H παρουσία της Ελλάδας παίρνει ποικίλες μορφές στο έργο του Ρολάν Μπαρτ.

Kάποτε, σε μια όχι και τόσο μακρινή εποχή, ο Roland Barthes (1915-1980) ηγεμόνευε μεταξύ των διανοουμένων μ’ αυτόν τον αέρα χαρούμενης κόπωσης που περιβάλλει τους συγγραφείς εκείνους που άδραξε η δόξα. Η παρουσία του προκαλούσε την έξαψη. Διαγκωνίζονταν για να παρακολουθήσουν τα μαθήματά του στο Collège de France και κάθε βιβλίο του αποτελούσε γεγονός. Όποιος σεβόταν τον εαυτό του έπρεπε να αναφέρει το όνομά του δίπλα σε κείνα του Lévi-Strauss, του Foucault και του Lacan…

Δεν ήταν απλώς «της μόδας». Ουδείς θα μπορούσε να ανταποκρίνεται με τέτοιο τρόπο στην πλησμονή του κοινού επί μισόν αιώνα δίχως να διαθέτει πραγματικό ταλέντο και ισχυρή πειθώ. Βέβαια, έπαιξαν ρόλο η γοητεία του ανδρός, η διανοητική του κομψότητα, η σαγήνη που ασκούσε η αστραφτερή ευφυΐα του και το μεγαλείο της γραφής του.

Αλλά κι αυτά δεν θά ‘ταν αρκετά ώστε να αναδείξουν αυτόν τον αποκρυπτογράφο, τον επιφανή κριτικό, τον λαμπρό δοκιμιογράφο σε στοχαστή πρώτου μεγέθους. Στην πραγματικότητα, η παράδοξη αλχημεία της περίπτωσης του Ρολάν Μπαρτ είναι το προϊόν μιας μακράς ιστορίας: εκείνης ενός ανθρώπου και του έργου του που έγιναν συνώνυμα της γαλλικής κουλτούρας.

Αν κάποιος διαβάσει τις περίφημες Μυθολογίες του (1957) θα ανακαλύψει με περισσή ευχαρίστηση σελίδες για το κατς, το Γύρο της Γαλλίας, το πρόσωπο της Γκρέτα Γκάρμπο, τους Αρειανούς, την καινούργια Citroën DS… Καθένα από αυτά τα απολαυστικά μικρά χρονικά της καθημερινής ζωής δεν είναι τίποτε άλλο από μια άρνηση: άρνηση να δει μια φυσική αλήθεια στα αντικείμενα, στις χειρονομίες, στα «σημεία» του κόσμου που μας περιβάλλει.

Για κείνον, η Ελλάδα είναι κυρίως μια γλώσσα κι ένας πολιτισμός πολύ οικεία σε κάθε Γάλλο διανοούμενο.

Ο «μύθος» είναι ένα προϊόν της ιστορίας που το λησμονούμε ως τέτοιο και το εκλαμβάνουμε ως φυσικό γεγονός. Η «φύση», αυτός είναι ο εχθρός του Μπαρτ. Τίποτα δεν είναι φυσικό, όλα είναι ιστορία, κουλτούρα, άρα γλώσσα. Το μήνυμα του μικρού αυτού βιβλίου είναι πολιτικό. Θέλει να μας απελευθερώσει από τη φενάκη των μύθων.

Ο Μπαρτ γίνεται έτσι κήρυκας και ήρωας και δημιουργός μιας πολιτισμικής μοντερνικότητας, της οποίας είμαστε σήμερα οι κληρονόμοι. Ενώ δεν ήταν παρά ένας προικισμένος ερμηνευτής, όπως θα παραδεχτεί στο Ο Ρολάν Μπαρτ από τον Ρ. Μπ., αυτοπροσδιοριζόμενος ως το «αντηχείο» των μεγάλων θεωρητικών συστημάτων του καιρού του, μαρξιστικών, σαρτρικών, μπρεχτικών, στρουκτουραλιστικών, σημειολογικών.

Στον Μπαρτ, η απόλαυση της γραφής συνδυάζεται με την ηδονή των αισθήσεων.

Ο Μπαρτ είναι πολύμορφος, αεικίνητος, διασχίζει τις περιόδους και τις επιδράσεις με την ίδια ευκολία που επανεπινοεί τον εαυτό του και ανανεώνει τα εργαλεία της έρευνάς του. Τα γραπτά του λειτουργούν ως ο μεγεθυντικός φακός, ο καταλύτης των απόψεων των στοχαστών. Εξ ου και η επιτυχία, ποτέ διαψευσμένη, αυτού του ακατάτακτου έργου. Εξ ου, επίσης, και η γοητεία που εξακολουθεί να ασκεί.

Είχε γράψει:«Στην Ελλάδα υπάρχουν τόσα νησιά που δεν ξέρεις αν το καθένα από αυτά είναι το κέντρο ή η παρυφή ενός αρχιπελάγους».

H παρουσία της Ελλάδας παίρνει ποικίλες μορφές στο έργο του. Είναι πρωτίστως ο τόπος που επισκέφτηκε τη δεκαετία του ’30 και του ’70, αρχικά ως μέλος της Ομάδας Αρχαίου Θεάτρου της Σορβόννης, μετά ως τουρίστας που τον έθελγε η αισθαντικότητα του μεσογειακού κόσμου. Στο άρθρο του En Grèce – Στην Ελλάδα του 1944 αφηγείται αυτό το πρώτο του ταξίδι («το οποίο είχα τόσο ονειρευτεί»), ενώ για το δεύτερο του 1979 υπάρχουν οι σημειώσεις του. Για κείνον, η Ελλάδα είναι κυρίως μια γλώσσα κι ένας πολιτισμός πολύ οικεία σε κάθε Γάλλο διανοούμενο.

Γράφει: «Στην Ελλάδα υπάρχουν τόσα νησιά που δεν ξέρεις αν το καθένα από αυτά είναι το κέντρο ή η παρυφή ενός αρχιπελάγους». Η γεωγραφία της τον συναρπάζει και υπαγορεύει μια ανοιχτή αναπαράσταση του χώρου: η Ελλάδα, για τον Μπαρτ, διαφεύγει του τομέα της γνώσης και παραμένει στο χώρο του μύθου. Και η ποιητική του φλέβα φτάνει στον παροξυσμό της στην περιγραφή του της Δήλου: «Η Δήλος είναι η μεσημβρινή ώρα της πιο μεσημβρινής γης. Είναι ο χυμός, το πνεύμα, το αλκοόλ, η φωτιά ενός κόσμου».

Στον Μπαρτ, η απόλαυση της γραφής συνδυάζεται με την ηδονή των αισθήσεων. Το ταξίδι του στην Ελλάδα είναι μια περιπέτεια που τον φέρνει σε επαφή με καινούργιες αισθητηριακές εμπειρίες: «η τέχνη του απαλού ξυρίσματος» ενός Έλληνα μπαρμπέρη, «το άρωμα του εξωτισμού» που η νύχτα φέρνει στις όχθες του Φαλήρου, τα αγάλματα του Μουσείου της Ακρόπολης που «σε κάνουν να ονειρεύεσαι», «η γοητεία της Αφροδίτης» στο πρόσωπο ενός νεαρού βοσκού από την Αίγινα.

«Η Δήλος είναι η μεσημβρινή ώρα της πιο μεσημβρινής γης. Είναι ο χυμός, το πνεύμα, το αλκοόλ, η φωτιά ενός κόσμου».

Το 1936, λυκειόπαις ακόμα, παρουσιάζει μια παιγνιώδη επαναγραφή του πλατωνικού Κρίτωνα όπου κάνει ήδη την εμφάνισή του το ενδιαφέρον του για την ιδιορρυθμία, τη συνάρθρωση δηλαδή της μοναχικής και της συλλογικής ζωής, ενώ ασχολείται έκτοτε επισταμένα με την ελληνική τραγωδία και τη ρητορική. Τέλος, η Ελλάδα είναι για τον Μπαρτ ένας λόγος που διατρέχει τους αιώνες, και τον οποίο σχολιάζει ταξιδεύοντας από τον Ρακίνα ώς τον Νίτσε κι από τον Ζαν-Πιέρ Βερνάν ώς τον Ζακ Λακαριέρ.

Ο Ρολάν Μπαρτ άρθρωνε τη σκέψη του με διαμαντένια legos. Ωστόσο, όπως λέει ο Πασκάλ Μπρυκνέρ, «ο ντιλεταντισμός του έγινε ο μεγαλύτερος εχθρός της φήμης του. Ποτέ δεν υπήρξε παραγωγός συστημάτων, το όνομά του δεν συνδέθηκε ούτε με κάποια θεωρία ούτε με κάποια σχολή. Πάνω απ’ όλα, υπήρξε μια προσωπικότητα και ένα στυλ».

Mισούσε τα στερεότυπα, σαν αυτά του ελληνικού ΦουΜπου (Φωτογραφία: nybooks.com).

Ναι, ο Μπαρτ ήταν μεταδοτικός και είχε περισσότερους λάτρεις παρά οπαδούς. Κατ’ αρχάς, γοήτευε με τη φωνή του: ζεστή, με ωραία χροιά, αργή και μουσική, να συνδυάζει κομψότητα με ακρίβεια, να τονίζει κάθε λέξη ώστε να της προσδώσει ουσία και βάθος. Χάριζε πυκνότητα κι αρώματα στο λόγο του, σε σημείο να επινοεί μια νέα γλώσσα μέσα στη γλώσσα. Στα κείμενά του, ορμώμενος από αντικείμενα συγκεκριμένα, συχνά μικροσκοπικά, ξυπνούσε σωρεία αρμονικών, ύφαινε αντιστοιχίες, συνέδεε κόσμους φαινομενικά ασύνδετους.

Γι’ αυτό και μισούσε τα στερεότυπα, σαν αυτά του ελληνικού ΦουΜπου, τα οποία δεν σου απαγορεύουν τίποτα, αλλά σε υποχρεώνουν να μιλάς με τις λέξεις της φυλής. Αυτή η χειραφέτηση από τα κλισέ, από το τεράστιο βάρος των δομών συνιστούσε γι’ αυτόν τη βάση της ελευθερίας μας. Για τον ίδιο λόγο, εμφανιζόταν δύσπιστος απέναντι στην πολιτική, το κατ’ εξοχήν πεδίο της υστερίας, της παλιλλογίας και της αυτάρεσκης ανοησίας.

Αυτόν τον άνθρωπο εξαιρετικής ευγένειας και εξαίσιας προσήνειας μια ζωή τον γοήτευαν οι δογματικές προσωπικότητες. Πάντα προσπαθούσε να σκάψει κάτω από το Υπερεγώ αυτών των μικροεξουσιαστών του σημαίνοντος και σκυλιά φύλακες της ορθοδοξίας, οι οποίοι έστηναν γύρω του ένα είδος υγειονομικής ζώνης και προσπαθούσαν να τον χαλιναγωγήσουν. Όμως, όλοι οι αντίπαλοί του, πανεπιστημιακοί μανδαρίνοι ή φερέφωνα του επίσημου Τύπου, φαινόντουσαν πάντα δίπλα του απροσμέτρητης μικρότητας.

Ο Ρολάν Μπαρτ μας λείπει τρομερά σήμερα. Αν προλάβαινε να κάνει και το τρίτο του ταξίδι στα μέρη μας, θα είχε πολλά να πει για τους κινηματίες, τους συνδικαλιστές, τους φυτοφάγους, τους γιόγκι, τον ΣΥΡΙΖΑ και τους δικαιωματιστές.

 

Διαβάστε ακόμα: Πειράζει που μας φτιάχνει η νοσταλγία;

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top