Ήδη, από αυτή τη δοκιμαστική περίοδο, το wine bar φιλοξενεί αρκετά ανήσυχα και δημιουργικά άτομα της πόλης.

Η γειτονιά του Κυνοσάργους βρίσκεται εδώ και χρόνια στη σκιά του Μετς. Αν και υπήρξε η μήτρα του κυνισμού, όντας ένα απ’ τα σημαντικότερα γυμνάσια των Αθηνών και κτίριο διδασκαλίας του Αντισθένη, η γειτονιά πλέον αφορά ζωηρούς φλανέρ. Πολλοί Αθηναίοι που κατηφόριζαν τις μικρές ώρες για να φωλιάσουν στη νοσταλγική αγκαλιά του «Μπάτμαν», τώρα έχουν έναν διαφορετικό λόγο.

Σ’ αυτή τη γειτονιά κρύβεται ένα κινηματογραφικό σκηνικό που οριοθετείται από έναν πλατύ υποφωτισμένο δρόμο χαμηλής κυκλοφορίας και μια πολύβουη λεωφόρο, που υπό τη σωστή γωνία αποκαλύπτει τον Παρθενώνα δστο βάθος. Από τότε που ξεκίνησε η δοκιμαστική περίοδος των «Επτά Μαρτύρων», εδώ και λίγες μέρες δηλαδή, είναι το μέρος που πίνουν τα κρασιά τους πολλά ανήσυχα και δημιουργικά άτομα της πόλης.

Το νέο entry των wine bars βρίσκεται στην οδό Μεναίχμου στον αριθμό 3, εκεί που μέχρι πρότινος στεγαζόταν το Cobra High, ένα στέκι μουσικών με πάρα πολύ συχνά live (πολύ υψηλής ποιότητας!) που κυμαίνονταν ανάμεσα στο ρεμπέτικο και την jazz, είχε μια diy αισθητική με ξύλινους πάγκους και βαρέλια αντί για σταντ και σέρβιραν μπάο μπανς με προβατίνα και μπύρα σε πλαστικά ποτήρια. Τώρα τα πράγματα είναι κάπως διαφορετικά.

Αν και σε προετοιμάζουν να γευτείς μεζέδες με τον τρόπο που σερβίρονται σε ένα βολιώτικο τσιπουράδικο, δηλαδή σιγά σιγά, συνοδευτικά του ποτού, και προοδευτικά σε ποσότητες, στην πραγματικότητα η ατμόσφαιρα που έχουν φτιάξει οι επτά φίλοι παραπέμπει περισσότερο σε ένα φιλόξενο αθηναϊκό διαμέρισμα με ανοιχτές πόρτες που ο οικοδεσπότης δε σταματάει να τρατάρει λιχουδιές μήπως και φρενάρει το μεθύσι.

Πολλοί Αθηναίοι που κατηφόριζαν τις μικρές ώρες για να φωλιάσουν στη νοσταλγική αγκαλιά του «Μπάτμαν», τώρα έχουν έναν διαφορετικό λόγο.

Οι τοίχοι είναι γυμνοί, κι εμένα κάπως μ’ άρεσε αυτή η ησυχία…

Αν περνάς ανυποψίαστα, θα πρέπει να πλησιάσεις τη τζαμαρία για να δεις τι παίζει μέσα, αν και το πιθανότερο είναι να έχουν στηθεί στο πεζοδρόμιο τα πηγαδάκια των καπνιστών. Πέρα από τον προφανή σεβασμό στους συνδαιτημόνες και στα ρούχα μας, συχνά σκέφτομαι την κοινωνική διάσταση που έχει η απαγόρευση του καπνίσματος σε εσωτερικούς χώρους.

Η τζαζ είναι η μόνη σταθερά στο μαγαζί, μόνο που είναι διανθισμένη με χαλαρή R&B και hip hop, άνετα για να τα πεις με την παρέα, τσιμπημένη τόσο για να φλερτάρεις χωρίς να σε ακούνε. Πιο αργά θα ακουστεί Μαίρη Λίντα, Πάνος Γαβαλάς, και φυσικά Στέλιος Καζαντζίδης (ο οποίος κοσμεί το προφίλ του μαγαζιού στο ίνσταγκραμ).

Όπου κι αν βρίσκεσαι, στέκει επιβλητικός ο πολυέλαιος που κρέμεται στην είσοδο, αλλά την παράσταση κλέβει η μπάρα από λευκό μάρμαρο που είναι σικάτη και επιβλητική και ταιριάζει με το μελαγχολικό γαλάζιο και τα βελούδινα μπαρ στουλ. Από την «κουζίνα» έρχονται θαλασσινές μυρωδιές και λαμπερές λεπτομέρειες από λαμαρίνες. Οι τοίχοι είναι προς το σομόν και είναι γυμνοί, η παρέα μου αναρωτιόταν για τους πίνακες που θα φιλοξενήσουν, αλλά εμένα κάπως μ’ άρεσε αυτή η ησυχία στα ντουβάρια. Αν το δάπεδο ήταν από μωσαϊκό αντί για το συνηθισμένο βιομηχανικό, θα μιλούσαμε για σεμιναριακή σκηνογραφία.

Όσοι εξυπηρετούσαν είχαν μια ευγενική φυσικότητα, ο δε σομελιέ ήταν κατατοπιστικός. Ούτε σου μιλούσαν σαν παλιόφιλοι, ούτε ήταν προσποιητά ξύλινοι.

Ένα στέκι εξωστρεφές και flirty, για όσους αποφασίζουν να πιουν ένα κρασί την ώρα που φεύγουν από το γραφείο.

Τα κρασιά βρίσκονται στον κατάλογο και στο ψυγείο που στέκεται απέναντι απ’ τη μπάρα, δίπλα στα τραπέζια. Αυτό σημαίνει ότι η ποικιλία τους δεν είναι μεγάλη, δε θα χαθείτε δηλαδή μέχρι να διαλέξετε, αλλά είναι περιεκτική, τόσο σε ό,τι αφορά ελληνικές αλλά και διεθνείς επιλογές, ενώ έχουν και προτάσεις by the glass. Εννοείται φουλ του νάτουραλ. Εμείς ήπιαμε μια βιολογική ρομπόλα, το αστέρι του κεφαλονίτικου αμπελώνα και του αγροκτήματος Κουρκουλάκου, την Ξερόστερνα (52€) με την αντιτουριστική ετικέτα και τα σαγηνευτικά αρώματα της και την ευχαριστηθήκαμε.

Τι σημαίνει λοιπόν τρατάρισμα αλά βολιώτικο τσιπουράδικο; Κάθε «μεζές» είναι στα 5€, αλλά δεν ξέρεις τι σου έρχεται, chef’s choice all the way. Θα σε ρωτήσουν για ενδεχόμενες αλλεργίες, όμως ακόμα κι αν ζητήσεις διευκρινίσεις, το μόνο που μπορεί να αποσπάσεις είναι ότι το μενού στηρίζεται στα θαλασσινά. Πρώτα ήρθε ένας λευκός ταραμάς με ψητό ψωμάκι, κάτι ξυδάτοι κύβοι φρέσκου τόνου, και λεπτές φέτες από λαβράκι σε σάλτσα από κοκκινιστό λάχανο ως amuse-bouche.

Η ατμόσφαιρα που έχουν φτιάξει οι επτά φίλοι παραπέμπει περισσότερο σε ένα φιλόξενο αθηναϊκό διαμέρισμα με ανοιχτές πόρτες.

Η φιλοσοφία του σερβιρίσματος αντλεί έμπνευση από τα τσιπουράδικα του Βόλου.

Στο δεύτερο γύρο, μας σέρβιραν ένα γενναίο μπολ από αχνιστά μύδια με μπόλικο ζωμό, μια πικάντικη ψητή μελιτζάνα με καρύδι, μαγιονέζα και σριράτσα (δε με εντυπωσίασε) και ένα χορταστικό μπέργκερ παναρισμένου μπακαλιάρου με σως ταρταρ σε αφράτα, καψαλισμένα μπριοσάκια (κόμφορτ λιχουδιά που θυμάμαι να εισήγαγε το «Nolan»). Δεν παραγγείλαμε άλλη γύρα, δεν ξέρω αν χάσαμε κάποιο τεράστιο καλαμάρι, ή καμιά αχινομακαρονάδα, ελπίζω πως όχι.

Σαν καθρέφτης του μαγαζιού, όσοι εξυπηρετούσαν είχαν μια ευγενική φυσικότητα, ο δε σομελιέ ήταν κατατοπιστικός. Ούτε σου μιλούσαν σαν παλιόφιλοι, ούτε ήταν προσποιητά ξύλινοι. Είχαν τρακ, αλλά μην ξεχνάμε ότι το μαγαζί δεν έχει ανοίξει καλά καλά. Δικαιολογημένοι -και ωραίοι.

Κάπως έτσι, σε μια περιοχή με ένα σωρό Airbnb (έπρεπε να έρθουν τουρίστες για να καταλάβουμε την αξία αυτής της περιοχής), απέναντι από το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης και κοντά στο ορόσημο του ρομαντικού νυχτεριδοπερπατήματος, έκανε την εμφάνιση του ένα ενδιαφέρον στέκι για το χρονικό ενδιάμεσο.

Κι αν ακόμα έχετε απορία για την ονομασία, αυτό σημαίνει ότι δεν έχετε επισκεφτεί τη Σίφνο και σίγουρα δεν έχετε βουτήξει στη θάλασσα κατευθείαν απ’ την ομώνυμη εκκλησία όπως κάνει -εδώ και πολλά καλοκαίρια- η παρέα που άνοιξε το μαγαζί: Επτά μάρτυρες – επτά φίλοι και οικοδεσπότες- με γούστο, φτιάχνουν ένα στέκι εξωστρεφές και flirty, για κουλ και απασχολημένα παιδιά της πόλης που αποφασίζουν να πιουν ένα κρασί την ώρα που φεύγουν από το γραφείο και δε ψήνονται για ρεζερβέ.

Αν το δάπεδο ήταν από μωσαϊκό αντί για το συνηθισμένο βιομηχανικό, θα μιλούσαμε για σεμιναριακή σκηνογραφία.

 

“Οι Άγιοι Επτά Παίδες της Εφέσου που / κατέφυγον εις σπήλαιον να κρυφθούν / από τον διωγμόν των εθνικών, κ’ εκεί εκοιμήθησαν / και την επαύριον εξύπνησαν. Επαύριον γι’ αυτούς. / Μα εν τω μεταξύ, είχαν παρέλθει σχεδόν δύο αιώνες”. 

Το ποίημα του Κωνσταντίνου Καβάφη «Οι Άγιοι Επτά Παίδες», έργο του 1925, περιλαμβάνεται στο βιβλίο «Κ. Π. Καβάφης, Ατελή Ποιήματα 1918-1932» (Ίκαρος, 1994).

 

Διαβάστε ακόμα: Πρώτη ματιά στο Gamay, το νέο wine bar των Εξαρχείων. 

 

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top