Εικόνα 1 (από συνέντευξη του Ευγένιου Ιονέσκο): «Είδα τον Σάμιουελ Μπέκετ παρέα με τον ζωγράφο Bram Van Velde στην Coupole. Πέρασαν ώρες μαζί, ακίνητοι, δίχως να ανταλλάσσουν ούτε λέξη. Όταν χώρισαν, ο Μπέκετ είπε: «Ωραία ήταν! Να το ξανακάνουμε».
Εικόνα 2 (μεταφέρει ο Φιλίπ Σολέρ): 1959, Παρίσι. Ο Μπέκετ βγαίνει με φίλους, σουλατσάρει ως τις 4 το πρωί κλασικά στο Μονπαρνάς. Ουίσκι, κρασί, μπίρες, σαμπάνια, τσιγάρα πολλά. Γυρνάνε πίσω με οκτάρια, απαγγέλοντας ποιήματα. Η Σουζάν, η εγκρατής σύζυγος, έχει εγκαταλείψει προ πολλού. Ο Σαμ δεν δείχνει ποτέ μεθυσμένος, η μνήμη του είναι απίστευτη` ξέρει απέξω βιβλία ολόκληρα και απίθανες λεπτομέρειες εκατοντάδων πινάκων. Συναντιούνται συχνά «κατά τύχη» με τον στενό του φίλο Τζιακομέτι, ο οποίος μετά τη δουλειά πάει και τρώει όλα τα ορεκτικά της Coupole.
Ο μύθος θέλει τον Μπέκετ να είναι μια σφίγγα ή μια ατάραχη μούμια, ένας μηδενιστικός σκελετός, μια απάνθρωπη ψυχρή αφαίρεση, ένας άγιος από την ανάποδη, ένας νεκροζώντανος μαριονετίστας. Τον βόλευε αυτή η εικόνα ώστε να τον αφήνουν στην ησυχία του, αλλά τίποτα δεν είναι πιο ανακριβές.
Στην πραγματικότητα, ο Σαμ ήταν ένας τύπος φοβερά γενναιόδωρος, μες στην καλοσύνη, που αγαπούσε τα παιδιά, παίκτης (σκακιού, μπιλιάρδου, πιάνου), σπορτίφ (κολύμπι, πεζοπορία, κρίκετ, ράγκμπι). Έτρωγε ελάχιστα, προτιμούσε το ψάρι, μασούλαγε τις ραχοκοκαλιές, «γιατί περιέχουν ασβέστιο». Κι ήταν επιβλητικός άντρας. Όμορφος. Μ’ ένα γωνιώδες πρόσωπο, σκαμμένο, αετίσιο, κάπως ανησυχαστικό. Αλλά κυρίως πολύ ανθρώπινος, μιας εξαίσιας ευγένειας.
Ο Samuel Barclay Beckett γεννήθηκε στις 13 Απριλίου 1906 σ’ ένα προάστιο του Δουβλίνου. Η οικογένεια μεγαλοαστική, προτεσταντική. Με πατέρα «quantity surveyor» (επιμετρητής ποσοτήτων) και μητέρα θεοσεβούμενη νοσοκόμα. Είχε ευτυχισμένη παιδική ηλικία, παρά τα λεγόμενα, κι ήταν πολύ δεμένος με κείνον τον πατέρα. Πότε- πότε, πέρναγε από μια μετρημένη σιωπή στην απόλυτη βουβαμάρα. Ήταν δύσκολο να σπάσεις αυτήν τη σιωπή. Χειρότερο από το να διακόψεις μια εξομολόγηση. Αγαπούσε την ποίηση, τη μουσική. Όχι Μάλερ ούτε Βάγκνερ («Πάρα πολλά πράγματα εκεί μέσα»), αλλά Χάιντν, Μότσαρτ, Σούμπερτ. Και απήγγελλε Γέιτς, Δάντη, Χέλντερλιν, Σαίξπηρ («Κανείς δεν γράφει σαν κι εκείνον»). Σήκωνε το κεφάλι κι έκανε μια παύση, μετά άφηνε τη φράση να ξεπηδήσει όπως το νερό στο σιντριβάνι.
Όπως ο Όσκαρ Ουάιλντ, σπούδασε στο Protora Royal, ένα από τα παλαιότερα προτεσταντικά κολέγια της Ιρλανδίας. Όπως ο Ουάιλντ, συνέχισε στο Trinity College, το κομψό γεωργιανό πανεπιστήμιο του Δουβλίνου. Στα πρώτα του βήματα, έδειξε σφοδρό ενδιαφέρον για τη φιλοσοφία. Εξάλλου, το πτυχίο του (όπως και το πρώτο του μεγάλο ποίημα) ήταν πάνω στον Καρτέσιο. Αλλά κυρίως ενδιαφερόταν για τις ρομανικές γλώσσες (όπως κι ο Τζόις). Λαμπρός σπουδαστής. Διαβάζει ιταλικά, γερμανικά, ισπανικά.
Η πρώτη φορά που επισκέπτεται τη Γαλλία είναι το 1926, γυρνώντας με ποδήλατο τα châteaux de la Loire. Θα επιστρέψει στο Παρίσι δυο χρόνια αργότερα ως λέκτορας αγγλικών στην Ecole Normale Supérieure. Το 1930, θα γράψει το πρώτο του σημαντικό δοκίμιο για έναν άλλον συγγραφέα του εσωτερικού μονολόγου: τον Μαρσέλ Προυστ. Ώς το 1947, ο Μπέκετ γράφει κυρίως στα αγγλικά: ποιήματα, μυθιστορήματα, τον Μέρφυ, το Watt. Κάνει πολύ παρέα με τον Τζόις, τον οποίο γνώρισε δίνοντας διαλέξεις στη Σορβόννη. Αλλά δεν γίνεται ο γραμματέας του, όπως θέλει ο μύθος.
Το 1937 επιστρέφει στο Παρίσι για να εγκατασταθεί οριστικά. Γίνεται ο εραστής της Πέγκι Γκούγκενχαϊμ για 13 μήνες. Ύστερα, ένας μαστρωπός του χώνει ένα μαχαίρι στο στήθος -έτσι, χωρίς λόγο. Στο νοσοκομείο, τον επισκέπτεται μια παλιά φίλη από την Ecole Normale με την οποία είχαν χαθεί. Είναι η Suzanne Dechevaux-Dumesnil, μια πιανίστρια επτά χρόνια μεγαλύτερή του. Δεν θα χωρίσουν ποτέ.
Στον πόλεμο, παίρνει μέρος στην Αντίσταση. Ο αντισημιτισμός και οι ναζί του φέρνουν εμετό. Γίνεται ο πληροφοριοδότης μιας ομάδας των μακί, του δικτύου Gloria. Όταν τους συλλαμβάνουν, μόλις και μετά βίας κατορθώνει να γλιτώσει από τα νύχια της Γκεστάπο. Κάνει τον αγρότη σε μια φάρμα στη Vaucluse και τη νύχτα γράφει. Για το ρόλο του, τιμήθηκε με τον πολεμικό σταυρό και το παράσημο της Αντίστασης. Με την Απελευθέρωση, επιστρέφει στην Ιρλανδία και γίνεται οδηγός ασθενοφόρου του Ερυθρού Σταυρού. Πίσω στη Γαλλία το φθινόπωρο του 1945 και στο σπίτι του Μονπαρνάς.
Κι είναι το 1948, στα 42 του, όταν γράφει το πρώτο αριστούργημά του: τον Μολλόυ. Τότε ξεκινά μια περιπέτεια που φαντάζει απίστευτη: ψάχνει εκδότη και δεν βρίσκει. Το χειρόγραφο απορρίπτουν έξι παρισινοί εκδότες στη σειρά. Μόνο το 1951, ένας νεαρός που μόλις είχε εξαγοράσει τις Editions de Minuit, ο Jérôme Lindon, 26 ετών, το διαβάζει και ενθουσιάζεται. Έχει αντιληφθεί την ασυνήθιστη γοητεία του βιβλίου. Το οποίο σηματοδοτεί μια νέα λογοτεχνική εποχή, εκείνη της γραφής που αναζητά την πηγή της.
Δεν είναι ο μόνος. Μπορεί αρχικά οι αναγνώστες να ήταν λίγοι, αλλά για κάποιους απ’ αυτούς το σοκ ήταν τεράστιο. Αυτός ο ρακένδυτος πολυλογάς Μολλόυ, με το ένα πόδι στον τάφο, που φλυαρεί μ’ ένα bowler hat στο κεφάλι περί της ύπαρξης, έμοιαζε με την ύστατη ενσάρκωση του Δον Κιχώτη και του Τσάρλι Τσάπλιν, το άκρον άωτον της μιζέριας, της αποτυχίας και του χιούμορ. Η απόλυτη εικόνα που θα μπορούσε να έχει ο μεταπολεμικός άνθρωπος για τον εαυτό του.
Είναι μια 3ετία, αυτή μεταξύ 1948 και 1951, που ο Μπέκετ γράφει σαν να μην υπάρχει αύριο, ολόκληρος ένας πίδακας δημιουργικού οίστρου: Ο Μαλόν πεθαίνει, Περιμένοντας τον Γκοντό, Ο ακατονόμαστος... Οι Μολλόυ πολλαπλασιάζονται και καταλαμβάνουν τη σκηνή. Ύστερα, έρχεται η περίοδος των έργων που γυναίκες και άντρες δίπλα-δίπλα επιδίδονται σε παράλληλους μονολόγους χωρίς να επιτυγχάνεται ποτέ κάποια επικοινωνία. Θα ακολουθήσουν το Τέλος του παιχνιδιού, οι Ευτυχισμένες μέρες…
Κι είναι η τεράστια, διεθνής επιτυχία του Περιμένοντας τον Γκοντό. Ένα θεατρικό σε δύο πράξεις όπου εμφανίζονται επί σκηνής δυο φουκαράδες που περιμένουν, δίχως κι οι ίδιοι να ξέρουν γιατί, έναν κάποιον Γκοντό που δεν έρχεται ποτέ. Το θέατρο του παραλόγου του Μπέκετ δυναμιτίζει εδώ όλα τα γνωστά θεατρικά μέσα, αρχίζοντας από τη δράση. Όλα σβήνονται, ακόμα και το νόημα της γλώσσας, μπροστά σ’ αυτήν την αναπόδραστη αναμονή που συνεχίζεται επ’ άπειρον. Κάποιοι θα δουν σε τούτη την ακραία απογύμνωση μια μοντέρνα επανεπινόηση του τραγικού και της ανθρώπινης συνθήκης. Μην ξεχνάμε ότι γράφτηκε μετά τη χαίνουσα πληγή ενός ανόσιου πολέμου.
Για τον Μπέκετ, ακριβώς πριν από τη σιωπή, υπάρχει η στιγμή όπου ο άνθρωπος δεν είναι πλέον παρά λόγος, και υπάρχει μόνον και μόνο γιατί μιλάει. Η φλυαρία του Μαλλόυ είναι σιωπή. Ο Μπέκετ επιθυμεί την αποκαθήλωση της γλώσσας. Γιατί; Από αγάπη για την αλήθεια ή από μίσος για το ψέμα. «Μίλα έτσι μόνος σου συνέχεια χωρίς σταματημό… Θά ‘σαι στον κόσμο μόνος με τη φωνή σου, δεν θα υπάρχουν άλλες φωνές στον κόσμο από τη δική σου». «Ας κάνουμε πως είμαι μόνος στον κόσμο, ενώ είμαι ο μόνος απών».
Πάντα αυτή η έλλειψη, αυτός ο πόθος του αδύνατου. Το αληθινό δράμα είναι η δέσμευση της γλώσσας, ο άνθρωπος μόνος με τη γλώσσα του, που δεν καταφέρνει ούτε να συλλάβει ούτε να ελέγξει. Εμπειρία που ορίζει όχι μόνο τη συγγραφική αλλά και την ανθρώπινη συνθήκη: «Το να μη θέλεις να πεις, να μην ξέρεις τι θέλεις να πεις, να μην μπορείς αυτό που πιστεύεις ότι θέλεις να πεις, και πάντα να λες ή σχεδόν».
Με τη Σουζάν δεν εγκαταλείπουν το 15ο διαμέρισμα παρά μόνο για να πάνε στο εξοχικό του Seine-et-Marne, το οποίο αγόρασαν με τα χρήματα από τα συγγραφικά δικαιώματα του Περιμένοντας τον Γκοντό. Το σπίτι βρίσκεται στο μέσον ενός κήπου όπου δεσπόζει ένα και μοναδικό δέντρο -ίδιο με κείνο του έργου.
Το βραβείο Νόμπελ του 1969 τον τρομοκράτησε. Προσπάθησε με κάθε τρόπο να αποφύγει τους δημοσιογράφους. Το παρέλαβε αντ’ αυτού ο εκδότης και φίλος του Jérôme Lindon. Ο οποίος έλεγε για κείνον: «Θά ‘θελα να ξέρετε το εξής, αυτό και μόνον: ότι στη ζωή μου δεν συνάντησα άλλον άνθρωπο που να συνδυάζει σε τέτοιο υψηλό βαθμό ευγένεια και ταπεινότητα, διαύγεια και καλοσύνη. Ποτέ μου δεν θα μπορούσα να φανταστώ πως μπορεί να υπάρξει κάποιος τόσο αληθινός, κάποιος τόσο μεγάλος, κάποιος τόσο εντάξει».
Ο άνθρωπος σιωπά. Ο Μπέκετ είναι ίσως ο μοναδικός σύγχρονος συγγραφέας που δεν είπε ποτέ τίποτα για το έργο του. Και ελάχιστα για τον εαυτό του. Όσο έγραφε αρκούσαν από μόνα τους. Τη δεκαετία του ’60, κάποιος θα πίστευε πως είχε αρχίσει να βυθίζεται σ’ αυτήν τη σιωπή, ώσπου στο τέλος εθελουσίως ν’ ακυρωθεί. Ωστόσο, τα κείμενά του συνεχίζουν να ανθοφορούν ώς το τέλος. Πεζά και θεατρικά, γαλλικά ή αγγλικά, σε μικρά λευκά ή πράσινα σημειωματάρια από τον John Calder London, σε τεράδια με λευκό ή μπλε εξώφυλλο των Éditions de Minuit, όχι και τόσο σύντομα, όχι και τόσο αραιά και πού.
Μερικές χιλιάδες αναγνώστες ανά τον κόσμο περίμεναν λαίμαργα κάθε νέο έργο του γηραιού συγγραφέα. Μερικές εκατοντάδες χιλιάδες καθηγητάδες εξηγούσαν ακόμα το Περιμένοντας τον Γκοντό και το Τέλος του παιχνιδιού στους φοιτητές τους. Τα πλήθη συνέχιζαν να συρρέουν στα θέατρα όπου παιζόντουσαν τα έργα του. Υπήρχε ένα αειφόρο φαινόμενο «Σάμιουελ Μπέκετ». Ενώ το «νέο μυθιστόρημα» και το «νέο θέατρο» των ’50s γέρναγαν άσκημα, το δικό του έργο αποκτούσε όλο και μεγαλύτερο βάρος. «Έχουν τελειώσει όλ’ αυτά», έλεγε. Και πρόσθετε λέξεις στις λέξεις με μαύρο μελάνι κι αυτή τη φίνα γραφή που αναγνώριζες από μακριά. Ωστόσο, ακόμα και σήμερα, λίγοι άνθρωποι ξέρουν τι ακριβώς έχει δημοσιεύσει ο Μπέκετ, και σε ποια γλώσσα.
Υπάρχουν σταθερές στο έργο του. Κατ’ αρχάς, η σημασία της συνήθειας, «ο συμβιβασμός του ατόμου με το περιβάλλον του». Μας προστατεύει από την πραγματικότητα. Όλα τα πρόσωπα του Μπέκετ εικονογραφούν αυτήν τη μετα-αλήθεια ή παρωδούν την τελετουργική επανάληψη στα όρια του παράλογου, όπως ο Μολλόυ που περνάει τα βοτσαλάκια του απ’ τη μια τσέπη στην άλλη. Η ανάγκη μας για τους άλλους –φίλους, συντρόφους- είναι η βαθύτερη μορφή της συνήθειας. «Η φιλία συνεπάγεται μια οικτρή αποδοχή των προσχημάτων».
Ο Μπέκετ είναι από κείνους τους ανθρώπους των οποίων η ιδιαιτερότητα τους καθιστά εξαιρετικά ευαίσθητους στους θεατρινισμούς περί του κοινού μας τρόπου να βλέπουμε τα πράγματα. Εκείνος δεν έβλεπε όπως όλοι οι άλλοι. Ήξερε πως πρόκειται για ψευδαίσθηση.
Υπάρχουν και φορές που μιλάει για αγάπη -ποιος θα το πίστευε; «Έρχονται άλλες και ίδιες – με καθεμιά να είναι άλλο και να είναι ίδιο- με καθεμιά η απουσία αγάπης είναι άλλη – με καθεμιά η απουσία αγάπης είναι ίδια». Ο Μαλόν πεθαίνει. Μένει ακίνητος, σωπαίνει, είναι απών. Καιρό τώρα εγκατεστημένος στις όχθες αυτής της ακινησίας, αυτής της σιωπής, αυτής της απουσίας έχοντας να φέρει βόλτα τις λέξεις ώς το τέλος. Ή σχεδόν.
Του Μπέκετ άρεσαν τα κοιμητήρια – τα επισκεπτόταν συχνά. Αυτά που τον ενδιέφεραν ήταν ο θάνατος και η υπαρξιακή δυσφορία. Έγραψε σε μια εποχή όπου το πολιτικό θέατρο και το βουλεβάρτο είχαν τα πρωτεία επί σκηνής. Το αγνόησε. Γκρέμισε το παλιό θέατρο και δημιούργησε κάτι εντελώς νέο. Έφερε επί σκηνής τα θεμέλια της ζωής, τη σχέση του όντος με τον εαυτό του.
Ίσως αυτό οφειλόταν στην αντίληψη που είχε για το σώμα του -συχνά άρρωστο. Όλοι οι αναγνώστες του Μπέκετ ξέρουν ότι τα πρόσωπα των έργων του έχουν την ιδιαιτερότητα να θεωρούν το σώμα μια κατσαρόλα που είναι ατυχώς δεμένη σ’ ένα κεφάλι. Μια τέτοια αίσθηση, όταν επιχειρείται να διατυπωθεί με λέξεις, φυσικό είναι να προσκρούει σε στερεότυπα.
Ίσως ένας ακόμα λόγος της ιδιαιτερότητάς του είναι η οξυμένη συνείδηση της φθοράς και της θνητότητας. Η Peggy Sinclair, ο πρώτος του έρωτας, πεθαίνει από φυματίωση το 1933. Δύο μήνες αργότερα, έρχεται η σειρά του πολυαγαπημένου του πατέρα, του βράχου του, στα 61 του.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του (83 ετών), στο ζοφερό εκείνο γηροκομείο όπου είχε αποσυρθεί, λόγω της Πάρκινσον, ο Μπέκετ, με το μπουκάλι το ουίσκι Jameson από δίπλα και χωρίς να αρνείται στον εαυτό του ένα πούρο, δέχεται ακόμα φίλους. Είναι κομψός, όπως πάντα. Λίγο μετά καταρρέει. Εξακολουθεί να απαγγέλλει ποιήματα ακόμα και μέσα στο παραλήρημά του. Η Σούζαν είχε φύγει λίγους μήνες πριν. Δεν θα μπορούσε να επιβιώσει. Πεθαίνει στις 22 Δεκεμβρίου του 1989.
Ο Σάμιουελ Μπέκετ είναι από πολλές απόψεις ο πιο σημαντικός συγγραφέας του 20ου αι. Αυτοσαρκαστικός στα όρια του γκροτέσκου. Γράφει πρόζα, ποίηση, θεατρικά. Για το ραδιόφωνο, για την τηλεόραση, σενάρια ταινιών. Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν σε αφήνει αδιάφορο, όσο δύσκολο ή αινιγματικό μπορεί να φαίνεται. Το 2013, το πανεπιστήμιο του Reading στην Αγγλία αγόρασε το χειρόγραφο του Μέρφυ (το πρώτο του μυθιστόρημα εν έτει 1938) σε δημοπρασία των Sotheby’s έναντι 962.500 λιρών.
Έλεγε πως τ’ αγγλικά είχαν γίνει μια ξένη γλώσσα για ‘κείνον, όπως και τα γαλλικά, όπως κάθε γλώσσα. Γράφω σημαίνει επινοώ τον εαυτό μου μέσα από τις λέξεις μιας άλλης γλώσσας. «Ναι, στη ζωή μου, αφού πρέπει να τη λέω έτσι, υπήρχαν τρία πράγματα: η ανικανότητα να μιλήσω, η ανικανότητα να σωπάσω, κι η μοναξιά. Μ’ αυτά έπρεπε να τα βγάλω πέρα».
Περιμένοντας τον Γκοντό: «Θα πάψετε επιτέλους να με βασανίζετε με τον καταραμένο το χρόνο σας; Είναι απάνθρωπο! Πότε; Πότε; Μια μέρα! Δεν σας φτάνει αυτό; Μια μέρα σαν τις άλλες, μια μέρα μουγκάθηκε, μια μέρα τυφλώθηκα, μια μέρα θα κουφαθούμε, μια μέρα γεννηθήκαμε, μια μέρα θα πεθάνουμε, την ίδια μέρα, την ίδια ώρα, την ίδια στιγμή. Δεν σας φτάνει αυτό; Ξεγεννάνε καβάλα σ’ ένα τάφο, αστράφτει το φως μια στιγμή, κι ύστερα πάλι σκοτάδι».
Διαβάστε ακόμα: Η ελληνική ζωή του Όσκαρ Ουάιλντ.