«Μέσα από τον Μάρκο βγαίνει ρωμαλέα φωτιά που σου καίει τα σπλάχνα. Πέρα απ’ το θαυμαστικό για την πρωτοποριακή μαεστρία με την οποία χειρίζεται τα ιδιότροπα μακάμια».

Ο Μάρκος είναι ένας φίλος γκαρδιακός που δεν παλιώνει ποτέ. Αναρωτιέμαι συχνά κάθε φορά που τον ακούω, είτε σε χαμηλή υπόκρουση ταβερνοσυμποσίων, είτε όταν εισβάλλει απρόσμενα ανάμεσα σε ουδέτερες ή ανούσιες ραδιοφωνικές ανθολογήσεις, είτε σε κατά μόνας ακροάσεις απ’ το εσαεί ψυχωφελές γραμμόφωνο, πώς γίνεται και με κάνει να νιώθω ένα βαθιά διαβρωτικό και ανυπεράσπιστο μα λυτρωτικό κάψιμο. Σα να σκαλίζει όλο τον κόσμο της ψυχής, σα να τη μουσκεύει και βρίσκοντας ό,τι παρθένο μετά βίας διαφυλάχτηκε να το διακορεύει.

Κάτι αλλιώτικο συμβαίνει μ’ αυτή την πρωτόγονη, βαθύζωνη και αξεθώριαστη στον χρόνο φωνή σ’ όλο το βεληνεκές των ερμηνειών του, από τα πρώτα του ’30 μέχρι τις τελευταίες ηχογραφήσεις με το ηλεκτρισμένο στο φουλ μπουζούκι. Το σπηλαιώδες, παλαιολιθικό ηχόχρωμα σε συνδυασμό με τον μεγαλόπρεπο όγκο και, βέβαια, τον απέριττο αλλά με σουρεαλιστικές πιρουέτες ατόφιο, δημώδους καταγωγής λαϊκό λόγο του κατακυρώνουν την επιβλητική ηχητική εικόνα μιας ερμηνείας που υποστηρίζεται από ακλόνητη αυτοπεποίθηση, ακαταμάχητο σθένος και την οξύτητα μιας ξεπλανεύτρας βραχνάδας.

«Κάτι αλλιώτικο συμβαίνει μ’ αυτή την πρωτόγονη, βαθύζωνη και αξεθώριαστη στον χρόνο φωνή σ’ όλο το βεληνεκές των ερμηνειών του».

Μέσα από τον Μάρκο βγαίνει ρωμαλέα φωτιά που σου καίει τα σπλάχνα. Πέρα απ’ το θαυμαστικό για την πρωτοποριακή μαεστρία με την οποία χειρίζεται τα ιδιότροπα μακάμια. Σίγουρα η άκρα υποβλητικότητα που συνοδεύει την ακρόαση των τραγουδιών του χρωστάει κάτι και στην ιδιοσυγκρασία και στην ψυχική προπαίδεια εκείνων απ’ τους ακροατές του που είναι από χρόνια, από παιδιά ίσως, από χίλιες δυο πυρκαγιές τσουρουφλισμένοι. Γι’ αυτούς και το δίστιχο: «Αφότου εγεννήθηκα, φωτιές με τριγυρίζουν». Όπως και το άλλο, επιγραμματικό και εξομολογητικό στιχάκι: «Πού να βρω καρδιά σαν τη δική μου» (de profundis κατάθεση που έρχεται να συναντήσει τη δίδυμή της στην πένα του ποιητή Νίκου Εγγονόπουλου: «Πουθενά δεν μπόρεσα να συναντήσω τον εαυτό μου»). Εδώ το λίγο έρχεται να βρει το πολύ, μιλάει για τον εαυτό του και συμπυκνώνει μέσα στην ομολογία του χιλιάδων περιπλανημένων ψυχών τον καημό. Και αποτυπώνει καίρια την άκρα απόγνωση γιατί δεν βρίσκει το «ταίρι» του στην μπέσα, στη φιλία, στον «λόγο», στο φιλότιμο, στη δουλειά, στη συνεργασία, στην αγάπη και στον έρωτα.

«Τον φαντάζομαι, τον καιρό του ’60, ν’ αγωνίζεται να θάψει το μαράζι του παραγκωνισμού και της καταφρόνιας που τον σιγοέλιωνε, καθισμένο στο τραπεζάκι της ταβερνούλας κάποιου πονόψυχου κάπελα και ο μικρός Στελάκης να γυρίζει με το τασάκι για τα ψιλά της πελατείας που θα τους ψευτοσυντηρούσαν». (Στη φωτογραφία ο Μάρκος και ο Στέλιος Βαμβακάρης – Από το αρχείο του Στέλιου Βαμβακάρη).

Τον φαντάζομαι, τον καιρό του ’60, ν’ αγωνίζεται να θάψει το μαράζι του παραγκωνισμού και της καταφρόνιας που τον σιγοέλιωνε, καθισμένο στο τραπεζάκι της ταβερνούλας κάποιου πονόψυχου κάπελα και ο μικρός Στελάκης να γυρίζει με το τασάκι για τα ψιλά της πελατείας που θα τους ψευτοσυντηρούσαν. Τότε θα ’παιζε και θα κελαηδούσε ίσως ακόμη πιο συγκλονιστικά απ’ τις εποχές των κυνηγημένων τεκέδων, με το πάθος που πυροδοτεί –ανάμεσα σ’ ένα σωρό αγέρωχους διάττοντες– η αυτογνωσία της πραγματικής αξίας ενός συγκυριακώς απόβλητου, ενός ακούσιου παρία, που είχε στα νιάτα του γευτεί τις αφειδείς ζητωκραυγές του δαφνόστεφου λαϊκού πάλκου.

«Η φήμη ενός Προμηθέα του λαϊκού τραγουδιού δεν τον συνοδεύει άδικα».

Κάποτε λέγοντας τα κάλαντα με φίλους ομογενείς στον Πατριάρχη του χάρισα το βιβλιαράκι μου Ο Μάρκος στο χαρέμι – Ο Βαμβακάρης στο θέατρο σκιών, που παρουσιάζαμε τότε στην Πόλη. «Είναι ο ομόβαθμός σας του ρεμπέτικου» αποτόλμησα. «Ξέρω, το αξίζει» είπε. Φαίνεται πως ο Μάρκος –παρά την κακόβουλη μακροχρόνια ταύτισή του με την άγρια μαστούρα, που ακόμη προκαλεί την αποστροφή κάποιων σεμνότυφων– είναι μια καθηλωτική προσωπικότητα και τους υποχρεώνει όλους –ακόμη κι αν η περίπτωσή του δεν τους ταιριάζει– να τον σεβαστούν. Και πως η φήμη ενός Προμηθέα του λαϊκού τραγουδιού δεν τον συνοδεύει άδικα.

Το βιβλίο του Μάνου Ελευθερίου «Μαύρα μάτια» είναι ενα οδοιπορικό στα πρώτα δεκαπέντε χρόνια (από το 1905 έως το 1920) της ζωής του Μάρκου Βαμβακάρη στη Σύρο. Πλασιωμένο από πλούσιο αρχειακό, εικονογραφικό υλικό.

Ο αμείλικτος Χρόνος, που σαρώνει όλους τους ανθρώπινους θρύλους, όπως ο θυμωμένος Βοϊδομάτης τις κροκάλες που στοιβάζονται στον βυθό του, επιφύλαξε γι’ αυτή τη φλογισμένη –με το βραχνό, μα στίλβον φως βασανισμένη ψυχή– φωνή τον ταπεινό μα ανεξίτηλο θρόνο του Δασκάλου της ρεμπέτικης εποποιίας. «Σ’ αυτόν πατήσανε όλοι» πίστευε ο αγαπημένος του μαθητής Μπιθικώτσης. Για να βρει μια θέση η τιμή της Τέχνης του δίπλα σ’ εκείνες των Δημιουργών που ενδυναμώνουν την ευψυχία του Γένους και χτίζουν το πάνθεον της νεοελληνικής μυθολογίας αλλά και ευρύτερα της ιστορίας μας, όπως ο Μακρυγιάννης, ο Θεόφιλος, ο Χαλεπάς…

«Ο Μάρκος είναι μια καθηλωτική προσωπικότητα και τους υποχρεώνει όλους να τον σεβαστούν».

Μα πέραν αυτών, ονομάτων που δεν σημειώνουμε και εκδοχών που δεν τολμάμε συχνά να διατυπώσουμε και για το ρίσκο του πράγματος και για να μην αδικήσουμε μοιραία κάποιους που τυχαίνει να λησμονήσουμε, σημασία έχει η έντονη και διαχρονική αίσθηση: Ο Μάρκος σε καίει. Οι άλλοι, όπως, παραδείγματος χάρη, σε άλλη συχνότητα ο Χατζηχρήστος, ο Μπαγιαντέρας, ο Παπαϊωάννου –και ασφαλώς ο Άκης Πάνου, πιο στενός συγγενής απ’ όλους, παλιότερους και νεότερους με τον Μάρκο–, μπορεί να σε καίνε, αλλά παρόλο που σε καίνε, όσο κι αν σε καίνε, κάποια στιγμή, σαν ανακουφιστική ανάπαυλα, σε δροσίζουν. Ο Μάρκος πάντοτε σε καίει.

 

// Το κείμενο του Θωμά Κοροβίνη που φιλοξενεί η στήλη περιλαμβάνεται (με τίτλο «Ο Μάρκος σε καίει», σελ. 15-17) στο βιβλίο του Μάνου Ελευθερίου «Μαύρα μάτια: Ο Μάρκος Βαμβακάρης και η συριανή κοινωνία στα χρόνια 1905 – 1920», Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2013.

 

Διαβάστε ακόμα: Θωμάς Κοροβίνης – «Καληνύχτα, καρντάση μου».

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top