράξη που στόχο έχει να περιορίσει τους άλλους σ’ ένα και μόνο τρόπο σκέψης και δράσης. Είναι το μοντέλο που γνωρίζει πιένες όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε πλανητικό επίπεδο. Πρόκειται για την εκδήλωση ενός κομφορμισμού που αρνείται τις διαφορές.
Στην ψυχολογία, το «σύνδρομο του Προκρούστη» είναι η ζήλια, ακόμα και το μίσος, που νιώθει κάποιος για κείνους που είναι καλύτεροι, πιο ικανοί και ταλαντούχοι, πιο πετυχημένοι από τον ίδιο. Δεν πρόκειται απλώς για τοξικό συναίσθημα – μεταφράζεται σε πράξεις που σκοπό έχουν να μειώσουν, να ακυρώσουν, να κυνηγήσουν, να σαμποτάρουν και να ταπεινώσουν τον άλλο. Ώστε, επιτέλους, να τον ξεφορτωθούν. Οι πάσχοντες συνήθως υποφέρουν από αίσθημα κατωτερότητας, σιχαίνονται την αλλαγή και συχνά καταφεύγουν στον παραλογισμό.
Πλήττει ανθρώπους που ταυτόχρονα διακηρύσσουν τον καρτεσιανισμό τους όπως άλλοι κοκορεύονται για τις σεξουαλικές τους επιδόσεις. Το σύνδρομο του Προκρούστη χαρακτηρίζεται από την ατροφία της φαντασίας και της δημιουργικότητας, από την ανικανότητα να σκεφτείς με αναλογικό τρόπο και από την επιθυμία να θέλεις να καλουπώσεις τα πάντα σύμφωνα με τα δικά σου κριτήρια. Ο μύθος εικονογραφεί τέλεια την ελληνική όσο και παγκόσμια τάση να στρεβλώνεις (ή να αρνείσαι) τα γεγονότα ώστε να ταιριάξουν με μια λογική ή θρησκευτική ορθοδοξία.
Οι νέοι Προκρούστες είναι ολόκληρα πολιτικά κόμματα, πανεπιστημιακοί, διοικητικά στελέχη, διευθυντές, εκδότες, μπουρδολόγοι του Facebook. Αυταρχικοί και ευνουχιστές, κατακρίνουν τους πάντες ολημερίς κι οληβραδίς, ώστε να υποχρεώσουν τους άλλους να υιοθετήσουν τις απόψεις τους. Αναγορεύουν κάθε διαφωνία σε ιερό πόλεμο. Διαστρεβλώνουν σκοπίμως την αλήθεια κι αυτό τους κάνει δογματικούς κι επικίνδυνους. Έλεγε ο Μποστ: «Είναι κανών των ανικάνων τον ικανόν να κάνουν νάνον».
Και ενώ τα τελευταία χρόνια έχει σημειωθεί μια μείζων αλλαγή με την ευαισθητοποίηση στο θέμα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ενώ η παγκοσμιοποίηση δίνει θαυμάσιες ευκαιρίες ισοτιμίας και οι ελίτ δεν έχουν πλέον την ανάγκη εξιλαστήριων θυμάτων για να αποσπούν την προσοχή του πλήθους, η επιχείρηση τυποποίησης συντελείται με άλλους τρόπους: με τον πολλαπλασιασμό πανομοιότυπων καταναλωτικών αγαθών, τα βιομηχανικά τρόφιμα, τον έλεγχο των media, την κουλτούρα του εξισωτικού σχετικισμού και του πολιτικά ορθού.
Στην Ελλάδα, ανέκαθεν οι μετριότητες είχαν την εξουσία. Δηλαδή εκείνοι που φοβούνται την καινοτομία, κάθε αναθεώρηση του επαγγελματικού και κοινωνικού στάτους κβο, αυτοί που έχουν χάσει κάθε κριτικό πνεύμα, οι ομολογητές του μέσου όρου, των άγονων και άοσμων θέσεων. Η μετριοκρατία είναι ένα καθεστώς όπου κυριαρχεί ο συμβιβασμός, η παγιωμένη νόρμα. Το μοντέλο της γνωρίζει την καθαγίαση, με ιδέες και ανθρώπους εναλλάξιμους και προβλέψιμους, ώστε να είναι δυνατή η παραμετροποίηση.
«Η μετριοκρατία είναι μια από τις βασικές επιδημίες του καιρού μας και ο εθισμός στη μετριότητα είναι εξ ίσου ισχυρός με αυτόν της νικοτίνης […] Η Ελλάδα σήμερα είναι κοινωνία που δεν περιμένει τίποτα καλύτερο από τον εαυτό της», λέει ο Τάκης Θεοδωρόπουλος. Είναι μια κατάσταση κωματώδης: το ζητούμενο δεν είναι η ποιότητα του παραγόμενου έργου, αλλά η κοινωνική επιτυχία «παίζοντας το παιχνίδι». Τραβώντας την προσοχή και κερδίζοντας την αναγνώριση από κάποιον «επίσημο» οργανισμό, το ισχνό έργο σου αναγορεύεται σε πρότυπο υπό μορφήν οφθαλμαπάτης. Οι διαδοχικές του επαναλήψεις χαρίζουν μια ψευδαίσθηση αποτελέσματος.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα στα καθ’ ημάς το τι συμβαίνει στον πανεπιστημιακό χώρο. Το ιδεοληπτικό μίσος με το οποίο αντιμετωπίστηκε το πρόταγμα της αριστείας αντί της «δικαιοκρατικής» ομοιομορφίας, της ομογενοποίησης και της ισοπέδωσης. Το «Αιέν αριστεύειν» είναι ρετσινιά. Όχι στην αξιολόγηση, όχι στα Πειραματικά σχολεία, όχι στα Επιστημονικά Εποπτικά Συμβούλια, μετατροπή των ΤΕΙ σε ΑΕΙ.
Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Εκεί ακριβώς που δεν θά ‘πρεπε να υπάρχει, το φαινόμενο της αναξιοκρατίας διαλάμπει σ’ όλο του το μεγαλείο. Νεποτισμός, πανεπιστημιακές «συντροφιές» και πολιτικές συγγένειες καθορίζουν τις τύχες των νεαρών επιστημόνων που τολμούν να διεκδικήσουν μια θέση ή προαγωγή. Στημένες επιτροπές, εικονικές κληρώσεις που αποκλείουν ανεπιθύμητους κριτές, εκλέκτορες με «ελαστικά» γνωστικά αντικείμενα, φωτογραφικές περιγραφές κατά την προκήρυξη. Μιλάμε για ολόκληρη ορχήστρα ενός κυκλώματος διανομής θέσεων. Όλοι αυτοί με το brain drain κάνουν πάρτι.
Στην πολιτική, έχουμε μπουχτίσει με τους κάθε λογής ακραίους και λαϊκιστές (όπως ωραία σχολιάζει ο Τατσόπουλος στο Andro, «το πρόβλημα με τον λαϊκισμό είναι ότι αρέσει… στον λαό»), ένθερμους θιασώτες της προκρούστειας λογικής, και το κακό που κάνουν στη χώρα. Όμως, ουδείς ανησυχεί για την παρουσία του «ακραίου κέντρου» και την όλο και συχνότερη χρήση όρων εργαλειακών και διόλου πολιτικών, όπως αυτός της «κυβερνησιμότητας», δανεισμένος από το λεξιλόγιο των μάνατζερ. Αυτό δεν είναι διόλου άκακο: αποκλείει το διαφορετικό, επιβάλλει αστόχαστες βεβαιότητες και μαγειρεύει το διανοητικό χυλό.
Όλη αυτή η κουλτούρα απηχεί φυσικά στα φρικιαστικά ριάλιτι των καναλιών, αιχμή του δόρατος των ψυχαγωγικών εκπομπών. Αυτού που ο Pierre Bourdieu αποκαλεί «μετουσίωση του κοινότοπου», με το τίποτα να καθρεφτίζει το τίποτα και αμφότεροι να επιχαίρονται και να αλληλοσυγχαίρονται. Με λαοθάλασσες υποδοχής στα αεροδρόμια και αναμμένους πυρσούς.
Ο Θάνος Βερέμης είχε πει ότι «μόνο στην αριστεία του αθλητισμού συμφωνούμε όλοι». Αλλά στην Ελλάδα ούτε αυτό ισχύει. Όποιος πάει ένα βήμα παραπάνω από το «εθνικό μας μέτρο» λιθοβολείται. Αντετοκούνμπο, Τσιτσιπάς, Σάκκαρη: «Ελα μωρέ το κωλόπαιδο. Που είναι πάμπλουτος και παίζει τένις για να γεμίζει την τσέπη του», «Ποια η Σάκκαρη; Κόρη αστικής οικογένειας που βρήκε γκόμενο τον γιο του Μητσοτάκη», «Άσε μας με τα πλουσιόπαιδα που δεν ξέρουν τι έχουν και βαράνε μπαλάκια».
Υπάρχει ένα όχι πολύ γνωστό βιβλίο του Άρθουρ Καίσλερ που φέρει τον τίτλο Η δέκατη τρίτη φυλή και έχει ως αντικείμενο τη φυλή των Χαζάρων. Οι νομάδες αυτοί είχαν το εξής έθιμο: Μια φορά το χρόνο συγκεντρώνονταν κάπου στη στέπα. Εκεί ανανέωναν τις ηγεσίες τους και, κατόπιν υπόδειξης των αρχηγών, προτείνονταν οι ευφυέστεροι μεταξύ των νέων. Με τελική κρίση του «Χάνου» και του συμβουλίου του, επιλεγόταν ο «άριστος» εξ αυτών. Ακολουθούσε η επίσημη ανακήρυξή του και, πάραυτα, ο τελετουργικός αποκεφαλισμός του. Κι αυτό γιατί η υπερβάλλουσα ευφυΐα του καρατομημένου θα μπορούσε να αποδειχθεί επικίνδυνη.
Διαβάστε ακόμα: Ελεγεία ενός flâneur. Ο αργόσχολος που θα θέλαμε να είμαστε.