As time goes by… Πριν πολλά ή πριν λίγα χρόνια, η ίδια αθωότητα στο βλέμμα.

Είμαι 18 ετών. Μπαίνω στα παλιά γραφεία του Τερζόπουλου στον Παράδεισο Αμαρουσίου, για να γνωρίσω τον Πέτρο Κωστόπουλο που μεσουρανούσε την εποχή εκείνη στα περιοδικά. «Από εδώ ο αρχισυντάκτης του ΚΛΙΚ Γιώργος Πανόπουλος», μου λέει. «Από εδώ η αρχισυντάκτρια του περιοδικού DIVA, Ιζαμπέλλα Σασλόγλου», συνεχίζει. «Και ο αρχισυντάκτης του ΜΕΝ, Γιώργος Κωνσταντινίδης», συμπληρώνει. Πιθανόν να είπε βοηθός αρχισυντάκτης, δεν θυμάμαι ακριβώς. Στην ταυτότητα του περιοδικού έγραφε πάντως «εκδότης / διευθυντής / αρχισυντάκτης / τζάμια τα Σάββατα: Πέτρος Κωστόπουλος». Ο Πέτρος ήθελε να δείχνει ότι τα κάνει όλα. Και τα τζάμια. Τέλος πάντων. Δεν ήταν ο μόνος που υποτίμησε τον τρυφερό πρίγκιπα Γιώργο Κωνσταντινίδη.

Ο Κωνσταντινίδης στο περιοδικό ΜΕΝ έκανε παραπάνω από δουλειά αρχισυντάκτη, πόσο μάλλον βοηθού. Έβαζε την προσωπικότητα, το μεράκι, τον ιδιωτικό του χρόνο και τον κύκλο των ανθρώπων του μέσα στην όλη έκδοση, σαν Διευθυντής Σύνταξης. Φαίνονταν ότι είχε το προσωπικό του όραμα για τη δουλειά αυτή, ασχέτως αν δεν μπορούσε πάντα να το ξεδιπλώσει με τους δικούς του όρους. Στη δική του κοσμοθεωρία, η αισθητική επείχε θέση υψίστης ηθικής (χωρίς όμως να κάνει καμία έκπτωση στο ήθος του). Αυτό εξυπηρετούσε επιφανειακά, αλλά έρχονταν σε βαθύτερη κόντρα εσωτερικά, με το λαϊφσταϊλ της εποχής.

Ο Γιώργος ήθελε να υπηρετεί ένα σοφιστικέ λαϊφσταϊλ μακριά από τη δηθενιά του συρμού. Και ήταν από τους λίγους που το πετύχαιναν, μέσα στον κυνισμό των μήντια. Τα όπλα του ήταν η έμφυτη ευγένεια και η σπάνια καλλιέργεια του. Όπως έγραψε μια παλιά συνάδελφος σε ένα από τα εκατοντάδες τιμητικά σχόλια στα social media για τον εκλιπόντα, «ήταν ο πιο Κύριος, τα χρόνια εκείνα που όλοι νόμιζαν πως είναι κάποιοι…».

Τη «χρυσή εποχή» των περιοδικών, υπηρετούσε ένα σοφιστικέ λαϊφσταϊλ μακριά από τη δηθενιά του συρμού. Τα όπλα του ήταν η έμφυτη ευγένεια και η σπάνια καλλιέργεια.

O αρχισυντάκτης που είχα μπροστά μου εκείνο το πρωινό του 1993, δεν το έπαιζε κάποιος. Όπως οι πραγματικά αξιόλογοι άνθρωποι ήταν φιλικός και απλός. Με αντιμετώπισε αμέσως σαν ώριμο άνδρα, παρά τα 18 μου χρόνια, χαμογελώντας μου -εκείνος- σαν παιδί. Καθώς μου τον σύστηνε ο Κωστόπουλος, τον παρατηρούσα: ήταν μια ασυνήθιστα κομψή και πολύ αδύνατη φιγούρα που έμοιαζε να έχει βγει από τις σελίδες κάποιου βιβλίου. Έσφιγγε την πλεκτή ζώνη στο βαμβακερό του παντελόνι λες και φοβόνταν ότι θα του πέσει. Φορούσε λινό πουκάμισο μεγάλης απαλότητας, πιθανόν κεραμιδί. Κοκκάλινα γυαλιά, πορτοκαλί μούσια. Ασορτί μαλλιά. Ένα τσιγάρο σφηνωμένο στα δόντια.

Ο Γιώργος ήταν ένας πραγματικά όμορφος άνθρωπος, εσωτερικά και -γιατί να το κρύψομεν;- εξωτερικά.

Με το καλημέρα, μου αναθέτει να συντάξω ένα αρθράκι. Κάποιος πονηρός είχε βγάλει στην Αμερική μια μάρκα τσιγάρων που την έλεγε Death. «Για δοκίμασε μικρέ να γράψεις κάτι», με σκούντηξε. Λίγη ώρα μετά, του παραδίδω ένα κείμενο με τίτλο: «Ο θάνατος βλάπτει σοβαρά την υγεία». Ο Γιώργος γελάει. Του αρέσει. Το στέλνει στο ατελιέ για στήσιμο χωρίς καμμία αλλαγή. Ήταν το πρώτο κείμενο μου που δημοσιεύτηκε. Τί ειρωνεία, 28 χρόνια μετά, το τσιγάρο σκότωσε τον αγαπημένο φίλο. Δεν ήταν μόνο το τσιγάρο βέβαια. Ο Γιώργος δεν πρόσεχε τον εαυτό του γενικά. Κάπνιζε, έπινε, πάλευε με δάιμονες. Διότι ήταν ένας άνθρωπος που κουβαλούσε σοβαρά τραύματα.

Ο Γιώργος ήταν μόλις δύο ετών όταν έφυγε ο πατέρας του από το σπίτι και εξαφανίστηκε από τη ζωή του. Ήταν 15 χρονών εφηβάκι όταν η μάνα του σκοτώθηκε φεύγοντας μέσα από το παρμπρίζ, μπροστά στα μάτια του. Τα γράφω αυτά διότι τα είχε πει και τα είχε γράψει ο ίδιος. Από μικρός έδινε μάχη με την κατάθλιψη. Με φινέτσα, με αρχοντιά, χωρίς να γίνεται βάρος. Με αυτοσαρκασμό. Όπως είχε γράψει ο ίδιος: «παρίστανα το αντίθετο, καταφεύγοντας στο χιούμορ. Παρότι εκτιμούσα τον εαυτό μου, μου ήταν αδύνατο να αγαπήσω τη ζωή μου, ονειρευόμενος συχνά-πυκνά το θάνατο. Στην πραγματικότητα, αισθανόμουν καλά μόνον όταν ένιωθα δυστυχισμένος».

Ήταν μόλις δύο ετών όταν ο πατέρας του εξαφανίστηκε από τη ζωή του. Ήταν 15 χρονών εφηβάκι, όταν η μάνα του σκοτώθηκε μπροστά στα μάτια του σε τροχαίο.

Ο δυστυχής ήταν τυχερός για όσα του είχε χαρίσει η φύση -μυαλό, εμφάνιση, καρδιά- και ήταν τυχερός που έζησε όπως ήθελε με παρέες, βεγγέρες, όμορφες γυναίκες (ορκίζονταν στη γυναικεία ομορφιά ως υπέρτατο αγαθό) και ένα βουνό βιβλία. Οι φίλοι του από τα μαθητικά χρόνια στη Λεόντειο, από τα φοιτητικά χρόνια στο Στρασβούργο, από τα καλοκαίρια στην Αντίπαρο, από τις βραδιές στη Χάρητος, από τα περιοδικά στη χρυσή τους εποχή, από το διαδίκτυο του σήμερα, τον θαύμαζαν και τον εκτιμούσαν. Δεν τον καταλάβαιναν πάντα αλλά τον αγαπούσαν. Διότι ήταν γλυκός και σκανταλιάρης σαν παιδί.

Όπου κι αν ταξίδευε, το μέσα του ήταν φουρτουνιασμένο. Δεν το έδειχνε.

Ήταν τυχερός αλλά και πολύ άτυχος οικογενειακά, επαγγελματικά (το ταλέντο του δεν εκτιμήθηκε αρκετά και δεν το «πούλησε» ο ίδιος σωστά), οικονομικά. Αλλά δεν το έκανε θέμα. Δεν το έπαιζε αδικημένος. Συνέχιζε να αυτοσαρκάζεται αντί να κλαίγεται. Και να μην προσέχει την υγεία του. Κάπνιζε τρία πακέτα ο άτιμος. Κάποια στιγμή πριν λίγα χρόνια μπαίνει στο νοσοκομείο για μια επέμβαση στην καρδιά. Επιστρέφει σπίτι και τον παίρνω τηλέφωνο. Μου φαίνεται πως τον ακούω να καπνίζει. «Ρε μαλάκα, καπνίζεις;», τον ρωτάω. «Εντάξει βρε», μου λέει, «το μείωσα, δύο πακέτα…». Μένω εμβρόντητος. «Τί μείωσες δύο πακέτα, βγήκες από το νοσοκομείο μετά από επέμβαση στην καρδιά και καπνίζεις ένα ολόκληρο πακέτο;». Γελάει πονηρά. «Όχι βρε», μου απαντά, «από τα τρία πακέτα το μείωσα, και τώρα καπνίζω δύο». Ήταν εξοργιστικός. Ήταν αξιολάτρευτος. Ήταν αυτοκαταστροφικός.

Συνεργαστήκαμε on and off που λένε, για 28 χρόνια. Μετά από εκείνο το πρώτο αρθράκι για τα τσιγάρα Death, μου έδινε συνέχεια να γράφω άρθρα όλο και πιο μεγάλα. Μου έλεγε ότι πρέπει να γίνω εγώ αρχισυντάκτης και διευθυντής μελλοντικά. Μέσα μου σχεδίαζα να αποδεσμευτώ από τα περιοδικά που δεν εκτιμούσαν αρκετά ανθρώπους σαν τον Γιώργο. Τελικά ο Γιώργος είχε δίκιο και όταν ανέλαβα διευθυντής στο Status (αφού στο μεταξύ εκείνος είχε διαγράψει μια αξιόλογη πορεία όντας μεταξύ άλλων υπεύθυνος για το επαναλανσαρισμα του εστέτ περιοδικού ΕΥ), μας έκανε την τιμή να γράφει τη στήλη των ενδυματολογικών συμβουλών. Είμαστε πια στο 2004.

Πάντα με το τσιγάρο, και την σκανταλιά στο βλέμμα. Δεξιά, φοιτητής στο αγαπημένο του Στρασβούργο.

Το Status ήταν τότε ευαγγέλιο για χιλιάδες άντρες και η στήλη Q&A που υπέγραφε ο Γιώργος είχε τρομερή επιτυχία διότι με αφορμή «πεζά» tips για το ντύσιμο έδινε συμβουλές συμπεριφοράς και πρόσφερε μια γενικότερη «αισθηματική αγωγή» στους αναγνώστες του. Κατάφερνε, με έναν μοναδικό συνδυασμό τρυφερότητας και ειρωνείας, να ερεθίζει (χωρίς ποτέ να προσβάλλει), να διασκεδάζει και να επιμορφώνει το κοινό. Το ίδιο έκανε αφού έκλεισε το Status και στο Andro, από την πρώτη μέρα που βγήκε στον αέρα πριν από μια δεκαετία, το site αυτό που αγάπησε ο Γιώργος σαν δικό του.

Με αφορμή «πεζά» tips για το ντύσιμο, ο Κωνσταντινίδης έδινε συμβουλές συμπεριφοράς και πρόσφερε μια γενικότερη «αισθηματική αγωγή» στους αναγνώστες του.

Λέω ότι αγάπησε το Andro σαν δικό του και είναι αλήθεια. Πόσες φορές τον «συνέλαβα» νύχτα να γυρνάει σαν φαντασματάκι στο διαχειριστικό της ιστοσελίδας; Έμπαινα να διορθώσω κάτι και έβλεπα ότι ο Γιώργος ήταν μέσα σε μια άλλη σελίδα και κάτι διόρθωνε κι αυτός. Όχι σε δικό του άρθρο, αλλά στο άρθρο κάποιου άλλου. Τον φανταζόμουν να καπνίζει πάνω από το πληκτρολόγιο και το γαλάζιο φως της οθόνης να βάφει τα πορτοκαλί του γένια και να καθρεπτίζεται στο καλοσυνάτο βλέμμα του. Ίσως είχε δει έναν λάθος τόνο. Ο λάθος τόνος ήταν κάτι πολύ σοβαρό για τον Γιώργο για να το αφήσει έτσι. Όχι μόνο γραμματικά (ήταν άψογος ορθρογράφος και χειριστής της γλώσσας ο ίδιος) αλλά αισθητικά.

Στο μάτι του εκ πεποιθήσεως εστέτ, ακόμα και μια αθώα λεπτομέρεια κτυπάει παράταιρα. Όπως η ιστορία με την τρίχα στο πέτο ενός μαέστρου, που βασάνιζε τον συγγραφέα Κώστα Μαυρουδή, αποτρέποντας τον από το να απολαύσει απερίσπαστος κάποιο κοντσέρτο. Μπορώ να φανταστώ τον Γιώργο να ανεβαίνει στη σκηνή για να τινάξει την τρίχα από το πέτο του μαέστρου. (Όχι ότι θα έκανε ποτέ δημόσια επίδειξη αυτός ο τόσο διακριτικός άνθρωπος).

«Si non è vero è ben trovato», όπως θα έλεγε και ο Γιώργος που αγαπούσε τα Ιταλικά. Και τις Ιταλίδες. (Και τις Γαλλίδες!). Που σημαίνει, «κι αν ακόμα δεν είναι αλήθεια, είναι ένα ωραίο εύρημα», μια όμορφη επινόηση, αυτή με τον μαέστρο και την τρίχα. Μια ωραία ιστορία. Μου την αφηγήθηκε ο έτερος φίλος καρδιάς, συναυτουργός του Andro (ο πρώτος μας Διευθυντής Σύνταξης και πολλά περισσότερα) Γιάννης Τζανετάκης.

Αριστερά: Στα παλιά γραφεία του Andro στο Παγκράτι.  Το χέρι του Κωνσταντινίδη κινείται. Μου κάνει “κωλοδάκτυλο”. Δεξιά: Υπαρξιστής φιλόσοφος, βρετανός ρόκερ, έφηβος της αρχαίας Αθήνας, επαγγελματίας καπνιστής, παλιόφιλος. Πως να περιγράψεις τον Γιώργο;

Στα πρώτα χρόνια του Andro με τον Γιώργο και τον Γιάννη ήμασταν μια αλλόκοτη τριανδρία. Γιώργος και Γιάννης, ή αλλιώς Γιόκο και Τζώνη. Αγαπούσαν και εκτιμούσαν ο ένας τον άλλο και αλληλοσυμπληρώνονταν σαν χαρακτήρες και σαν editors. Πόσο χαίρομαι που είχα την τιμή να δουλέψω τόσο στενά με δύο τόσο αξιόλογους ανθρώπους. Kαι πόσο λυπάμαι που δεν γλεντήσαμε αρκετά όλοι μαζί. Πριν από δύο χρόνια πήγαμε ένα βράδυ στο ουζερί «Η Λέσβος», στη Ζωοδόχου Πηγής, για να θυμηθούμε τα παλιά. Ο Γιώργος ήταν πεσμένος. Το είπα την άλλη μέρα στον Γιάννη. «Πεσμένος, αλλά Γιώργος!» μου απάντησε.

Πεσμένος, καταβεβλημένος αλλά εκατό τοις εκατό «Γιώργος» ακούγονταν και στο τηλέφωνο, μέχρι προχθές. Ήταν αρκετές ημέρες στον Ευαγγελισμό και έψαχναν να βρουν τί τρέχει πάλι με την υγεία του. Δυό – τρεις άνθρωποι, με πρώτη την αγαπημένη του καρδιακή φίλη Νάνσυ Δαλιάνη, βρίσκονταν -με το ζόρι- στο πλευρό του. Ο Γιώργος δεν ήθελε επισκέψεις, δεν ήθελε να είναι βάρος, ίσως και να μην ήθελε να ξέρει. Ίσως κι εγώ να μην ήθελα να ξέρω. Τον έπαιρνα τηλέφωνο και το έπαιζα χαλαρός, υποτίθεται για να του φτιάξω το κέφι αλλά περισσότερο για να ξορκίσω τον φόβο μου για την κατάστασή του.

Στην άλλη άκρη της τηλεφωνικής γραμμής, ένας κοκκινοτρίχης Κάπτεν Χάντοκ χωρίς πίπα και χωρίς τσιγάρο πια, μουρμούριζε χαριτωμένες βρισιές στο τηλέφωνο για να ελαφρύνει το κλίμα. «Ρε συ, μου την έχει σπάσει λίγο εδώ μέσα, χεχε», απαντούσε όταν επέμενα. «Στείλε ρε κανένα θέμα να σου γράψω», κατέληγε πάντα. Απορώ αν είχε καν laptop εκεί μέσα.

Πάντοτε πρίγκιπας, ακόμα και γυμνός με σλίπινγκ μπαγκ. Έτσι του ευχόμαστε να αναπαύεται τώρα.

Το Andro χωρίς τον Γιώργο δεν θα είναι ποτέ πια ίδιο. Το αναρχικό του πνεύμα, η φινέτσα και η λοξή ματιά του που ξεπετάγονταν σε κάθε σκρολάρισμα, έδιναν ένα ανεκτίμητο αλατοπίπερο στη δουλειά μας.

Η απώλεια για τους κοντινούς του ανθρώπους είναι βέβαια τεράστια αλλά μεγάλος είναι ήδη και ο αντίκτυπος του θανάτου του στις τάξεις των αναγνωστών του. Αυτό θα του άρεσε και θα του έκανε εντύπωση. Από χθες το μεσημέρι λαμβάνουμε δεκάδες μηνύματα και τηλεφωνήματα από ανθρώπους που διάβαζαν τον Γιώργο Κωνσταντινίδη και τους λείπει ήδη τρομερά.

Η αλήθεια είναι ότι το Andro χωρίς τον Γιώργο δεν θα είναι ποτέ πια ίδιο. Το αναρχικό του πνεύμα, η φινέτσα και η λοξή ματιά του που ξεπετάγονταν σε κάθε σκρολάρισμα, έδιναν ένα ανεκτίμητο αλατοπίπερο στη δουλειά μας. Θα τον θυμόμαστε πάντα, θα θυμόμαστε και θα ξαναμοιραζόμαστε τα κείμενα του, που είναι σχεδόν όλα διαχρονικά. Αλλά το κενό που αφήνει δεν μπορεί να αναπληρωθεί. Η φανέλα του Γιώργου στο Andro θα αποσυρθεί. Τί νούμερο είχε η φανέλα; Το ζέρο, που κερδίζει μόνο στη ρουλέτα. Το μηδέν και το άπειρο. Άλλωστε ο Γιώργος σιχαίνονταν τα σπορ.

 

 

Διαβάστε ακόμα: Οκτώ χρόνια χωρίς τον αγαπημένο φίλο και συνεργάτη, Αλβέρτο Αρούχ.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top