Η περίφημη σκηνή όπου ο θάνατος δέχεται να παίξει στο σκάκι τη ζωή του ιππότη Αντόνιο Μπλοκ, που υποδύεται ο Μαξ φον Σίντωφ.

Αν έπρεπε να χρησιμοποιηθεί ως εύρημα, θα ήταν υπερβολικό. Τόσο κραυγαλέο μάλιστα, που θα εκτροχίαζε την πρόθεση. Όμως το είδα σήμερα (η ζωή, αντίθετα από τον μύθο, ανέχεται το οριακό), κοιτάζοντας μια τηλεόραση, απ’ αυτές που δεν σταματούν τις βραδινές ώρες στα γραφεία τελετών: Βράδυ, περασμένες έντεκα, ο νεαρός υπάλληλος που ανιά, παρακολουθεί το φιλμ καθισμένος στο γραφείο του.

 Καθυστερώ για λίγο στην ανοιχτή πόρτα, κοιτάζοντας την ταινία που παίζεται μεταγλωττισμένη στα ιταλικά. Είναι «Η Έβδομη Σφραγίδα» του Μπέργκμαν, κι όσο απίστευτο αν φαίνεται, αυτό το ήσυχο αυγουστιάτικο βράδυ βλέπω στον δέκτη του γραφείου τελετών Μπάρτολι –σ’ έναν δρόμο της Πίζας– τη σκηνή που ο μαυροφόρος άγνωστος εμφανίζεται στον ιππότη Αντόνιο Μπλοκ. Ο τελευταίος έχει πρόσφατα επιστρέψει στη χώρα του από μια Σταυροφορία. Τώρα αναπαύεται στην άκρη της παραλίας, έχοντας δίπλα του τον ιπποκόμο Γιενς που ροχαλίζει αμέριμνος, και τα ανήσυχα από τη δίψα άλογά τους.

«Ο θάνατος ανοίγει τον μανδύα του, λες και θέλει να σκεπάσει τον συνομιλητή του».

Ακούω τον διάλογό του με τον σκοτεινό ξένο: – Chi sei? (Ποιος είσαι;), ρωτάει θορυβημένος. – Sono la morte (Είμαι ο θάνατος), απαντά ο επισκέπτης. – Sei venuto per me? (Ήρθες για μένα;) – Περπατώ δίπλα σου από καιρό· είσαι έτοιμος; – Το σώμα μου φοβάται, εγώ όχι, αποκρίνεται ιταλικά ο Μαξ φον Σίντωφ, που αναδεικνύει τις υπαρξιακές μέριμνες του Αντόνιο Μπλοκ. Ο θάνατος ανοίγει τον μανδύα του, λες και θέλει να σκεπάσει τον συνομιλητή του. – Περίμενε, προτείνει ο ιππότης. – Όλοι αυτό ζητούν. – Παίζεις σκάκι; Θέλω να ζήσω όσο κρατώ το παιχνίδι. Αν κερδίσω θα μ’ αφήσεις ελεύθερο. Δέχεσαι;

Βλέπω τον Μαξ φον Σίντωφ να βγάζει απ’ τη σακούλα του ένα σκάκι. Σκύβουν πάνω του. Αν δεν αλλάξει κανάλι ο νεαρός, που ούτε γύρισε να με δει, θα συνεχίζουν το κρίσιμο παιχνίδι τους τμηματικά, αργά, σε κάθε συνάντηση που θα έχουν στην εξέλιξη της ταινίας. Είναι η διασημότερη παρτίδα στην ιστορία του σινεμά, σκέφτηκα, και συγχρόνως με την πιο προβλέψιμη έκβαση. Ήθελα να μεταδώσω έτσι αυτήν τη σκέψη, φτάνοντας τους δικούς μου. Με περίμεναν –τρώγοντας παγωτό– στο τέλος του δρόμου και δεν είδαν, ούτε υποψιάζονται, το θέαμα που μου πρόσφερε το διανυκτερεύον εντευκτήριο του κυρίου Μπάρτολι.

 

// Από το βιβλίο του Κώστα Μαυρουδή «Οι κουρτίνες του Γκαριμπάλντι», Εκδόσεις Νεφέλη, 2000. Δεύτερη έκδοση, αναθεωρημένη, Εκδόσεις Νεφέλη, 2017.)

 

 

Διαβάστε ακόμα: Κώστας Μαυρουδής – Πέντε θέσεις για τον εστέτ.

 

 

 

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top