Αριστερά: «Όταν φέρνω αυτόν τον περίπατο στη σκέψη μου, δημιουργείται ένα παλίμψηστο αποχρώσεων και σχημάτων», γράφει ο Αλέξανδρος Ίσαρης. (Φωτογραφία: Νίκος Κουλαμάς). Δεξιά: Το εξώφυλλο του βιβλίου κοσμεί ο πίνακας του Αλέξανδρου Ίσαρη «Περίπατος», 2019.

Ο περίπατος αρχίζει εδώ και πολλά χρόνια από την επικίνδυνη, αδηφάγα λεύκα, που με υπόγειο τρόπο διοχετεύει ρίζες προς όλες τις κατευθύνσεις υποσκάπτοντας τα θεμέλια του σπιτιού, ως τον μεγάλο σταυρό που φαίνεται από πολύ μακριά, γιατί, έτσι που ορθώνεται σε ένα ύψωμα, γυαλίζει τόσο έντονα όταν πέφτει το φως επάνω στις μεταλλικές του επιφάνειες, που είναι αδύνατον να τον αγνοήσεις. Αυτός ο περίπατος, που έχω κάνει άπειρες φορές μόνος μου ή με την Μ., πάντοτε με την ίδια λαχτάρα, κρύβει αμέτρητες εκπλήξεις, καινούργια θαύματα και νέες εμπειρίες. Όταν τον φέρνω στη σκέψη μου, δημιουργείται ένα παλίμψηστο αποχρώσεων και σχημάτων, όπου συνωθούνται τα σύννεφα, τα χιόνια, τα λουλούδια, οι μυρωδιές, οι βροχές, τα ηλιοβασιλέματα, το χώμα και κυρίως το σκοτάδι, που μέσα του προχωρώ αγγίζοντας νοερά τα πανύψηλα τείχη της νύχτας και ακούγοντας τη σιωπή του απείρου. Όταν δεν έχει φεγγάρι, ο έναστρος ουρανός χαμηλώνει τόσο πολύ, που νομίζω πως σηκώνοντας το χέρι μου θα αγγίξω τους ασημένιους γαλαξίες που διασχίζουν τις απέραντες εκτάσεις του, σαν ποταμοί πλαισιωμένοι από φωτεινές απολήξεις μακρινών ουρανίων σωμάτων.

«Η φύση γύρω μου γεμίζει θροΐσματα αγγέλων, πνευμάτων ή φυλλωμάτων, όπου ζει αιωρούμενος ένας αθέατος, ποικιλόμορφος κόσμος».

Το σούρουπο ο ήλιος κατεβαίνει με βραδύτατους ρυθμούς προς τα άλλοτε ρόδινα, άλλοτε μενεξεδένια και άλλοτε αχνογάλαζα βουνά, που από διάφανα γίνονται συμπαγή, και η φύση γύρω μου γεμίζει θροΐσματα αγγέλων, πνευμάτων ή φυλλωμάτων, όπου ζει αιωρούμενος ένας αθέατος, ποικιλόμορφος κόσμος. Μια μελωδία που βασανίζει το μυαλό μου τη στιγμή της εκκίνησης διαγράφει φωτεινές γραμμές φανερώνοντας εκλάμψεις, ρίγη και σπαραχτικά ξεσπάσματα, καθώς ξετυλίγεται ανερχόμενη ή κατερχόμενη μέσα στους λαβύρινθους της ύπαρξής μου. Αυτή η μελωδία βυθίζεται ύστερα από λίγο σ’ ένα πηχτό έλος ή διασχίζει το μυαλό μου και ξεχύνεται στον αέρα, για να εξαερωθεί μέσα στις συγχορδίες των κελαηδισμών και των υδάτων.

«Η Μονή Μάντζαρη, το γυναικείο μοναστήρι που δεσπόζει με τον όγκο του». (Φωτογραφία: Αλέξανδρος Ίσαρης).

Ο περίπατος αρχίζει με μια ανηφόρα ανάμεσα σε νεόφυτες πικροδάφνες που φτάνουν ως τη δημοσιά. Εκεί που φυτρώνουν οι πυκνόφυλλες ασπραγκαθιές στρίβω αριστερά και, καθώς βαδίζω, ξεδιπλώνονται με αργούς ρυθμούς τα δασωμένα τοπία, τα σφιχταγκαλιασμένα σώματα των ελαιόδεντρων, οι καρυδιές, οι μουριές, τα πλατάνια, οι συκιές και τα εκατοντάδες ευσταλή κυπαρίσσια, που λες και οδεύουν προς τον ουρανό. Σε μια καμπύλη του δρόμου υπάρχει ανάμεσα σε φοινικόδεντρα μια στέρνα και πιο κάτω άλλη μία, υπόγεια αυτή, ακριβώς μπροστά στη Μονή Μάντζαρη, το γυναικείο μοναστήρι που δεσπόζει με τον όγκο του. Όταν φτάνω στο πηγάδι, κάνω πάντοτε μια στάση για να ακούσω τα τζιτζίκια, τα αηδόνια και τα ακούραστα βατράχια, που τα κοάσματά τους μοιάζουν με κακόηχες δεήσεις.

«Στην κορυφή ενός υψώματος, ανάμεσα στα πεύκα, υπάρχει ένα παγκάκι, ένα τραπέζι και ‘‘Ο Μυστικός Δείπνος’’ του Λεονάρντο ντα Βίντσι».

Σ’ αυτόν τον περίπατο έχω συναντήσει κατά καιρούς λαγούς, νυφίτσες, αλεπούδες, φίδια και σκαντζόχοιρους. Από κοντά κι από μακριά ακούγονται γαβγίσματα σκύλων και χλιμιντρίσματα αλόγων. Στο δρόμο προς το σταυρό εμφανίζονται καμιά φορά μορφές πεθαμένων φίλων ή οικείων προσώπων, που στέκονται ακίνητες ή ανεβοκατεβαίνουν χειρονομώντας. Τότε ο χρόνος σταματάει και όλοι, ζώντες και νεκροί, γίνονται ένα μέσα σ’ ένα άχρονο σκηνικό. Οι πιο πολλοί είναι όμορφοι και, ενώ σωπαίνουν, εγώ ακούω τις ενδόμυχες σκέψεις τους που χαϊδεύουν τ’ αυτιά μου.

«Στη δημοσιά, σε μια καμπύλη του δρόμου, υπάρχει ανάμεσα σε φοινικόδεντρα μια στέρνα». (Φωτογραφία: Αλέξανδρος Ίσαρης).

Μετά το μοναστήρι, ο δρόμος γίνεται ανηφορικός και, όταν έχει βρέξει ή χιονίσει, είναι γλιστερός και επικίνδυνος. Σε λίγα λεπτά βρίσκομαι στην κορυφή ενός πυκνοφυτεμένου υψώματος, που την άνοιξη είναι γεμάτο με μαργαρίτες, σπαρτά και παπαρούνες. Εδώ, ανάμεσα στα πεύκα, υπάρχει ένα παγκάκι, ένα τραπέζι και Ο Μυστικός Δείπνος του Λεονάρντο ντα Βίντσι, που είναι στερεωμένος ανάμεσα σε σιδερένια δοκάρια. Κάθομαι στο παγκάκι και παρατηρώ επί πολλή ώρα αυτόν τον πίνακα, που είναι αλλοιωμένος από τις βροχές, το χαλάζι, τα χιόνια και τους ανέμους. Ανάλογα με το φως, οι παραμορφωμένες μορφές του Χριστού και των μαθητών παίρνουν αλλόκοτες στάσεις, ενώ η όλη σύνθεση θυμίζει περισσότερο σύγχρονη ζωγραφική παρά αναγεννησιακή. Τη μορφή του Χριστού διασχίζουν αστραπές, οι μαθητές και η Μαγδαληνή θυμίζουν όντα βγαλμένα από εφιάλτη και η οροφή είναι κατακερματισμένη, έτοιμη να καταρρεύσει στα κεφάλια των εικονιζομένων. Ένας κούκος ακούγεται από μακριά και το βλέμμα μου βυθίζεται στην παράξενη εκείνη σύνθεση και τη διαπερνά, για να συναντήσει γεγονότα του παρελθόντος που έχουν ξεθωριάσει, ή είναι ακόμα ζωντανά, χωρίς όμως να θυμίζουν σε τίποτα την αρχική τους μορφή.

«Σαν υπνωτισμένος προχωρώ προς το σταυρό, απ’ όπου φαίνεται ο Οξύλιθος, που λάμποντας σκαρφαλώνει νωχελικά στο αντικρινό βουνό». (Φωτογραφία: Αλέξανδρος Ίσαρης).

Η ψυχή μου σιγά σιγά γαληνεύει, νιώθω να κολυμπάω στο σύμπαν, οι δυσάρεστες σκέψεις υποχωρούν και σαν υπνωτισμένος προχωρώ προς το σταυρό, απ’ όπου φαίνεται ο Οξύλιθος, που λάμποντας σκαρφαλώνει νωχελικά στο αντικρινό βουνό. Ανεβασμένος σ’ εκείνη τη μυρωμένη κορυφή, νιώθω διάφανος, σχεδόν γυάλινος, με μια κατακόκκινη καρδιά να χτυπάει ακόμα.

 

// Από το βιβλίο του Αλέξανδρου Ίσαρη «Έξι περίπατοι – Προσκέφαλλο με φύλλα λεμονιάς». (Το κείμενο στο βιβλίο έχει τίτλο «Οξύλιθος», σελ. 13-16.) Εκδόσεις Κίχλη, 2020.

 

Διαβάστε ακόμα: «Δεν θα μπορούσα να ζήσω χωρίς να νιώθω αγάπη για τη φύση».

 

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top