Η Αθηνά Παπαφωτίου μας υποδέχθηκε στο Luis Bistrot και μας ευχήθηκε cheers με montetonic.

Όπου γης και πατρίς. Αν και στην περίπτωσή της ισχύει το «όπου γης και βόλεϊ». Η Αθηνά Παπαφωτίου είναι μια κλασική περίπτωση αθλήτριας εγνωσμένης αξίας που έψαξε την τύχη της εκτός των ελληνικών συνόρων. Και μάλιστα δεν το έκανε άπαξ, αλλά δοκίμασε ένα ταξιδιωτικό και, φυσικά, αθλητικό σιρκουί που περιλάμβανε τη Γερμανία, τη Γαλλία, την Ιταλία και την Πολωνία.

Αυτή η διαδρομή κράτησε επτά ολόκληρα χρόνια που την γέμισαν εμπειρίες, αθλητικές παραστάσεις στο υψηλότερο επίπεδο και εικόνες ενός διαφορετικού κόσμου που υπάρχει εκεί έξω και κυκλοφορεί στην υπόλοιπη Ευρώπη. Τώρα, λόγω του Παναθηναϊκού, η  διεθνής πασαδόρος αποφάσισε να κάνει την μεγάλη επιστροφή στα πάτρια εδάφη.

Ολα τα καλά ξεκινούν με ένα τσούγκρισμα.

Μιλώντας μαζί της καταλάβαμε πως έχει κρατήσει από κάθε σταθμό τα καλά που της έτυχαν. Επειδή, όμως, όλες οι χώρες δεν είναι ίδιες, η Ιταλία ήταν εκείνη που της έκλεψε την καρδιά. Σιγοπίνοντας ένα montetonic στο Louis bistrot της οδού Αθηναΐδος, ένα χαλαρό απόγευμα στο κέντρο της Αθήνας, έφερε ξανά στο μυαλό της τα αντίστοιχα χαλαρά απογεύματα της Ιταλίας, μετά την προπόνηση. Τότε πουμαζί με τις συμπαίκτριές της περνούσαν καλά πίνοντας το aperitivo τους και ζώντας τη κάθε στιγμή σαν να ήταν κάτι μοναδικό. Και κάπως έτσι ξεκίνησε αυτή η συνέντευξη.

«Στην Ιταλία μετά την προπόνηση λέγαμε “πάμε για aperitivo”, που κατέληγε σε φαγητό».

«Aπό μικρή είχα ασχοληθεί με όλα τα αθλήματα που μπορούσα. Ηταν ένας τρόπος για να μην μένω στο σπίτι πολλή ώρα».

«Πριν φύγω για το εξωτερικό έπαιζα στο υψηλότερο επίπεδο, αλλά ελλείψει ανταγωνισμού μού ήταν πιο άνετο. Στο εξωτερικό αναγκάστηκα να βγω από τη ζώνη ασφαλείας μου».

– Πόσα χρόνια παίζεις βόλεϊ; 

Έχω ξεκινήσει από 9-10 ετών. Επαγγελματικά, ωστόσο, παίζω από τα 18.

– Πώς προέκυψε το συγκεκριμένο άθλημα στη ζωή σου; 

Ήταν το άθλημα της γειτονιάς μου. Από μικρή είχα ασχοληθεί με όλα τα αθλήματα που μπορούσα. Ηταν ένας τρόπος για να μην μένω στο σπίτι πολλή ώρα. Ετυχε να μένω πολύ κοντά στο γήπεδο του Ηλυσιακού από όπου και, τελικά, ξεκίνησα. Ηταν το πρώτο ομαδικό άθλημα που έκανα και με εντυπωσίασε.

«Το μπάσκετ και το ποδόσφαιρο έχουν φέρει περισσότερες επιτυχίες στην κατηγορία των ανδρών, αλλά το βόλεϊ είναι το Νο1 άθλημα στο γυναικείο φύλο!»

Επειτα από επτά χρόνια περιπλάνησης, η Αθηνά Παπαφωτίου επιστρέφει στην Ελλάδα. Εδώ, γεύεται τα ωραία πιάτα του Louis Bistrot με ένα Monte Tonic.

– Πότε, όμως, άρχισες να αγαπάς πραγματικά το βόλεϊ; 

Από την αρχή. Προηγουμένως έκανα κολύμβηση και ενόργανη γυμναστική. Αυτό που με ξετρέλανε στο βόλεϊ ήταν ότι ήμασταν μια παρέα. Ήμασταν είκοσι κορίτσια και περνούσαμε καλά! Ήταν η παρέα και η φύση της προπόνησης αυτά που με έκαναν να αγαπήσω το σπορ.

– Τι θα έλεγες σε ένα κορίτσι που θα σκεφτόταν να ξεκινήσει τώρα το βόλεϊ; Τι να περιμένει; 

Την αίσθηση της παρέας. Να μπορείς να πετύχεις έναν στόχο έπειτα από ομαδική προσπάθεια. Δεν το βρίσκεις αυτό εύκολα στη ζωή. Στο σχολείο είσαι με παρέα, αλλά μέσα στην τάξη ο καθένας πορεύεται μόνος του, υπάρχει ανταγωνισμός. Στο βόλεϊ σε συνδέουν για πρώτη φορά κοινοί στόχοι. Αυτό γίνεται αβίαστα. Δένεσαι με τους ανθρώπους. Είναι κάτι ξεχωριστό αυτό που βιώνεις. Μου συμβαίνει ακόμη και τώρα, κάθε φορά που αλλάζω ομάδα.

«Είμαστε λίγο πιο χαλαροί σε σχέση με άλλους λαούς. Κι αυτό το λέω τώρα που βγήκα έξω και είδα κάποια πράγματα. Μας αρέσει η καλοπέραση και η ωραία ζωή».

Οι μπρουσκέτες με προσούτο του Louis Bistrot είναι ιδανικό ταίρι για το montetonic την ώρα του Aperitivo.

– Ταιριάζει στον Έλληνα και την Ελληνίδα το βόλεϊ; 

Το βόλεϊ είναι το Νο1 άθλημα στο γυναικείο φύλο! Το μπάσκετ και το ποδόσφαιρο έχουν φέρει περισσότερες επιτυχίες και έχουν μεγαλύτερη προβολή, αλλά αυτό ισχύει στους άντρες. Στο σωματότυπό μας ταιριάζει καλύτερα το βόλεϊ. Τώρα επειδή στη νοοτροπία, είμαστε λίγο πιο χαλαροί σε σχέση με άλλους λαούς, μας αρέσει η καλοπέραση και η καλή ζωή, επίσης το βόλεϊ είναι λιγότερο ανταγωνιστικό από άλλα σπορ. Βεβαίως όταν θέλεις να διακριθείς και να ξεχωρίσεις, απαιτούνται και κάποια άλλα στοιχεία. Όχι πως δεν τα έχουμε ως λαός, αλλά χρειάζονται ειδικές συνθήκες για να τα εμφανίσουμε.

– Εσύ τα είχες αυτά τα στοιχεία ή τα απέκτησες στην πορεία; 

Δεν τα είχα! Φεύγοντας για το εξωτερικό, συνειδητοποιείς πως η αγορά είναι μεγάλη. Υπάρχουν πάρα πολλοί παίκτες ίδιοι με εσένα ή ακόμη και καλύτεροι. Τότε καταλαβαίνεις πως αν θέλεις να επιβιώσεις σε έναν τέτοιο κόσμο πρέπει να σκληραγωγηθείς, πρέπει να δείξεις ένα άλλο πρόσωπο. Να δείξεις ότι «πεθαίνεις» γι’ αυτό που θέλεις να κάνεις. Πριν φύγω για το εξωτερικό έπαιζα στο υψηλότερο επίπεδο, αλλά ελλείψει ανταγωνισμού μού ήταν πιο άνετο. Στο εξωτερικό αναγκάστηκα να βγω από τη ζώνη ασφαλείας μου.

«Η Ελλάδα λόγω και γεωγραφικής σχέσης δεν περιτριγυρίζεται από χώρες που είναι πιο αναπτυγμένες από εμάς. Αυτό δεν μας επιτρέπει να δούμε πόσο γρήγορα αλλάζει ο κόσμος».

– Γι’ αυτό το λόγο αποφάσισες να φύγεις από την Ελλάδα; 

Ήθελα να πάω σε ένα καλύτερο πρωτάθλημα, αλλά το βασικό κίνητρο ήταν η κατάσταση στην Ελλάδα. Ήταν τότε τα χρόνια της κρίσης όπου ο αθλητισμός χτυπήθηκε ιδιαίτερα. Οι ομάδες ήταν πολλές φορές ασυνεπείς προς τις παίκτριες. Οι συνθήκες, λοιπόν, δεν μου επέτρεπαν να συνεχίσω το βόλεϊ επαγγελματικά. Έπρεπε να κινηθώ άμεσα. Όταν έφυγα, δεν ήμουν πολύ μικρή. Ήμουν ήδη 25 χρονών. Οι ξένες ομάδες με θεωρούσαν μεγάλη.

– Εδώ θα ήσουν ακόμη ταλέντο… 

Ναι, ισχύει! Η Ελλάδα λόγω και γεωγραφικής σχέσης δεν περιτριγυρίζεται από χώρες που είναι πιο αναπτυγμένες από εμάς. Αυτό δεν μας επιτρέπει να δούμε πόσο γρήγορα αλλάζει ο κόσμος (όχι μόνο στον αθλητισμό). Η Γερμανία, η Γαλλία, η Ιταλία ή η Ολλανδία συναγωνίζονται διαρκώς. Ο ένας κλέβει ιδέες από τον άλλον, προσπαθούν να μοιάσουν ο ένας στον άλλον. Εμείς δεν έχουμε ξεκάθαρη εικόνα. Μπορεί να βλέπουμε στην τηλεόραση τι γίνεται, αλλά δεν πάμε να παίξουμε ένα φιλικό στην Ιταλία να καταλάβουμε τη διαφορά επιπέδου. Εφησυχάζουμε και ζούμε στον μικρόκοσμό μας.

«Ήθελα να δω πράγματα, να αποκτήσω εμπειρίες, να έχω εικόνα από όλα τα πράγματα. Γι’ αυτό πήγα και στο εξωτερικό».

«Στην Ελλάδα ζούμε σε έναν ωραίο κόσμο μεν, αλλά όχι αληθινό αν θέλουμε να πούμε ότι ανταγωνιζόμαστε τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές δυνάμεις».

– Ζούμε σε έναν μαγικό δικό μας κόσμο;

Ωραίο κόσμο μεν, αλλά όχι αληθινό αν θέλουμε να πούμε ότι ανταγωνιζόμαστε τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές δυνάμεις.

– Σε πόσες χώρες έχεις αγωνιστεί; 

Σε τέσσερις χώρες. Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία και Πολωνία.

Μonte Τonic: δροσιστικό και αρωματικό. Ο,τι πρέπει για ένα aperitivo.

– Μου έκανε εντύπωση, κοιτώντας το βιογραφικό σου, ότι κάνεις συνεχώς μεταγραφές. Σαν να μην στεριώνεις πουθενά. Ισχύει; 

Στην Ελλάδα δεν είχα ιδιαίτερο λόγο να φύγω ή να ψάξω για άλλη ομάδα. Φεύγοντας για το εξωτερικό άφησα πίσω τη ζωή μου. Σε κάθε χώρα που πήγαινα δεν είχε κάτι άλλο να με κρατάει πέραν του βόλεϊ. Πάντα θέλεις να κάνεις το επόμενο βήμα ελπίζοντας πως θα είναι καλύτερο από το προηγούμενο. Έτσι είναι και η φύση του αθλήματος. Είναι λίγοι οι αθλητές που μένουν πάρα πολλά χρόνια σε μια ομάδα. Μένεις 2-3 χρόνια κι ύστερα αλλάζεις. Αναζητάς κάτι που να σου ταιριάζει και να σε ανανεώνει. Εγώ δεν ξεκίνησα να παίζω αμέσως στην κορυφαία ομάδα της Ιταλίας, είχα μια πορεία ανοδική. Πρώτα πήγα στη Γερμανία, ύστερα στη Γαλλία και πολύ μετά στην Ιταλία. Αυτό σε αναγκάζει να ψάχνεις την κατάλληλη ευκαιρία που θα σου ταιριάζει και θα σε αναδείξει.

«Τα τελευταία δύο χρόνια λόγω της πανδημίας ήμουν συνεχώς στο γήπεδο ή στο σπίτι. Δεν υπήρχε τίποτα άλλο να κάνω».

– Τι άλλο κέρδισες από το εξωτερικό; 

Ήθελα να δω πράγματα, να αποκτήσω εμπειρίες, να έχω εικόνα από όλα τα πράγματα. Άλλος ένας λόγος που δεν ήθελα να πιάσω μόνο έναν «σταθμό».

Ποιος μπορεί να πει όχι στις γαρίδες τempura; Με wakame και μαγιονέζα σφενδάμου για να συμπληρωθεί η γεύση.

– Τώρα, όμως, επέστρεψες στην Ελλάδα. Γιατί;

Για δύο λόγους. Επτά χρόνια στο εξωτερικό, άρχισαν να βαραίνουν λίγο. Επίσης, έφτασα σε ένα σταθερό σημείο στο εξωτερικό και όταν το έχεις κάνει πολλά χρόνια, πλέον δεν σου είναι αρκετό. Μου έλειπαν η οικογένειά μου και οι φίλοι μου. Επί επτά χρόνια ζούσα δύο ζωές. Για τρεις μήνες ήμουν στην Ελλάδα και οκτώ στο εξωτερικό. Κάθε φορά ήταν μια καινούργια αρχή, από το μηδέν. Έκανα σχέσεις με ανθρώπους και στη συνέχεια τους εγκατέλειπα.

– Σκληρό είναι αυτό. 

Από τη μια δεν βαριέσαι, γνωρίζεις καινούργιους ανθρώπους, αλλά φτάνεις κάποια στιγμή σε ένα σημείο που λες «θέλω και άλλα πράγματα στη ζωή». Αυτό δεν μπορώ να πω ότι είχε ωριμάσει σαν σκέψη μέσα μου. Τα τελευταία δύο χρόνια λόγω της πανδημίας ήμουν συνεχώς στο γήπεδο ή στο σπίτι. Δεν υπήρχε τίποτα άλλο να κάνω. Πριν προλάβει να ολοκληρωθεί η σεζόν ήρθε η πρόταση του Παναθηναϊκού -και άλλων ομάδων της Ελλάδας- που φάνηκε να ξεκινάει ένα καλό project: να επενδύει χρήματα, να έρχονται καλές ξένες αθλήτριες. Έτσι, σε συνδυασμό με τον τρόπο που έβλεπα εκείνη τη στιγμή τα πράγματα και το πώς ήθελα να συνεχίσω τη ζωή μου και την καριέρα μου, αποφάσισα να επιστρέψω.

Με ένα montetonic στο χέρι και με aperitivo διάθεση, η Αθηνά υποδέχεται την Άντεια στο Louis Bistrot.

– Σε ποια χώρα ήταν η καλύτερή σου χρονιά; 

Πέρασα παντού πολύ ωραία. Αγωνιστικά, μάλλον έπαιξα τις καλύτερες χρονιές μου στη Γαλλία. Από άποψη ζωής και to πόσο καλά πέρασα ήταν η Ιταλία και επειδή έπαιξα στην καλύτερη ομάδα της χώρας. Πάντως, και στη Γερμανία κατακτήσαμε έναν τίτλο και στην Πολωνία ήρθαμε δεύτεροι. Γενικά, από όλες τις ομάδες είχα κάτι πολύ καλό να κρατήσω.

– Αν έπρεπε να επιστρέψεις σε μια από αυτές τις χώρες, ποια θα επέλεγες; 

Σίγουρα την Ιταλία!

«Θυμάμαι στη Γαλλία και τη Γερμανία άνοιγα με αγωνία το παντζούρι για να δω αν έχει ήλιο. Στην Ιταλία ένιωθα ανάλαφρη».

«H φιλοσοφία των Ιταλών μοιάζει με τη δική μας. Ο τρόπος που αντιμετωπίζουν τη ζωή τους είναι παρόμοιος».

– Γιατί θα ήθελες να επιστρέψεις στην Ιταλία; 

Διότι είμαστε πολύ κοντά σε νοοτροπία. Εχω ζήσει στο Τρεβίζο, στη Β. Ιταλία, και την Ανκόνα που είναι πιο κεντρικά και διαπίστωσα πως, όντως, η φιλοσοφία των Ιταλών μοιάζει με τη δική μας. Ο τρόπος που αντιμετωπίζουν τη ζωή τους είναι παρόμοιος. Ας πούμε, στη Γαλλία ή τη Γερμανία ό,τι είναι να κάνεις το κάνεις έως τις 7 το απόγευμα. Μετά τις 7 έχουν κλείσει τα πάντα και έχει τελειώσει η ζωή. Ακολουθεί ο καθένας μια πιο κλειστή ζωή, πιο οικογενειακή. Στην Ιταλία τελειώνεις τη δουλειά σου και θα βγεις να πιεις ένα ωραίο αperitivo ή θα κάνεις τη βόλτα σου. Ο κόσμος μιλάει δυνατά στις καφετέριες, τα κλαμπ και τα εστιατόρια. Το κλίμα έπαιξε σπουδαίο ρόλο στο να περάσω καλά στην Ιταλία. Θυμάμαι στη Γαλλία και τη Γερμανία άνοιγα με αγωνία το παντζούρι για να δω αν έχει ήλιο. Στην Ιταλία ένιωθα ανάλαφρη. Εντάξει,  ειδικά το Τρεβίζο είναι πιο κοντά στην κεντρική Ευρώπη, οπότε θύμιζε λίγο περισσότερο κεντρική Ευρώπη.

Πορτοκαλί, γλυκό και πικρό σε μια θαυμαστή ισορροπία. Και απογευματινό. Το montetonic είναι το ποτό του απεριτίβο.

– Οι άνθρωποι πώς είναι στην Ιταλία;

Εκφράζονται παρόμοια με εμάς. Ακόμη και η γλώσσα του σώματος, έτσι όπως κουνούν τα χέρια τους, μοιάζει με τη δική μας. Η κουζίνα, φυσικά, που για μένα είναι η καλύτερη του κόσμου κι ας στεναχωρώ κάποιους Έλληνες, ήταν το κάτι άλλο.

– Φαντάζομαι ως αθλήτρια δεν μπορούσες να την γευτείς σε επαρκείς δόσεις…

Αυτή ήταν η αιώνια συζήτηση που είχα με τις ιταλίδες συμπαίκτριές μου που έτρωγαν κάθε μεσημέρι pasta. Δεν νοείται μεσημεριανό, μεταξύ των δύο προπονήσεων, δίχως pasta. Εγώ έλεγα πως αν έτρωγα κάθε μεσημέρι μακαρόνια θα πάχαινα. Κι όμως, εκείνες έτρωγαν ακόμη και πίτσα. Δεν ξέρω, δεν το προσπάθησα (γελάει).

«Από την ιταλική κουζίνα μου άρεσε πολύ η ταλιάτα. Σίγουρα και οι πίτσες με τη λεπτή ζύμη!»

– Το καλύτερο πιάτο που έχεις φάει στην Ιταλία ποιο είναι; 

Τι να πω; Όλα μου άρεσαν. Η ταλιάτα μου άρεσε πολύ. Σίγουρα οι πίτσες με τη λεπτή ζύμη. Μου άρεσε ο τρόπος που φτιάχνουν τα μακαρόνια. Στην Ιταλία όλα έχουν καλύτερη γεύση!

«Από την Ιταλία μου έχει μείνει ότι αξίζει να προσέχεις το ντύσιμό σου και τον τρόπο που βγαίνεις».

– Τι τους κάνει ξεχωριστούς τους Ιταλούς; 

Το κράτος τους είναι πιο οργανωμένο σε σχέση με το δικό μας. Αν και σε σύγκριση με τη Γερμανία και τη Γαλλία μοιάζει ανοργάνωτο. Εμείς ζούμε σε ένα χαοτικό κράτος. Μπορεί οι Ιταλοί να έχουν την καλή ζωή και την καλοπέραση, αλλά ταυτόχρονα ακολουθούν κάποιους κανόνες και προσπαθούν να είναι λειτουργικοί. Εμείς δεν το έχουμε καταφέρει αυτό από μόνοι μας. Χρειαζόμαστε εξωτερική παρέμβαση.

– Ακόμα και το dress code τους είναι διαφορετικό από το δικό μας. 

Για τους Ιταλούς δεν το συζητάμε, ζουν γι’ αυτό. Ντύνονται έτσι για να νιώσουν ωραία. Το κάνουν για τους εαυτούς τους όχι για τους άλλους. Ο ένας, βέβαια, παρασύρει τον άλλον, αλλά αυτό που τους ενδιαφέρει είναι να περάσουν πρώτα καλά οι ίδιοι. Σίγουρα παίζει μεγάλο ρόλο ότι η Ιταλία είναι η χώρα της μόδας. Δεν έχω απάντηση από πού προέρχεται η φινέτσα τους. Είναι θέμα κουλτούρας που υπάρχει στη χώρα πολλά χρόνια.

«Εβλεπα συχνά πολλούς Ιταλούς να πίνουν Amaro Montenegro τα απογεύματα. Το aperitivo είναι σαν να ταξιδεύεις, να χάνεσαι για λίγο».

– Οι άντρες στην Ιταλία πώς είναι;

Είναι πιο επικοινωνιακοί σε σχέση με τους Γερμανούς και τους Γάλλους. Ξέρουν πολύ καλά πώς θα μιλήσουν και πώς θα σε πείσουν γι’ αυτό που θέλουν. Ειδικά αν θέλουν να σε ενθουσιάσουν. Είναι το στυλ τους, το λέγειν τους, ο αέρα που αποπνέουν. Για τα δικά μου γούστα, επειδή είμαι Ελληνίδα και έχω άλλες παραστάσεις, παραείναι… προσεγμένοι. Πολλές φορές παραξενεύτηκα από το πόσο προσεγμένοι είναι! Το πώς συνδυάζουν το παντελόνι με το πουκάμισο ή κάποια μικρή λεπτομέρεια πάνω τους. Όχι ότι δεν το υποστήριζαν ή ότι δεν μου άρεσε, αλλά στην Ελλάδα έχουμε έναν διαφορετικό στυλ.

Η Αθηνά και η Άντεια σιγοπίνουν το Monte Tonic τους.

– Κράτησες από την Ιταλία κάτι για την καθημερινότητά σου; 

Μου έχει μείνει ότι αξίζει να προσέχεις το ντύσιμό σου και τον τρόπο που βγαίνεις. Δεν ξέρω αν μου προέκυψε λόγω ηλικίας ή λόγω Ιταλίας, αλλά τείνω να ευχαριστιέμαι περισσότερο πια ένα φαγητό έξω ή ένα aperitivo. Αυτό μου λείπει στην Ελλάδα, η ιδέα του aperitivo.

– Ως αθλήτρια έβγαινες; 

Όλοι οι αθλητές έχουν χρόνο να βγουν. Δεν ξέρω τι πιστεύει ο κόσμος, αλλά έχουμε χρόνο να βγούμε, απλώς δεν είναι άπλετος. Είναι κάποιες μέρες και είναι συγκεκριμένος. Προφανώς, μια ημέρα πριν από τον αγώνα δεν θα βγεις ή αν έχεις δύσκολο πρόγραμμα ή είσαι κουρασμένος. Αυτό το ρυθμίζεις. Στην Ιταλία μετά την προπόνηση λέγαμε «πάμε για aperitivo», που κατέληγε σε φαγητό. Ούτε κουραζόμασταν ούτε γυρνούσαμε πολύ αργά.

– Λες συνέχεια για το aperitivο. Τι σου αρέσει να πίνεις ή τι έβλεπες στην Ιταλία να πίνουν; 

Συνήθως πίνω montetonic ή κρασί, αλλά έβλεπα συχνά τους Ιταλούς να πίνουν Amaro Montenegro. Το aperitivo είναι σαν να ταξιδεύεις, να χάνεσαι για λίγο. Και μόνο η λέξη με χαλαρώνει και με προδιαθέτει να περάσω ευχάριστα. Δεν είναι όπως λέμε «θα πάω για ένα ποτό». Είναι κάτι ακόμη πιο χαλαρό και παρεϊστικο. Δεν περιμένεις κάτι, απλώς πηγαίνεις για να ευχαριστηθείς.

 

Montetonic

– 50 ml Amaro Montenegro
– 120 ml Tonic Water
– μια ροδέλα από πορτοκάλι

Προσθέτουμε όλα τα υλικά σε ένα ποτήρι γεμισμένο με πάγο και το γαρνίρουμε με την ροδέλα του πορτοκαλιού.

 

//Ευχαριστούμε το Louis Bistrot για τη φιλοξενία (Καλαμιώτου 3 &, Αθηναΐδος, 21 0323 8673).

 

Διαβάστε ακόμα, Εύη Παπαδοπούλου: «Οι Ιταλοί προσθέτουν στα πάντα κάτι από τη χαρά της ζωής».

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top