«Θεωρώ ότι δύο μήνες ήταν αρκετοί για να υιοθετήσουμε αυτή τη νέα πραγματικότητα ύπαρξης και συμπεριφοράς και από κει και πέρα ο καθένας θα πορευτεί» (Sooc).

Θα ήταν broadcaster super star οπουδήποτε στον πλανήτη. Αυτή η γυναίκα έχει άστρο. Και μια ομορφιά, αναμφισβήτητα, ακαταμάχητη. Όμως, όπως καλά ξέρουμε, αυτό δεν φθάνει. Εχει όλα όσα σε καθιστούν κορυφή στον χώρο σου: επαγγελματικό ήθος, συνέπεια και συγκέντρωση, αντικειμενικότητα, γνώσεις και διαρκή καλλιέργεια. Επιπλέον, δεν την τρέλανε η δημοσιότητα, η αναγνωρισιμότητα, η δύναμή της. Οποιον έχει βάσεις και αρχές, δεν τον τρελαίνουν όλα τούτα – τόσο απλό είναι.

Επιβεβαίωσα τα πάντα ένα καλοκαίρι. Σε νησί στον γάμο της αγαπημένης της φίλης. Η Σία είναι όπως σας την περιγράφω αλλά και πολύ χορευταρού, με χιούμορ και διάθεση για όλα, χωρίς γκρίνια – ας ήταν και επτάμησι μηνών έγκυος. Το κορίτσι-γυναίκα που ισορροπεί σε τόσους ρόλους με λεπτότητα θα μπορούσε να είναι και μια αυθεντική inspirational speaker που θα την ακολουθούσαν οι γυναίκες πιστά. Γιατί ξέρει να τιμά και να ανυψώνει κάθε μας ιδιότητα.

 – Έχει αλλάξει κάτι σε σχέση με τη δουλειά σας, τώρα με την άρση των περιοριστικών μέτρων;
Όχι, τίποτε σημαντικό, απλώς έχουν επιστρέψει λίγοι περισσότεροι άνθρωποι στο γραφείο. Προσπαθούμε να βρούμε πάλι την «κανονικότητά» μας στο κανάλι, αλλά τα μέτρα προστασίας παραμένουν και έχουμε προσαρμοστεί όλοι.

– Ομολογώ πάντως πως φοβάμαι κάπως γιατί βλέπουμε πλέον συχνά συγκεντρώσεις πολλών ανθρώπων σε διάφορα σημεία…
Και τι να κάνουμε, όμως; Η ζωή πρέπει να συνεχιστεί. Νομίζω ότι όλοι έχουμε μπει σε νέους ρυθμούς, αξιολογούμε τα πάντα διαφορετικά. Σκεφτόμαστε διαφορετικά, βλέπουμε διαφορετικά, προστατευόμαστε διαφορετικά. Θεωρώ ότι δύο μήνες ήταν αρκετοί για να υιοθετήσουμε αυτή τη νέα πραγματικότητα ύπαρξης και συμπεριφοράς και από κει και πέρα ο καθένας θα πορευτεί – γιατί αυτή η ιστορία έχει σίγουρα αφήσει κάτι στον καθένα μας. Επίσης εγώ βλέπω ότι ο κόσμος είναι προσεκτικός -και στα μέσα μεταφοράς και στα μαγαζιά, ακόμη και στις πλατείες και στις παραλίες, κρατούν αποστάσεις μεταξύ τους. Τώρα το πόσο θα ατονήσει όλο αυτό δεν μπορώ να το προβλέψω αλλά πιστεύω ότι κάτι διδαχθήκαμε.

– Θεωρώ ότι μια από τις «καλές» πλευρές όλου αυτού που περάσαμε, ήταν το πώς το αντιμετώπισε η Πολιτεία. Η καθημερινή απογευματινή ενημέρωσή μας από μια επιστημονική πλευρά αλλά με ανθρώπινο πρόσωπο βρήκε μεγάλη ανταπόκριση στον κόσμο.
Ναι και μένα με έκανε να νιώσω καλά αυτό, γιατί είμαστε μια χώρα που έχει φάει πολύ ξύλο, έχουμε στερεοτυποποιηθεί πάρα πολύ και από άλλους λαούς. Επομένως το γεγονός ότι καταφέραμε να στοιχηθούμε πίσω από έναν κοινό σκοπό, να πειθαρχήσουμε και να πιστέψουμε, γιατί βρήκαμε έναν άνθρωπο να μας εμπνέει, και αναφέρομαι στον κ. Τσιόδρα, είναι πολύ σημαντικό.

»Σκεφτόμουν ότι είναι ένας άνθρωπος που το στυλ του το είχαμε πολλή ανάγκη, ειδικά μετά τις περιόδους όξυνσης που περάσαμε μέσα από την πολιτική κρίση, όπου όποιος φώναζε περισσότερο, βωμολοχούσε περισσότερο ή το έπαιζε πιο πολύ μάγκας, είχε και περισσότερες πιθανότητες να επικρατήσει. Αυτός όμως ο άνθρωπος ήρθε από το πουθενά, σε μία στιγμή που όλοι βρεθήκαμε τρομερά αδύναμοι, να μας πει ότι η ποιότητα δεν είναι αντίθετο της στιβαρότητας, ότι το να είσαι πράος δεν σημαίνει ότι είσαι αδύναμος, ότι μπορεί μια χαμηλή, ήρεμη φωνή να είναι τρομερά ισχυρή, σε τέτοιο βαθμό που να σε οδηγήσει σε μία συλλογική έλξη.

«Θυμάμαι να μιλάω με τους ειδικούς και παράλληλα να δέχομαι εκατομμύρια μηνύματα, με όλους τους δυνατούς τρόπους -στο mail μου, στο Instagram, στο τηλεφωνικό κέντρο».

– Φοβηθήκαμε και πολύ πάντως και σαν να συρρικνωθήκαμε περιμένοντας εκείνον κάθε απόγευμα.
Φυσικά έπαιξε ρόλο και ο φόβος, που είναι ένα προστατευτικό συναίσθημα. Μου άρεσε πάντως ο τρόπος που ενωθήκαμε, οποιοσδήποτε κι αν ήταν ο λόγος, γιατί και η υπερανάλυση οδηγεί πολλές φορές σε έναν μηδενισμό. Είναι ο φόβος, είναι η υγεία, είναι ο βούρδουλας -ό,τι και να ήταν, εγώ πιστεύω ότι το κάναμε καλά και ότι ήταν ένας οδηγός για το πώς πρέπει να αντιμετωπίζουμε πάσης φύσεως κρίσεις. Δεν έχω αμφιβολία ότι όταν θα ξανακάτσει η στραβή, είτε είναι μια οικονομική κρίση είτε μια θεσμική κρίση είτε οποιαδήποτε άλλη κρίση βρεθεί μπροστά μας, στον δημόσιο λόγο θα υπάρξουν άτομα τα οποία θα πουν, «θυμάστε πώς το αντιμετωπίσαμε τότε;». Και η απάντηση θα είναι, πρώτον, ακούγοντας και δεύτερον, δημιουργώντας μια μεγάλη ανθρώπινη αλυσίδα που θέλει να κατακτήσει έναν στόχο. Τελευταία φορά που νομίζω ότι στοιχηθήκαμε όλοι πίσω από έναν μεγάλο στόχο και καταφέραμε και εκπλήξαμε τον κόσμο αλλά και τους ίδιους μας τους εαυτούς ήταν το 2004.

– Εσείς πώς το ζείτε συναισθηματικά όλο αυτό; Φοβάστε; Γιατί έχετε κι ένα μικρό παιδί…
Νομίζω ότι όλοι, με τον ίδιο τρόπο κι εγώ, περάσαμε μια πολύ σκοτεινή περίοδο. Τις πρώτες δύο εβδομάδες, περισσότερο από φοβισμένη, ήμουν σοκαρισμένη. Έλεγα ότι δεν μπορεί να συμβαίνει κάτι τέτοιο γενικώς, δεν μπορεί να συμβαίνει στη γενιά μας ειδικώς, δεν μπορεί να μας ξανασυμβαίνει μια κρίση, πολλά «δεν μπορεί». Ξυπνούσα το πρωί και με το που άνοιγα τα μάτια μου, έλεγα ότι το είδα στον ύπνο μου, δεν μπορεί, και μετά έλεγα, όχι, είναι αλήθεια, αυτό μας συμβαίνει, σήκω, πάλεψέ το, συνέχισε. Ή θυμάμαι κάθε βράδυ να γυρίζουμε στο σπίτι και να μου φαίνεται ακόμη κι αυτό σκοτεινό.

»Ήταν μια σκοτεινή αυτή η περίοδος για μένα. Με ατέλειωτες συζητήσεις για το τι θα γίνει και πώς θα γίνει και αν θα τα καταφέρουμε, τι αποτύπωμα θα αφήσει στη δημοκρατία μας, πολλά θέματα… Επίσης και λόγω της δουλειάς μου, ένιωθα πολύ βαρύ το φορτίο της ευθύνης αυτή την περίοδο. Το έχω ξαναζήσει αυτό τα τελευταία χρόνια –ένιωσα όμως ακόμη πιο πολύ ότι έπρεπε να ακροβατήσω, έπρεπε να προσέχω ιδιαιτέρως την κάθε μου λέξη. Να μην υπερβάλω αλλά να μην δημιουργήσω και έναν εφησυχασμό που μπορεί να είναι επικίνδυνος. Ήταν λίγο περίεργο όλο αυτό. Θυμάμαι να μιλάω με τους ειδικούς και παράλληλα να δέχομαι εκατομμύρια μηνύματα, με όλους τους δυνατούς τρόπους -στο mail μου, στο Instagram, στο τηλεφωνικό κέντρο. Είχα κατακλυστεί από απορίες του κόσμου που είχαν ανάγκη από πληροφόρηση ζωτικής σημασίας και χαίρομαι πολύ που έπαιξα αυτό τον ρόλο του διαμεσολαβητή, ας πούμε.

«Δεν θα ξεχάσω τη συνέντευξη με τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε» (Sooc).

– Σε τέτοιες καταστάσεις, είναι γεγονός πως έχεις ανάγκη να εμπιστευθείς έναν άνθρωπο για την ενημέρωσή σου, αλλιώς θα τρελαθείς με τόσα που ακούγονται.
Βέβαια. Παρατηρήθηκε ένα πράγμα, αυτούς τους δύο μήνες, το οποίο έχει ενδιαφέρον και ήταν το εξής: εκτοξεύθηκε ο αριθμός των ανθρώπων που κάθονταν μπροστά στην τηλεόραση, και είναι λογικό. Ειδικά όμως τον πρώτο μήνα, έμπαινε 1,2 εκατομμύριο τηλεθεατές στο 1ο λεπτό του δελτίου των ειδήσεων και έβγαινε 1,2 εκατομμύριο τηλεθεατές το τελευταίο λεπτό -και μάλιστα δελτίο διάρκειας δύο ωρών. Ο κόσμος ήταν «καρφωμένος» και διψούσε για την κάθε λέξη των ειδικών, των εξελίξεων… Αυτό ήταν κάτι που δεν το είχαμε ξαναζήσει -και πάνε 14 χρόνια που κάνω δελτίο ειδήσεων.

«Αυτή η κρίση άφησε ένα προσωπικό αποτύπωμα σε καθέναν από μας».

– Η πίεση της εντατικής και υπερβολικής δουλειάς, είναι ικανή να σας περιορίσει το συναίσθημα; Το απαλύνει, το σβήνει…
Γενικώς, ναι. Ειδικώς, αυτή την περίοδο, όχι. Όταν διαχειρίζεσαι, καθημερινά, γεγονότα τα οποία είναι κατά βάση δυσάρεστα, σκληρά, βίαια κ.λπ., μετά από όλα αυτά τα χρόνια, αναπτύσσεται μέσα σου ένα είδος κυνισμού. Επομένως, δεν έχεις το ίδιο συναίσθημα απέναντι στις εξελίξεις, που μπορεί να έχει ένας άνθρωπος ο οποίος γίνεται δέκτης αυτών των πληροφοριών από εσένα, που σε βλέπει κάθε βράδυ στην τηλεόραση.

»Ειδικά αυτή η κρίση, όμως, άφησε ένα προσωπικό αποτύπωμα σε καθέναν από μας. Όταν ανησυχείς για τον εαυτό σου, για τους δικούς σου, τους φίλους σου, και μάλιστα για το κρισιμότερο όλων, την ίδια τη ζωή, είναι ένα βίαιο συναίσθημα. Επομένως δεν μπορούσα να μείνω ανεπηρέαστη, πολλές φορές συγκινήθηκα με αυτά που συνέβαιναν στην Ιταλία. Έχω μια φίλη στη Βαρκελώνη, με την οποία μιλάγαμε καθημερινά και μου έλεγε τι συμβαίνει στην περιοχή της, όπου είχαν πολλά θύματα, έβλεπα και τα ρεπορτάζ με όλη αυτή την κατάσταση και δεν μπορώ να πω ότι αυτή τη φορά λειτούργησε ο κυνισμός.

»Επίσης έχω και μια ιδιαίτερη αγάπη στους ανθρώπους της τρίτης ηλικίας, με συγκινούν πάρα πολύ αυτοί που τους ονομάζουμε «απόμαχοι της ζωής». Δηλαδή ο άνθρωπος που έχει κολυμπήσει, έχει περάσει τρικυμίες, έχει μεγαλώσει παιδιά, έχει φάει όλα τα χαστούκια της ζωής και κάπου έχει αράξει σε μία ήρεμη αμμουδιά αποκαμωμένος και μας έχει ανάγκη, ξαφνικά νιώθει περιθωριοποιημένος, γιατί δεν μπορεί να δει τα παιδιά του, τα εγγόνια του, να χαρεί κοντά τους. Με ενόχλησε πολύ αυτός ο διαχωρισμός, νέοι – γέροι, δυνατοί – αδύναμοι, με ενοχλεί δομικά αυτό το πράγμα. Εμείς και εκείνοι…

– Στην πορεία των ετών που βρίσκεστε μπροστά σε μια κάμερα ως δημοσιογράφος, θυμάστε φορές που δυσκολευτήκατε επειδή έπρεπε να είστε εκεί, σε δημόσια θέα, ό,τι κι αν σας συνέβαινε προσωπικά;
Γενικά δεν θυμάμαι κάποια φορά που έχω πει, δεν μπορώ να το κάνω. Μόνο αν τύχαινε να είμαι άρρωστη ή να πονάω πολύ – σωματικά αδύναμη δηλαδή. Είναι σαν να ανοίγεις έναν διακόπτη και να μπαίνεις σε μία άλλη ζωή, σε ένα άλλο σκηνικό, σε έναν άλλο κόσμο, που δεν έχει σχέση με τον δικό σου. Όταν πέφτει το σήμα, υπάρχει μια άλλη πραγματικότητα. Εκείνη τη στιγμή λοιπόν, ακόμα κι αν είμαι πολύ στενοχωρημένη, ακόμα κι αν έρχομαι από έναν καβγά, από μία δύσκολη κατάσταση, οτιδήποτε, γίνεται ένα «off» και ανοίγει κάτι άλλο.

– Χρησιμοποιήσατε πριν τη λέξη «κυνισμός», όσον αφορά την πίεση της δουλειάς σας. Είναι θέμα κυνισμού ή ενός μηχανισμού, μιας συνήθειας;
Αυτό είναι. Πώς οι γιατροί χειρουργούν κάθε μέρα και δεν τους ενοχλεί το αίμα; Είναι το ίδιο πράγμα, είναι ένας μηχανισμός άμυνας, ο οποίος αναπτύσσεται. Γιατί αν αφήσεις το κάθε δυσάρεστο που καταγράφεις καθημερινά να μπαίνει μέσα σου, απλώς θα διαλυθείς. Έχει συμβεί πάρα πολλές φορές να συγκινηθώ με ανθρώπινες απώλειες, με θέματα που αφορούν παιδάκια, πολέμους, δεν είμαι από πέτρα. Αυτό που δεν θα ξεχάσω ποτέ είναι ότι δεν μπορούσα να πω την ιστορία με τη μικρή Άννυ. Δεν μπορούσα οργανικά, ήταν αδύνατον.

– Από τους ανθρώπους που έχετε γνωρίσει και έχετε πάρει συνέντευξη, ποιοι είναι αυτοί που σας έχουν καταπλήξει για κάποιο λόγο;
Δεν θα ξεχάσω ποτέ τα αντιφατικά συναισθήματα που ένιωθα, όταν πήρα συνέντευξη από τον Σόιμπλε, την περίοδο που μας μαστίγωνε. Είχε δημιουργηθεί τότε στο δωμάτιο του «Hilton» ένα σκηνικό, περίπου, τρόμου, περιμένοντάς τον να έρθει -με σκύλους να μπαίνουν να μυρίζουν για εκρηκτικά, τους ανθρώπους της Πρεσβείας να είναι όλοι λίγο παγωμένοι, οδηγίες να μην κουνηθεί η κάμερα, να σηκωθεί το χαλί γιατί είναι με αναπηρικό καροτσάκι, να μην του πούμε για μακιγιάζ γιατί δεν του αρέσει…

»Έτσι κι εγώ ήμουν πολύ μαγκωμένη, γιατί, από τη μία, έπρεπε να είμαι πολύ σκληρή για να ανταποκριθώ στο αίσθημα των Ελλήνων κι από την άλλη, έπρεπε να σεβαστώ τον άνθρωπο που έχω απέναντί μου, να μην τον προσβάλω. Ανοίγει λοιπόν η πόρτα και μπαίνει ο Σόιμπλε με το αναπηρικό καροτσάκι και λέει, «Μακιγιάζ;». Γίνεται το μακιγιάζ, προσπαθούμε χωροταξικά να δούμε πού ακριβώς θα γίνει η συνέντευξη, βλέπουμε ότι έχουμε τοποθετήσει την κάμερα σε λάθος σημείο και λέει πάλι εκείνος «Μήπως θα θέλατε να μετακινηθώ; Πηγαίνετέ με όπου νομίζετε». Κάποια στιγμή, χτυπάει ένα κινητό και δημιουργούνται κάποια παράσιτα. Σταματάμε τη συνέντευξη για να δούμε τι συμβαίνει, φοβούμενοι ότι με τόσα που μας είχαν πει, αυτός θα σηκωθεί να φύγει. Και τότε μας λέει, «συγγνώμη, το δικό μου κινητό είναι» και το δίνει σε ένα παιδί από το συνεργείο, ο οποίος ξαφνικά βρίσκεται να κρατάει το κινητό του Σόιμπλε!

– Σχεδόν σαν να σας έκανε πλάκα ακούγεται επειδή σας είχε κρυφακούσει.
Πολλές φορές δημιουργείται μια εικόνα μέσα από την ιδιότητα του κάθε ανθρώπου, που δεν είναι έτσι στην πραγματικότητα. Εκεί που θα έμπαινε ο φοβερός και τρομερός, αδίστακτος Σόιμπλε, ήταν τελικά ένας πολύ απλός άνθρωπος, φοβερά συνεργάσιμος και προσηνής. Όταν του είπα κάποια στιγμή, off the record, «ξέρετε ότι είστε ο πιο μισητός άνθρωπος στην Ελλάδα;», μου απάντησε, «το ξέρω, δυστυχώς, λυπάμαι πάρα πολύ, αλλά είναι η δουλειά μου». Αυτό λοιπόν είναι κάτι που θυμάμαι πάρα πολύ έντονα.

»Γενικώς, δεν θέλω να πω ονόματα, αλλά υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι καταγράφονται μέσα μας ως πολύ σπουδαίοι σε αυτό που κάνουν και από κοντά μού έχουν φανεί πολύ απογοητευτικοί ως χαρακτήρες. Γιατί για μένα, όταν λες για κάποιον ότι είναι σπουδαία προσωπικότητα, πρέπει να είναι σπουδαίος σε όλα, όχι μόνο για τον λόγο για τον οποίο έχει ξεχωρίσει. Από την άλλη, έχω γνωρίσει και ανθρώπους που δεν τους «το έχεις» και σου βγάζουν μια αρχέγονη πηγαία ευγένεια και σε παρασύρουν σε μια μαγεία. Γιατί πολύ συχνά οι άνθρωποι φοράνε μάσκες, φοράνε προσωπεία. Ίσως βέβαια αυτό να το συναντώ εγώ συχνότερα, από εσένα για παράδειγμα που κάνεις πιο πολύ ηθοποιούς ή σκηνοθέτες, γιατί καταπιάνομαι κυρίως με συνεντεύξεις πολιτικών προσώπων. Κάποιοι μάλιστα ζητούν να γνωρίζουν εκ των προτέρων τις ερωτήσεις, κάτι στο οποίο δεν συμφωνώ ποτέ.

«Ο Τραμπ πουλάει ένα προϊόν λίγο spicy, λίγο περίεργο, που παίζει με τα βαθύτερα ανθρώπινα ένστικτα – κάτι που θεωρώ τρομερά επικίνδυνο».

– Όταν σε μια συνέντευξη έχετε απέναντί σας κάποιον, ο οποίος  χρησιμοποιώντας ξύλινη γλώσσα, έχει αποφασίσει να πει το δικό του «παραμύθι», πώς το αντιμετωπίζετε;
Έχω κάποιες τεχνικές, αλλά κάνοντας αυτή τη δουλειά τόσα χρόνια, θέτω κάποιες ερωτήσεις και περιμένω απάντηση σε αυτές. Όταν δεν τη λαμβάνω, έχω μάθει ότι ο πιο εύκολος και ο πιο έντιμος τρόπος είναι να λες, πάρα πολύ απλά, «δεν μου απαντήσατε, θα σας ξανακάνω το ερώτημα». Κι αν χρειαστεί, θα το επαναλάβω, ξανά και ξανά. Πάντως, αν ο άλλος επιλέξει να μην σου απαντήσει, έχει απαντήσει ότι δεν θέλει, για κάποιο λόγο, να σου απαντήσει. Οπότε, αυτό είναι αρκετό για τον κόσμο που βλέπει και κρίνει.

– Από τα επαγγελματικά ταξίδια που έχετε κάνει στο εξωτερικό, ποιο σας έχει συγκινήσει περισσότερο;
Έβλεπα προχθές το ντοκιμαντέρ «Becoming» της Μισέλ Ομπάμα και θυμήθηκα εκείνο το βράδυ των αμερικανικών εκλογών του Νοεμβρίου του 2008, το οποίο δεν θα ξεχάσω ποτέ! Και περισσότερο από την εικόνα, δεν θα ξεχάσω ποτέ τον ήχο: είμαι στην ταράτσα ενός ξενοδοχείου μπροστά στον Λευκό Οίκο,  ανακοινώνεται το αποτέλεσμα και ακούγεται μία ανθρώπινη βοή, τρέχω παρασυρμένη από τον ήχο και βλέπω από κάτω ένα ανθρώπινο ποτάμι -να γελάει, να αγκαλιάζεται και να φιλιέται. Ήταν κάτι μοναδικό, που αποτύπωνε την εκπλήρωση της ανάγκης του κόσμου που θέλει να πιστέψει, να αλλάξει, να προχωρήσει… Όλο αυτό που έζησα, το θεωρώ προσωπική μου περιουσία, ήταν κάτι ανεπανάληπτο.

– Μέσα από όλα αυτά που, κατά καιρούς, λέει ο Τραμπ, πιστεύετε ότι είναι ένας σχιζοφρενής τύπος ή πρόκειται για μία μέθοδο που χρησιμοποιεί;
Πιστεύω ότι αυτός ο άνθρωπος έχει ανάγει τον εαυτό του σε ένα προϊόν. Τι ξέρει να κάνει καλά ο Τραμπ; Να πουλάει και να αγοράζει. Έχει φτιάξει λοιπόν ένα προϊόν που λέγεται Τραμπ, το οποίο και πουλάει. Ένα προϊόν λίγο spicy, λίγο περίεργο, που παίζει με τα βαθύτερα ανθρώπινα ένστικτα – κάτι που θεωρώ τρομερά επικίνδυνο. Έχει ένα κοινό, όμως, το οποίο το φανατίζει. Δεν θεωρώ λοιπόν ότι στ’ αλήθεια είναι ένας άνθρωπος που πιστεύει ότι αν πιεις χλωρίνη, θα σκοτωθεί ο κορωνοϊός, αλλά είναι ένας άνθρωπος που μετέρχεται όλα τα μέσα προκειμένου να πετύχει τον στόχο του.

«Με τον Κώστα είμαστε δύο κανονικοί άνθρωποι – δεν υπάρχει το στοιχείο της έπαρσης, του κρυφτού ή της απόστασης από τον κόσμο» (Sooc).

– Διαφημίσεις και αλλαγή θέματος. Πόσο σας άλλαξε το παιδί που ήλθε στη ζωή σου;
Πολύ. Έχω επανακαθορίσει πράγματα, έχω επανακαθοριστεί η ίδια ως ύπαρξη. Ένα παιδί έρχεται και σου θυμίζει ότι δεν είσαι εσύ η αρχή, η μέση και το τέλος, είναι κάποιος άλλος -το παιδί, που είναι κομμάτι σου. Δεν βλέπω πλέον μόνο μέσα από τα δικά μου τα μάτια, βλέπω μέσα από τέσσερα μάτια -τα δικά μου και του γιου μου. Έχουν αλλάξει οι προτεραιότητές μου.

»Παλιά είχα μια ζωή όπου δούλευα διαρκώς, στο μυαλό μου ήταν μόνο η δουλειά μου, όποτε ήθελα, έπαιρνα το διαβατήριό μου κι έφευγα… Ξαφνικά έρχεται ένα παιδί και τα βάζει όλα σε μια νέα βάση, σε προγραμματίζει διαφορετικά. Με έκανε πιο χαρούμενη, με έμαθε να χαίρομαι πράγματα, να απολαμβάνω. Να νιώθω αυτή την αυθεντική χαρά που σου μεταδίδει όταν γελάει με κάτι και γελάς κι εσύ -κάτι το οποίο είναι ανεκτίμητο. Ποτέ δεν έχω γελάσει τόσο πολύ στη ζωή μου όσο αυτά τα τελευταία δυόμισι χρόνια. Δεν προσπερνώ τίποτα επειδή με παρασύρει ο ρυθμός της καθημερινότητάς μου.

«Προσπαθώ πάρα πολύ να μην επιβαρύνω το παιδί μου με τα δικά μου απωθημένα ή των δικών μου».

– Προσπαθείτε συχνά να προσέχετε τι του λέτε ώστε να μην του επιβάλλετε αυτό που θα θέλατε ή θα κάνατε εσύ;
Νομίζω ότι, κάπως, όλοι έχουμε μεγαλώσει με τα απωθημένα των γονιών μας και λέμε ότι δεν θα το κάνουμε αυτό στο παιδί μας. Προσπαθώ λοιπόν πάρα πολύ να μην τον επιβαρύνω με τα δικά μου απωθημένα ή των δικών μου. Από την άλλη, όμως, θεωρώ πάρα πολύ σημαντικό να του περάσουμε κάποιες αξίες. Το να λες ευχαριστώ δεν είναι ένα μαμαδίστικο πράγμα, ο άνθρωπος πρέπει να ξέρει να λέει ευχαριστώ με την έννοια του να μάθει να εκτιμάει. Να μάθει ότι όλα είναι προϊόν ενός κόπου. Να μάθει να έχει ευγνωμοσύνη, γιατί τα πράγματα δεν χαρίζονται αλλά πρέπει να τα κερδίζει και να χαίρεται που τα έχει. Να μάθει να λέει συγγνώμη και να το νιώθει. Σε αυτές τις αρχές θέλω να είμαι πολύ προσεκτική. Κι επειδή σε ένα παιδί δεν μπορείς να κάνεις μάθημα αλλά σε μιμείται, προσπαθώ να τα κάνω εγώ, για να τα βλέπει από μένα.

– Την περιμένατε όλη αυτή την πορεία; Ήσασταν άνετη από μικρή με την τόση έκθεση;

Για να είμαι ειλικρινής, δεν ξέρω ακριβώς τι περίμενα. Γενικώς είμαι ένας άνθρωπος που θέλει να προχωρούν τα πράγματα, που δεν σταματάει, που δεν ησυχάζει. Μικρή, έπρεπε να τελειώσω τα μαθήματά μου για να πάω να παίξω, έπρεπε να έχω τελειώσει τις υποχρεώσεις μου, για να περάσω στο κομμάτι της ευχαρίστησης. Όταν σπούδαζα, ήθελα παράλληλα να δουλεύω, να είμαι οικονομικά ανεξάρτητη, να βοηθάω τους γονείς μου. Ήθελα να γίνω δημοσιογράφος, γιατί μου άρεσε πολύ, αλλά το κομμάτι της έκθεσης δεν νομίζω ότι το έχει κάποιος έμφυτο, ήμουν απλώς εξωστρεφής. Δεν ήμουν ένα κλειστό και συνεσταλμένο παιδί, αλλά το κομμάτι της δημοσιότητας που υπάρχει σήμερα στη ζωή μου είναι κάτι στο οποίο εκπαιδεύεσαι. Είμαι στην τηλεόραση εδώ και δεκατέσσερα χρόνια, από τα 26 μου. Είναι συγκινητικό να μου λένε στο δρόμο διάφοροι άνθρωποι ότι έχω γίνει κομμάτι της οικογένειάς τους.

«Δεν έχει τύχει πάντως ποτέ να αντιμετωπίσω επιθετικές συμπεριφορές».

– Έχετε δεχτεί και βολές;
Όχι ιδιαίτερα, πολύ σπάνια. Μου έχουν κάνει κριτική αλλά με πολύ άνετο τρόπο. Είναι και πώς θα το δεχτείς εσύ. Εγώ δεν κυκλοφορώ με θωρακισμένα οχήματα, ασφάλειες κ.λπ., κυκλοφορώ κανονικά στον δρόμο, με τα αθλητικά και τα τζιν μου, πηγαίνω σουπερμάρκετ, μιλάω με τον κόσμο, επομένως ακόμη κι αν κάποιος θέλει να διαφωνήσει μαζί μου, βλέπει απέναντί του έναν άνθρωπο κανονικό, με τον οποίο μπορεί να συζητήσει. Δεν έχει τύχει πάντως ποτέ να αντιμετωπίσω επιθετικές συμπεριφορές.

– Ο σύζυγός σας το διαχειρίζεται αυτό με τον ίδιο τρόπο;

Είμαστε δύο κανονικοί άνθρωποι – δεν υπάρχει το στοιχείο της έπαρσης, του κρυφτού ή της απόστασης από τον κόσμο. Και αυτό μάλιστα είναι και ένα στοιχείο που εκτιμάει ο ένας στον άλλον. Είμαστε της ίδιας φιλοσοφίας, μπορεί να κάνουμε και οι δύο δουλειές που μας καθιστούν πιο εκτεθειμένους σε πολλά επίπεδα, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι αιωρούμαστε πάνω από τους άλλους ανθρώπους και σηκώνουν τα χέρια για να μας αγγίξουν. Αν γινόταν αυτό, νομίζω ότι δεν θα ήμαστε καλοί στις δουλειές μας. Ένας από τους λόγους που θα μπορούσαμε να πούμε ότι κάνω καλά αυτό που κάνω, είναι γιατί πατάω στη γη, ζω και τρίβομαι καθημερινά με τον κόσμο, είμαι ένα ζωντανό κομμάτι του.

 

Διαβάστε ακόμα: Μιχάλης Γκανάς – «Τώρα πεινάμε και διψάμε για μια ανεπαίσθητη χειρονομία αγάπης».

 

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top