Εδώ, σε μια από τις αρχαιότερες μεταναστευτικές οδούς των αφρικανικών ελεφάντων, δίνεις πάντα προτεραιότητα σ’ εκείνους. Σβήνοντας τον κινητήρα και ανοίγοντας το παράθυρο. Γιατί την Αφρική οφείλεις να τη ζεις με όλες σου τις αισθήσεις. Να τη βλέπεις, να την ακούς, να την αγγίζεις, να τη γεύεσαι, να τη μυρίζεις… (photo Jeep)

Τον Οκτώβριο του 2004, η Jeep παρουσίασε στην ελίτ του παγκόσμιου αυτοκινητικού Τύπου –που τότε περιλάμβανε και τον γράφοντα ως διευθυντή τού περιοδικού Drive– στο φυσικό του περιβάλλον [του Jeep όχι του γράφοντος], στην αφρικανική δηλαδή σαβάνα.

Αν λοιπόν υπήρξε ένα ταξίδι που, αλλάζοντας την αντίληψή μου για τις ζωές των άλλων –με το «άλλοι» εδώ να είναι άνθρωποι πολύ λιγότερο ευνοημένοι από μας απλώς επειδή έτυχε να γεννηθούν αλλού, οι οποίοι κατορθώνουν να επιζούν σε μια καθημερινότητα ασύγκριτα διαφορετική από τη συγκριτικά συβαριτική δική μας– άλλαξε και τη δική μου ζωή, αυτό ήταν εκείνο. Να πώς εξελίχθηκε.

 

Παρασκευή, 3 Σεπτεμβρίου
Στις δεκαετίες του ‘60 και του ‘70,
η ασπρόμαυρη χουντική κρατική τηλεόραση, γνωστή για την ακάματή της αφοσίωση στη μετριότητα, είχε συχνά στο πρόγραμμά της ξένες ταινίες τόσο απερίγραπτα κακές που μπροστά τους αυτές του Δαλιανίδη φάνταζαν υπερπαραγωγές του Cecil B. De Mille.

Στις χειρότερες εξ αυτών συγκαταλέγονταν οι περιπέτειες του Ταρζάν με το-δώρο-του-Θεού-στις-γυναίκες-του-μεσοπολέμου, Johnny Weissmüller, στον ομώνυμο ρόλο. Σ’ εκείνες ο πρώην ολυμπιονίκης κολυμβητής αντιμετώπιζε θρασύδειλους λαθροθήρες, αδίστακτους δουλέμπορους, Αμαζόνες, Γοργόνες και τη Γυναίκα-Λεοπάρδαλη. Και τους Ναζί, πιθανότατα.

Καμιάς από τις 12 συνολικά ταινίες η πλοκή δεν ήταν άμεσα κατανοητή, ενώ στα γραμμένα στο γόνατο σενάρια έβρισκαν, ως δια μαγείας, τη θέση τους ασύνδετες μεταξύ τους σκηνές όπως εκρήξεις ηφαιστείων, σεισμοί, καταποντισμοί και πανικόβλητοι, κυνηγημένοι μοχθηροί Ιάπωνες.

Πρώτος ευρωπαίος που αντίκρισε, το 1855, τους καταρράκτες, τους οποίους ονόμασε “Victoria Falls”, ήταν ο Livingstone. Εκεί δίπλα δημιουργήθηκε και η μικρή πόλη που πήρε το όνομά της από τον Βρετανό ιεραπόστολο-εξερευνητή. (photo Jeep)

Άλλες τελείωναν με τον μεσόκοπο Johnny ή να κατατροπώνει αιμοσταγείς κανίβαλους, ή να σώζει τη Τζέιν (Maureen O’Sullivan) παλεύοντας με ληθαργικούς γορίλες και άκαμπτους κροκόδειλους, ή να νουθετεί με υπομονή φυλές πολεμοχαρών πυγμαίων, αποτρέποντας στην πορεία τη διάδοση του κομουνισμού.

Μπορεί οι ταινίες να ήταν γυρισμένες σε δευτεροκλασάτα στούντιο της Καλιφόρνια, με τσόντες από πλάνα σε βοτανικούς κήπους, στις δεκαετίες του ’30 και του ’40, αλλά άφηναν ανεξίτηλες εντυπώσεις για την Αφρική στα παιδικά μυαλά των δεκαετιών του ’50 και του ’60.

Όπως στο δικό μου, για παράδειγμα. Και επειδή είχε περάσει κάμποσος καιρός από τότε, σήμερα που ήρθε η πρόσκληση από τη Jeep, είπα να δω το “Out of Africa”.

 

Τετάρτη, 8 Σεπτεμβρίου

Παρακολούθησα χθες το “Out of Africa”. Ωραία, ρε, περνάνε εκεί κάτω! Ήδη ανυπομονώ να πιώ το σερβιρισμένο από χαμογελαστό μπάτλερ παγωμένο τσάι μου σε βεράντα με φόντο το κατακόκκινο αφρικανικό ηλιοβασίλεμα. Εντάξει, αν είναι να επισκεφτούμε και κάνα χωριό, δεν χάθηκε κι ο κόσμος…

Σήμερα, ήρθε και το πρόγραμμα του ταξιδιού. Τηλεφωνώ στην Ελπίδα [PR Manager τότε της Chrysler Jeep Ελλάς]. «Διαβάζω εδώ για διανυκτέρευση σε καταυλισμό με σκηνές. Τι σκηνές; Και δεν φαντάζομαι το πρόγραμμα να περιλαμβάνει και τίποτε τροπικές αρρώστιες, άγριες φυλές ή πεινασμένα σαρκοβόρα;»

Η Ελπίδα με διαβεβαιώνει ότι οι σκηνές είναι σκηνές μόνο κατ’ όνομα, αφού διαθέτουν όλες τις ανέσεις, ενώ ο καταυλισμός περιβάλλεται από ηλεκτροφόρο φράχτη. Αλλά θα πρέπει, λέει, να κάνω εμβόλιο για τον κίτρινο πυρετό και ν’ αρχίσω να παίρνω ήδη χάπια για την ελονοσία.

Το Royal Livingstone Hotel είναι δυο βήματα από το βάθους 130 μ. χάσμα του φλοιού της γης μέσα στο οποίο γκρεμίζεται με απόκοσμο θόρυβο ο μεγαλοπρεπής Ζαμβέζης. (Photos Andro, Royal Livingstone Hotel)

Πέμπτη, 9 Σεπτεμβρίου

Ο Σάββας έχει γεννηθεί και μεγαλώσει στη Ζιμπάμπουε, πρώην Ροδεσία. Τον καθίζω κάτω και απλώνουμε τους χάρτες στο γραφείο.

– Ρε συ Σάββα, πόσο επικίνδυνα είναι εκεί κάτω;

– Επικίνδυνα; Τι είναι αυτά που λες; Άκου, επικίνδυνα… Καθόλου! Εντάξει, σχεδόν καθόλου. Εξαρτάται, βέβαια, τι εννοείς επικίνδυνα…

– Επικίνδυνα όπως μυτερά δόντια, γαμψά νύχια και θανατηφόρες πληγές. Επικίνδυνα όπως ανίατες αρρώστιες. Επικίνδυνα όπως δηλητηριασμένα βέλη…

– Έλα μωρέ, πώς κάνεις έτσι; Αν είναι ν’ ανησυχείς τόσο, καλύτερα να μην πηγαίνεις ποτέ σου πουθενά. Μια χαρά θα περάσεις. Και θα φας και θα πιείς καλά. Αλήθεια, έχεις φάει φακόχοιρο;

– Στον στρατό, σίγουρα. Αρνάκι γάλακτος, το λέγαμε.

– Μη φοβάσαι, λέμε! Πού ‘σαι, ασφάλεια ζωής έχεις κάνει, έτσι δεν είναι;

Η ζέστη σε πιάνει από τα μούτρα, συνηθίζεις όμως γρήγορα γιατί δεν έχει υγρασία.

Τετάρτη, 6 Οκτωβρίου

Αξημέρωτα στη «Διεύθυνση Υγιεινής Νομαρχίας, Νότιος Τομέας», στην Καλλιθέα. Περιμένω τη σειρά μου ανάμεσα σε σκοτισμένους μετανάστες. Μια ώρα μετά, φεύγω εφοδιασμένος με χαπάκια για την ελονοσία, τα οποία πρέπει να θυμάμαι να παίρνω κάθε εβδομάδα για τις επόμενες έξι, και επώδυνα εμβολιασμένος για κίτρινο πυρετό, για τα επόμενα 10 χρόνια.

Η Μποτσουάνα είχε τότε [ελπίζω όχι πια] ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά θνησιμότητας από AIDS παγκοσμίως, αλλά κι ένα από τα προοδευτικότερα και αποτελεσματικότερα προγράμματα για τον έλεγχο της εξάπλωσής του. Αφίσες σαν κι αυτές υπήρχαν παντού. (photos Andro)

Παρασκευή, 15 Οκτωβρίου

Απόγευμα, στο γκισέ της Air France, παρέα με τον Ανδρέα από το Autocar και άλλους συναδέλφους. Θα πετάξουμε πρώτα για Παρίσι και μετά για Γιοχάνεσμπουργκ. Τέσσερις ώρες αργότερα, μεσάνυχτα στο Σαρλ Ντε Γκολ, περιμένοντας με μια πανσπερμία φυλών για το σκέλος Παρίσι-Γιοχάνεσμπουργκ, έχω ήδη αρχίσει να ψιλομετανιώνω.

Τα καλά νέα είναι ότι η Air France, εκτιμώντας την ευγένεια, τη σεμνότητα και τη διακριτικότητα –στοιχεία για τα οποία άλλωστε φημίζονται οι Έλληνες δημοσιογράφοι του ειδικού Τύπου σε αποστολές στο εξωτερικό–, αποφάσισε να μας βάλει στις καλές της θέσεις, στο πάνω πάτωμα του 747. Ό,τι καλύτερο για 11 ώρες ταξίδι μέσα στη μαύρη νύχτα πάνω από τη Μαύρη Ήπειρο.

 

Σάββατο, 16 Οκτωβρίου

Τέσσερις το πρωί είναι τώρα; Πέντε; Πότε ξημερώνει; Πάνω από πού είμαστε; Πότε φτάνουμε; Τι μου ‘χει μείνει να διαβάσω; Γύρω μου όλοι κοιμούνται. Παρά τις πολυθρόνες-κρεβάτια της “Classe Affaires” και τα Αταράξ της Ελπίδας, παραμένει αδύνατο να κλείσω μάτι σε αεροπλάνο. Μόνο εγώ και ο (αυτόματος) πιλότος είμαστε ξύπνιοι.

Κατά τις 8 το πρωί, το Boeing της Air France προσγειώνεται ομαλά στο Γιοχάνεσμπουργκ και βγαίνουμε για να αναζητήσουμε τη σύνδεση με την πτήση της Nationwide για το Λίβινγκστον, στη Ζάμπια.

Δυο ακόμα εναέριες ώρες αργότερα, μια λωρίδα μαύρης ασφάλτου ξεκολλάει από το κοκκινόχωμα κάτω και ανεβαίνει προς το μέρος μας με εξωφρενική ταχύτητα. Το φορτωμένο μέχρι τις κουπαστές με ανθρώπους, αποσκευές και μύγες 727 βροντάει στον καυτό διάδρομο και μαζεύουμε τα δόντια μας απ’ το πάτωμα.

Αν υπήρξε ένα ταξίδι που, αλλάζοντας την αντίληψή μου για τις ζωές των άλλων άλλαξε και τη δική μου, αυτό ήταν οι τέσσερις εκείνες μέρες στην Αφρική. Το ύφος στην αρχή είναι για τη χαμένη (προσωρινά) βαλίτσα (photo Andro).

Welcome to Zambia! Mwua ha, ha! ακούγεται από το πιλοτήριο – εντάξει, τα “mwua ha, ha” τα πρόσθεσα εγώ. Χωρίς τότε να υπολογίζω ότι το πρόγραμμα περιλαμβάνει και επιστροφή, ορκίζομαι ότι η μόνη φορά που θα έχω ξανά επαφή με αεροπλάνο Ζαμπιανών αερογραμμών θα είναι αν πέσει κάποιο πάνω μου.

Βγαίνουμε από το αεροπλάνο και μπαίνουμε στο γκριλ. Η ζέστη σε πιάνει από τα μούτρα, συνηθίζεις όμως γρήγορα γιατί δεν έχει υγρασία. Οι αποσκευές όμως ορισμένων από μας –συμπεριλαμβανομένων φυσικά και των δικών μου, το αντίθετο θα ήταν έκπληξη– έμειναν στο Γιοχάνεσμπουργκ.

«Συμβαίνουν αυτά, bwana, αλλά έρχονται με την επόμενη πτήση. Συνήθως. Αν δεν χαθούν, βέβαια. Η επόμενη πτήση, bwana; Αύριο, την ίδια ώρα. Μάλλον». Τέλεια. Κρίμα το προσεκτικό πακετάρισμα και τις μελετημένες προβλέψεις για το σωστό ρούχο για κάθε ώρα.

Φτωχά, πολύχρωμα μαγαζιά και πλινθόκτιστα σπίτια με τσίγκινες στέγες περιστοιχίζουν ταπεινές εκκλησίες.

Προς το ξενοδοχείο, στον σκονισμένο κεντρικό δρόμο του Λίβινγκστον, που χωρίζεται στη μέση από μεγάλες τζακαράντες και είναι σχεδιασμένος έτσι φαρδύς ώστε να μπορεί να κάνει αναστροφή άμαξα 16v (16βοδη), παρατηρείς παντού αναφορές στο βρετανικό αποικιακό παρελθόν.

Φτωχά, πολύχρωμα μαγαζιά και πλινθόκτιστα σπίτια με τσίγκινες στέγες περιστοιχίζουν ταπεινές εκκλησίες, ενώ δεν λείπουν και κάποιοι περίτεχνοι αρχιτεκτονικοί αγγλισμοί της βικτωριανής εποχής.

Ναι, αλλά πώς θα πάρω τώρα το παγωμένο τσάι μου στη βεράντα του ξενοδοχείου; Με τα ίδια ρούχα που φοράω εδώ και 30 ώρες, να πώς. Μακαρίζω πάντως την προνοητικότητά μου να έχω μαζί μου τα απολύτως απαραίτητα και μια αλλαξιά.

Λένε πως μερικά από τα γιγαντιαία baobab –που δυστυχώς όλο και λιγοστεύουν– έχουν ηλικία πάνω από 2.000 ή και περισσότερα χρόνια (photo Andro).

Στέκομαι τώρα εδώ, στον κήπο του ξενοδοχείου, στις όχθες του Ζαμβέζη, εκνευρισμένος και έτοιμος να πιώ το αντίστοιχο του βάρους μου σε αλκοόλ, χαζεύοντας αφηρημένος στο βάθος κάτι σαν γαλάζιο καπνό. Μα, βέβαια! Οι καταρράκτες της Βικτώριας! Είχα ξεχάσει τους καταρράκτες!

Το πολυτελέστατο, αποικιακού ρυθμού Royal Livingstone Hotel [κάπου έπρεπε να μείνουμε] είναι μόλις δυο βήματα από το βάθους 130 μέτρων χάσμα του φλοιού της γης μέσα στο οποίο γκρεμίζεται με απόκοσμο θόρυβο ο μεγαλοπρεπής ποταμός.

Ο Dr David Livingstone ήταν ο πρώτος Ευρωπαίος που αντίκρισε, το 1855, το μέρος που οι τοπικοί γνώριζαν ως Μόσι-όα-Τούνγια (Ο Καπνός που Βροντάει) για να το ονομάσει “Victoria Falls”, προς τιμήν της τότε βασίλισσας. Εκεί δίπλα δημιουργήθηκε μετά και η μικρή πόλη που πήρε το όνομά της από τον Βρετανό ιεραπόστολο-εξερευνητή.

Το εξαιρετικό νοτιοαφρικανικό cabernet εκτελεί υποδειγματικά την αποστολή για την οποία επιλέχτηκε και πέφτω για ύπνο σαν κοάλα.

Ο κόκκινος αφρικανικός ήλιος πέφτει στα νερά του Ζαμβέζη και μαζευόμαστε γύρω απ’ τη φωτιά για το briefing των επόμενων ημερών από τους διοργανωτές της περιήγησης. Έχουν διοργανώσει και συμμετάσχει σε πολλές παρόμοιες, με αποτέλεσμα η σιγουριά τους, σε συνδυασμό με τις φημισμένες ικανότητες των Jeep, να αρχίσει να περνά και σε μας, τους σκληροτράχηλους Έλληνες που τα έχουμε φυσικά δει όλα και τι θα μας πούνε τώρα οι ξενέρωτοι Νοτιοαφρικάνοι.

Λίγο αργότερα, δειπνούμε πλουσιοπάροχα στη βεράντα του ξενοδοχείου, στις όχθες του ποταμού, όσο θρασύτατοι μπαμπουίνοι σαλτάρουν απ’ τα δέντρα μέσα στο σκοτάδι για ν’ αρπάξουν ό,τι μένει στο τραπέζι. Το εξαιρετικό νοτιοαφρικανικό cabernet εκτελεί υποδειγματικά την αποστολή για την οποία επιλέχτηκε και πέφτω για ύπνο σαν κοάλα.

Χαμογελαστοί άνθρωποι συνηθισμένοι σε μια καθημερινότητα ασύγκριτα φτωχότερη από τη δική μας. Ό,τι νερό είχα στο αυτοκίνητο το έδινα στα παιδιά. Εγώ θα έβρισκα άλλο αργότερα, εκείνα ίσως όχι (photos Andro).

Κυριακή, 17 Οκτωβρίου

Τα δεξιοτίμονα Cherokee μάς περιμένουν στο πάρκινγκ του ξενοδοχείου. Όλα είναι εξοπλισμένα με road-book, ασυρμάτους και ψυγεία με νερά, χυμούς, σνακ κ.λπ. Ο Ανδρέας υποκλίνεται στα 16 χρόνια οδηγικής μου εμπειρίας στη λάθος πλευρά του δρόμου και κάθεται στη θέση του συνοδηγού.

Αφήνουμε πίσω μας τη μακάρια εικόνα κυριακάτικης ανεμελιάς του Λίβινγκστον και κατευθυνόμαστε δυτικά. Τα φρεσκοστρωμένα ασφάλτινα χιλιόμετρα μέσα στο εθνικό πάρκο Μόσι-όα-Τούνγια, με τα εντυπωσιακά baobab δεξιά και αριστερά του δρόμου, φεύγουν γρήγορα.

Λένε πως μερικά απ’ αυτά τα γιγαντιαία δέντρα έχουν ηλικία πάνω από 2.000 χρόνια, πριν δηλαδή από τη γέννηση του Χριστού. Το πιστεύω. Τα κλαδιά ορισμένων είναι φαρδύτερα και από το Cherokee.

Ελέφαντες, καμηλοπαρδάλεις, αγριοβούβαλοι, ζέβρες, ιμπάλα, φακόχοιροι υπομένουν θερμοκρασίες 40°C περιμένοντας καρτερικά την εποχή των βροχών.

Ο Οκτώβριος, αρχή του καλοκαιριού εδώ στο νότιο ημισφαίριο, είναι καυτός. Ελέφαντες, καμηλοπαρδάλεις, αγριοβούβαλοι, ζέβρες, ιμπάλα, φακόχοιροι υπομένουν θερμοκρασίες 40°C περιμένοντας καρτερικά την εποχή των βροχών. Η πρώτη μετά τον Απρίλιο έπεσε χτες βράδυ και έχει μοσχομυρίσει το χώμα. Είναι σοφή η μητέρα Φύση. Το καυτό καλοκαίρι είναι που βρέχει στη σαβάνα, ο χειμώνας εδώ είναι κρύος αλλά στεγνός.

Δεξιά κι αριστερά, μικρά χωριά πέντε-έξι σπιτιών ξεφυτρώνουν ανάμεσα στους θάμνους. Οι άνθρωποι εδώ ζουν όπως ζούσαν και πριν από δεκαετίες – ψέματα, αιώνες. Από εδώ άλλωστε δεν ξεκίνησε η ζωή; Σε τρώγλες χτισμένες με λάσπη, με αχυροσκεπές και «πόρτες» από λινάτσα, χωρίς ηλεκτρισμό, τρεχούμενο νερό ή αποχέτευση. Καλλιεργώντας καλαμπόκι, ταΐζοντας κότες και προσέχοντας τα ζώα πλουσιότερων.

Αξέχαστη υποδοχή στο Muchenje Lodge με την εντυπωσιακή θέα στην κοιλάδα του ποταμού Τσόμπε (photos Andro, Muchenje Lodge).

Εξέλιξη, και μαζί ευλογία, θεωρείται το να έχεις έναν μεγάλο κουβά ή ένα πλαστικό δοχείο, ακόμα κι αν χρειάζεται να περπατάς κάθε μέρα χιλιόμετρα για να φέρεις νερό για τη φαμελιά σου. Πολυτέλεια, και μαζί μεγάλη τύχη, είναι μια σοκολάτα, ένα μπουκάλι νερό, ένα ζευγάρι κάλτσες ή ένα μεταχειρισμένο μπλουζάκι από διερχόμενο οδηγό Cherokee με ξαφνικές ενοχές.

Μετά τη στάση για τσάι δίπλα στο ποτάμι, στην παλιά ιεραποστολή με τα ανεκτίμητα βιβλία του 19ου αιώνα, κάθομαι αριστερά και δίνω το τιμόνι στον Ανδρέα. Με αποτέλεσμα η αφρικανική καμπύλη μάθησής του να γίνει ακόμα πιο απότομη και το ταξίδι μας ακόμη πιο ενδιαφέρον.

Μετά τη βυθομέτρηση κάθε λακκούβας που συναντούν στο διάβα τους οι αριστεροί τροχοί τού Jeep, ο Αντρέας αποφασίζει ν’ ασχοληθεί αποκλειστικά με τη φωτογράφιση, αφήνοντας την οδήγηση στον γράφοντα.

Ενώ ελέφαντες, αντιλόπες κι άλλα αγρίμια ξεπροβάλλουν μέσα απ’ το σούρουπο, για να σβήσουν τη δίψα μιας ακόμα καυτής μέρας στη φυσική ποτίστρα, απολαμβάνω τη βραδιά ζώντας σαν σε ντοκιμαντέρ του National Geographic (photo Elephant Valley Lodge).

Στους συνοριακούς σταθμούς με τη Ναμίμπια και την Μποτσουάνα ευγενείς αλλά «κουμπωμένοι» τελωνειακοί υπάλληλοι ελέγχουν τα διαβατήριά μας, ενώ αγενείς Έλληνες διακωμωδούν τη δικαιολογημένη σχολαστικότητά τους.

Την ίδια ώρα, σκυθρωποί Αφρικανοί αξιωματούχοι, με καφέ κοστούμια, κίτρινα πουκάμισα και πολύχρωμες γραβάτες, μας κοιτούν βλοσυρά μέσα από κάδρα στραβοκρεμασμένα σε πράσινους τοίχους, διάσπαρτους με αυστηρές ανακοινώσεις για τους κινδύνους της ανηθικότητας και με απλοϊκές αφίσες για τα δεινά του σεξουαλικού εκτραχηλισμού.

Μετά από μια κρύα μπίρα, απολαμβάνω ένα πιο κρύο ντους, παρέα μ’ ένα σκορπιό “as big as a Buick”, που έλεγε κι ο Woody Allen.

Στα σύνορα της Μποτσουάνα μάς υποδέχεται ο Rob Clifford. Ο βετεράνος ranger Rob και η ομάδα των νεαρών Αφρικανών του θα είναι αυτοί που θα μας φυλάνε από την άγρια πανίδα και την απρόβλεπτη χλωρίδα τις επόμενες ημέρες.

Η πρώτη μου επαφή με αφρικανικό χωμάτινο δρόμο είναι λίγο πριν το γεύμα στο Muchenje Lodge, βάση για φωτογραφικά σαφάρι, με την εντυπωσιακή θέα στην κοιλάδα του ποταμού Τσόμπε.

Τούτη εδώ είναι μια φαρδιά, κεντρική αρτηρία από τις πολλές που δεν έχουν ασφαλτοστρωθεί. Είναι όλο εγκάρσιες ραβδώσεις, σαν σανίδα πλυσίματος, και γεμάτη λακκούβες, κληρονομιά της εποχής των βροχών. Είναι αδύνατο να χαράξεις σταθερή τροχιά.

Οι τέντες του Elephant Valley Lodge  είναι τέντες μόνο κατ’ όνομα. Όλος δε ο καταυλισμός περιβάλλεται από ηλεκτροφόρα σύρματα (photos Elephant Valley Lodge).

Εγκαταλείπω κάθε τακτική αποφυγής και αφήνω την ανάρτηση του Jeep να με βγάλει ασπροπρόσωπο. Το «δικό μου» Cherokee είναι ήδη φορτωμένο με κάμποσα ανάλογα χιλιόμετρα· τρέμει ολάκερο, αλλά τίποτα πάνω του δεν τρίζει. Εντυπωσιάζομαι.

Πού και πού, από το κλιματιζόμενο μεταλλικό κουκούλι μου, αντικρίζω να ξεπροβάλλουν μέσα στα σύννεφα σκόνης που σηκώνει το πλουτοκρατικό μας κομβόι, αθάνατα ιαπωνικά pick-up φορτωμένα με πάλλευκες οδοντοστοιχίες σ’ έναν μαύρο καμβά χαμογελαστών, καλοσυνάτων προσώπων.

Λίγο αργότερα, οδηγώντας τώρα με φουλ τετρακίνηση σε παχιά άμμο, φτάνουμε στο Elephant Valley Lodge, όπου θα διανυκτερεύσουμε τα επόμενα δύο βράδια. Ο καταυλισμός, βάση και αυτός για φωτογραφικά σαφάρι, βρίσκεται πάνω σε μια από τις αρχαιότερες μεταναστευτικές οδούς των αφρικανικών ελεφάντων. Όσο για τις απολεσθείσες αποσκευές μας «περιμένουν ήδη στις σκηνές, bwana!»

Μετά από μια κρύα μπίρα, απολαμβάνω ένα πιο κρύο ντους, παρέα μ’ ένα σκορπιό “as big as a Buick”, που έλεγε κι ο Woody Allen. Όταν το παίρνω χαμπάρι, είναι αργά. Για τον σκορπιό. Στο μεταξύ, τα παιδιά του περίπτερου έχουν ετοιμάσει πλούσιο μπάρμπεκιου δίπλα στη φωτιά, αλλά οι Έλληνες συνάδελφοι έχουν φέρει μαζί τους κονσέρβες με ντολμαδάκια γιαλαντζί, ταραμοσαλάτα, ελιές και ούζο. Απίστευτο…

Το “as slow as possible, as fast as necessary” είναι η καλύτερη συνταγή για τέτοιες συνθήκες. Εκείνο πάντως το Cherokee με είχε αφήσει με το στόμα ανοιχτό (photos Andro, Jeep).

Μετά το δείπνο, ένας ευγενέστατος τοπικός δάσκαλος μάς διηγείται με γλαφυρότητα και πάθος την ιστορία του Dr Livingstone. Οι ξένοι κρέμονται απ’ τα χείλη του. Οι Έλληνες δυσανασχετούμε για τη μακρηγορία, διαμαρτυρόμαστε, θορυβούμε, μιλάμε μεταξύ μας και γενικά βαριόμαστε που ζούμε, κατορθώνοντας για μια ακόμη φορά να γίνουμε διεθνώς ρεζίλι, έστω και σε μικροκλίμακα.

Eλέφαντες, αντιλόπες κι άλλα αγρίμια ξεπροβάλλουν σιγά-σιγά μέσα απ’ το σκοτάδι, πλησιάζοντας στο νερό για να σβήσουν τη δίψα άλλης μιας καυτής μέρας.

Το βράδυ έχει πια πέσει στη σαβάνα, το ίδιο και η θερμοκρασία. Κίτρινα φώτα φωτίζουν τη φυσική ποτίστρα λίγα μέτρα μακρύτερα. Όσο ελέφαντες, αντιλόπες κι άλλα αγρίμια ξεπροβάλλουν σιγά-σιγά μέσα απ’ το σκοτάδι, πλησιάζοντας στο νερό για να σβήσουν τη δίψα άλλης μιας καυτής μέρας, εγώ, γνωστός μονόχνοτος, απολαμβάνω μόνος τη βραδιά αναπολώντας τη μέρα και ζώντας σαν σε ντοκιμαντέρ του National Geographic.

Στο Μαμπέλε τα παιδιά του σχολείου μάς υποδέχτηκαν με τραγούδια του τόπου τους, χορεύοντας με τον έμφυτο ρυθμό που προικίζει κάθε Αφρικανό. Ο 12χρονος Marumo και το δικό του PlayStation (photos Andro).

Δευτέρα, 18 Οκτωβρίου

Ο ύπνος στη μεγάλη σκηνή-ανάκτορο ήταν μακάριος, αν και όλο το βράδυ ακουγόταν από μακριά κάποιο πουλί, νομίζω, να αναζητεί επίμονα έναν Πίου-Πίου, σαν ξεχασμένος συναγερμός. Γύρω στις 5, με το πρώτο φως, η σαβάνα ξυπνάει και βρίσκεσαι ξαφνικά στη μέση μιας απερίγραπτης κακοφωνίας από κραυγές, βρυχηθμούς, ουρλιαχτά, κρωγμούς και συριγμούς.

Στην είσοδο του σχολείου στο Μαμπέλε, τα παιδιά μάς υποδέχονται με πλατιά χαμόγελα και χαρούμενα τραγούδια.

Είναι τώρα 7 και ο ήλιος ήδη καίει. Λίγα μέτρα μετά το περίπτερο, ξεκινάει η πρώτη πραγματική δοκιμασία off-road. Ο ορίζοντας χάνεται από τα μάτια μου και το Jeep βουτάει με τα μούτρα μέσα σε μια βαθιά, στενή, μαιανδρική κοίτη ποταμού πιο στεγνή κι από στυπόχαρτο.

Και τώρα πώς βγαίνουμε από δω; Από εκεί που μου δείχνουν πάντως, χλωμό το βλέπω. Χάνω όμως τίποτα να προσπαθήσω; Κοντό κιβώτιο και όσο ψηλότερη σχέση για να γλιτώσω το σπινάρισμα. Όσο εγώ κοιτάω τον ουρανό, το Cherokee κάνει μια έτσι και βγαίνει στην επιφάνεια σαν μπάλα μέσα από νερό.

Γεγονός είναι πάντως πως ο μέσος οδηγός βάζει την ουρά στα σκέλια πολύ πριν ένα Jeep βάλει τον επιλογέα στο 4L. Απ’ όσα τουλάχιστον έχουν απομείνει σήμερα με τετρακίνηση (photo Jeep).

Κι αμέσως μετά, ξανά κατηφόρα-τοίχος με απότομη στροφή στον πυθμένα και ακόμα ένας τοίχος, ανηφορικός αυτός. Πρώτη κοντή στο αυτόματο κιβώτιο, μακριά το πόδι απ’ το φρένο και το Jeep σταλάζει προς το βυθό. Στον πάτο, αλλαγή σε 2η, μαλακά με το γκάζι και το Cherokee ξαναβγαίνει χωρίς πολλά-πολλά απ’ την τρύπα.

Θυμάμαι το “as slow as possible, as fast as necessary”, δικό μου mantra για ανάλογες συνθήκες, και επιβεβαιώνω πως αν το τηρείς και κάνεις και αυτά που σου λένε –ακριβώς όμως– δεν έχεις να φοβηθείς τίποτα. Άλλοι που, ως εμπειρότεροι, εννοούν να κάνουν του κεφαλιού τους, βουλιάζουν πόρτες, στραβώνουν μαρσπιέ και ξηλώνουν φτερά.

Συνεχίζω τη διαδρομή, προσπαθώντας να μη χάνω τη φόρα μου πάνω στη μαλακιά άμμο, ανάμεσα σε μισοκαμένα δέντρα teak προς τον επόμενο σταθμό μας, το χωριό Μαμπέλε, χωριό που η Jeep έχει πάρει υπό την προστασία της.

Στα μισά της διαδρομής, μάς περιμένει αυτοκίνητο της οργάνωσης με κάθε λογής τσάι, ξερά φρούτα και φρεσκοψημένα, μυρωδάτα, σπιτικά μπισκότα. Ορισμένοι εξ ημών, που φαίνεται πως δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς φραπόγαλο, κασερόπιτα και τοστ ανάμικτο, κατεβάζουν κάτι μούτρα να.

Ναι, αλλά πού πήγε ο δρόμος; Πού χάθηκαν τα Wrangler των rangers; Να το χωριό, εκεί κάτω είναι, φαίνεται, αλλά από πού θα κατέβουμε; Όχι από δω, βέβαια. Κι όμως. Για μια ακόμα φορά το Cherokee με αφήνει με το στόμα ανοιχτό.

Όχι μόνο κατεβαίνει τη σαθρή πλαγιά με τη σκόρπια πέτρα, όχι μόνο την ανεβαίνει ξανά, έτσι για πλάκα, αλλά την κατεβαίνει και πάλι, από δυσκολότερο τώρα μέρος, με τουλάχιστον δυο τροχούς στον αέρα, δρασκελίζοντας κομμένους κορμούς και καβαλώντας πεσμένα βράχια.

Κα για μια ακόμα φορά επιβεβαιώνω ότι ο μέσος οδηγός θα βάλει την ουρά στα σκέλια πολύ πριν ένα Jeep βάλει τον επιλογέα του στο 4L.

Στην είσοδο του σχολείου στο Μαμπέλε, τα παιδιά μάς υποδέχονται με πλατιά χαμόγελα και χαρούμενα τραγούδια. Δίνουμε στη δασκάλα Maggie τα λιγοστά που φέραμε και τα παιδιά μάς ανταμείβουν τραγουδώντας τραγούδια του τόπου τους, χορεύοντας με τον έμφυτο αυτό ρυθμό που προικίζει κάθε Αφρικανό.

Σταματάω πού και πού δίνοντας προτεραιότητα στους ελέφαντες – ας έκανα κι αλλιώς.

Όμως, αυτό που ζητούν περισσότερο απ’ όλα είναι το νερό. Τους δίνω ό,τι υγρό έχει απομείνει στο αυτοκίνητο και αντικρίζω χαμόγελα που όμοιά τους δεν έχω ξαναδεί.

Ο 12χρονος Marumo παίζει μ’ ένα μακρύ σύρμα που στη μια άκρη του μοιάζει με ρόδα και στην άλλη με τιμόνι – το δικό του PlayStation. Οδηγεί το “Jeep” του πάνω από πέτρες και κλαδιά που έχει στρώσει επί τούτου. «Όταν μεγαλώσω θα ‘ρθω κι εγώ στη δικιά σου χώρα με το δικό μου Jeep», υπόσχεται.

Ταπεινωμένοι, δεν έχουμε παρά ν’ αποσυρθούμε για ένα ακόμα πλουσιοπάροχο, al fresco γεύμα στην όχθη του ποταμού Τσόμπε. Το πρόγραμμα για τη συνέχεια αναφέρει: “Drive through Chobe National Park for game viewing”. «Πάλι ρε σαφάρια;», ακούω συνάδελφο να γκρινιάζει, ευτυχώς στα ελληνικά. «Πότε θα γυρίσουμε στο ξενοδοχείο;» Τίποτα δεν με εκπλήσσει πια…

Ακολουθώ την όχθη του ποταμού, οδηγώντας νωχελικά και χαζεύοντας καχύποπτους αγριοβούβαλους, ύπουλους κροκόδειλους και περιφρονητικές καμηλοπαρδάλεις. Οι λιγοστοί ιπποπόταμοι δείχνουν να αδιαφορούν για την παρουσία μου. Και συνειδητοποιώ ότι εμείς είμαστε εδώ το αξιοθέατο, με τα μεταλλικά κουτιά μας, όχι τα αγρίμια.

Σταματάω πού και πού δίνοντας προτεραιότητα στους ελέφαντες – ας έκανα κι αλλιώς. Πάντα σβήνω τον κινητήρα και ανοίγω το παράθυρο. Την Αφρική οφείλεις να τη ζεις με όλες σου τις αισθήσεις. Να τη βλέπεις, να την ακούς, να την αγγίζεις, να τη γεύεσαι, να τη μυρίζεις…

Έλεγχος για σκορπιούς, κρύο ντους, παγωμένες μπίρες, καλό φαγητό, ακόμα καλύτερο κρασί, δροσερή νύχτα, αναπαυτική πολυθρόνα.

Στο μεταξύ, ακούω από το VHF ότι το πίσω δεξί μου λάστιχο έχει κάτσει, αλλά ούτε που να το σκεφτώ, μου λένε, να το αλλάξω εδώ. Θα περιμένω να βγω από το πάρκο. Στην έξοδο, οι φύλακες ψεκάζουν τα λάστιχα και τα παπούτσια όλων με δυνατό απολυμαντικό, αλλάζω το λάστιχο και, πριν πέσει ο ήλιος, επιστρέφω στο Elephant Valley Lodge.

Έλεγχος για σκορπιούς, κρύο ντους, παγωμένες μπίρες, καλό φαγητό, ακόμα καλύτερο κρασί, δροσερή νύχτα, αναπαυτική πολυθρόνα και στο φόντο και πάλι τα διψασμένα ζωντανά που έρχονται να πιούν νερό. Θα μπορούσα να ζήσω έτσι, σκέφτομαι… Φοβάμαι όμως ότι μετά από καμιά δεκαριά χρόνια μπορεί και να βαριόμουνα.

Το βράδυ, το αναθεματισμένο πουλί-συναγερμός εκεί, το βιολί του. Πώς το ‘λεγε ο Φωτόπουλος; «Το δίκαννο!»

Η διάσχιση του Ζαμβέζη γίνεται από το ίδιο πέρασμα εδώ και αιώνες. Στην αντίπερα όχθη συναντώνται, στον ίδιο συνοριακό σταθμό, τέσσερις χώρες: Ζάμπια, Μποτσουάνα, Ναμίμπια και Ζιμπάμπουε. Χάος και αφρικανική γραφειοκρατία επί τέσσερα (photos Andro).

Τρίτη, 19 Οκτωβρίου

Άλλη μια λαμπερή μέρα. Επιστρέφουμε από τη Μποτσουάνα στη Ζάμπια, διασχίζοντας τον Ζαμβέζη και φορτώνοντας τα αυτοκίνητα από το ίδιο μέρος απ’ όπου γίνεται το πέρασμα εδώ και αιώνες – ελπίζω όχι με το ίδιο σκάφος…

 Στην αντίπερα όχθη, συναντώνται στον ίδιο συνοριακό σταθμό, τελωνειακοί έλεγχοι για τέσσερις χώρες: για τη Ζάμπια, τη Μποτσουάνα, τη Ναμίμπια και τη Ζιμπάμπουε του Σάββα. Χάος και αφρικανική γραφειοκρατία επί τέσσερα.

Κάποτε ξεμπερδεύω κι επιστρέφω στο Royal Livingstone Hotel. Οι αποσκευές μου φεύγουν ξεχωριστά για το αεροδρόμιο –αλλά ποιος νοιάζεται τώρα αν θα χαθούν;– και να τη πάλι η Nationwide να με «στείλει» πίσω στο Γιοχάνεσμπουργκ.

Τα φώτα της αγαπημένης μου έκτοτε Αφρικής χάνονται σιγά-σιγά μέσα στη νύχτα κι έχω ήδη αρχίσει να επινοώ τρόπους για να επιστρέψω.

Πέντε ώρες μετά, η πόρτα του Boeing της Air France κλείνει πίσω μου ερμητικά και οι εικόνες, οι ήχοι και οι μυρωδιές με τις οποίες έζησα τις τελευταίες μέρες δίνουν τη θέση τους στην αποστειρωμένη ατμόσφαιρα του 747 και στην επιστροφή στον «πολιτισμό».

Τα φώτα της αγαπημένης μου έκτοτε Αφρικής χάνονται σιγά-σιγά μέσα στη νύχτα κι έχω ήδη αρχίσει να επινοώ τρόπους για να επιστρέψω, αν όχι σε τούτη δω τη ζωή, ίσως σε μια άλλη.

Στο μεταξύ, εσείς με το περιπετειώδες πνεύμα και τη δίψα για μάθηση, μη φοβηθείτε τις 15-τόσες ώρες πτήσης, την κάψα της αφρικανικής σαβάνας, την έλλειψη βασικών ανέσεων και τη γραφική γραφειοκρατία. Και μη ντραπείτε να ρίξετε στη βαλίτσα σας ό,τι παλιό (ή καινούργιο) ρούχο, παπούτσι, μολύβι, σαπούνι, φαγώσιμο ή ό,τι άλλο βάλει ο νους σας.

Μακάρι η παγκόσμια αυτοκινητοβιομηχανία, τα εκατομμύρια στελέχη που την απαρτίζουν και οι χιλιάδες παρατρεχάμενοι, όπως εγώ, που ζούσαμε απ’ αυτή να μπορούσαμε να σκαρφιστούμε ανάλογους, ή απλούστερους τρόπους απ’ αυτόν που σκέφτηκε η Jeep [που τότε ανήκε στην DaimlerChrysler] ναι, για να πάρει δημοσιότητα, προσφέροντας όμως βοήθεια εκεί όπου πραγματικά χρειάζεται.

Με τι, όμως, πώς και από πού θα ξεκινήσουμε, ανάθεμα κι αν ξέρω.

 

Τρίτη, 4 Ιανουαρίου
Ως ιδανικός επίλογος
, αυτό το SMS έφτασε στο κινητό μου σήμερα, τρεις ολόκληρους μήνες μετά: “Welcome to Botswana and thank you for roaming with Mascom. For your emergency and travel info dial 147”.

“Dr Livingstone, I presume?” Η φράση με την οποία ο Stanley χαιρέτησε τον Livingstone κοντά στη λίμνη Τανγκανίκα έμεινε στην ιστορία. Αυτή η απεικόνιση της συνάντησης, σύμφωνα με τον υπογράφοντα Stanley, «είναι ό,τι πλησιέστερο σε φωτογράφιση» (photo history.com).

ΥΓ Για τον Livingstone
Ο Σκώτος David Livingstone (1813-1873) ήταν ένας αξιοπερίεργος συνδυασμός γιατρού, ιεραπόστολου, εξερευνητή, επιστήμονα και πολέμιου της δουλείας. Έζησε 30 χρόνια στην Αφρική, εξερευνώντας σχεδόν το ένα τρίτο της ηπείρου, από το νοτιότερό της άκρο ως τον Ισημερινό.

Αν και, ή μάλλον επειδή, ήταν αγαπητός στους Αφρικανούς, ο Livingstone έκανε πολλούς εχθρούς ανάμεσα στους δουλέμπορους της εποχής. Οι επιστολές που έστελνε πίσω στη Μ. Βρετανία, σχετικά με τις σφαγές Αφρικανών από τους άποικους, επηρέασαν μεν θετικά τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, αλλά δεν στάθηκαν αρκετές για να σταματήσει εντελώς το δουλεμπόριο που είχαν ξεκινήσει, μεταξύ Αφρικής και Αμερικής, οι Πορτογάλοι τον 16ο αιώνα.

O Livingstone, αν και άρρωστος με δυσεντερία, συνέχισε να ταξιδεύει μέχρι τις 30 Απριλίου 1873, όταν και πέθανε.

Το 1865, σε ηλικία 52 ετών, ο Livingstone ξεκίνησε το γνωστότερο και συνάμα τελευταίο του ταξίδι. Έχοντας χάσει τους αχθοφόρους, τα ζώα και όλα του σχεδόν τα εφόδια, συνέχισε ουσιαστικά μόνος. Στις 10 Νοεμβρίου του 1871, κοντά στη λίμνη Τανγκανίκα, τον βρήκε ο Ουαλός δημοσιογράφος-εξερευνητής Henry Morton Stanley που είχε σταλεί για να τον αναζητήσει, έναν χρόνο νωρίτερα από την εφημερίδα New York Herald.

Λέγεται ότι τον χαιρέτησε με την φράσηDr Livingstone, I presume?” που από τότε έχει μείνει στην ιστορία. Με τα εφόδια του Stanley, ο Livingstone, αν και άρρωστος με δυσεντερία, συνέχισε να ταξιδεύει μέχρι τις 30 Απριλίου 1873, όταν και πέθανε. Όπως ο ίδιος είχε ζητήσει, το σώμα του στάλθηκε πίσω στο Λονδίνο, αλλά η καρδιά του ενταφιάστηκε στην Αφρική.

 

ΥΓ 2 Για τη Ζάμπια
Η Βόρεια Ροδεσία έγινε Ζάμπια το 1964 όταν απέκτησε την ανεξαρτησία της από τη Μ. Βρετανία. Πρωτεύουσά της είναι η Λουσάκα. Έχει έκταση 752.614 τετραγωνικά χιλιόμετρα (η Ελλάδα έχει 132.000) και 10 εκατ. πληθυσμό. Χαμηλότερο υψόμετρο είναι τα 330 μ. (ο ποταμός Ζαμβέζης) και ψηλότερο τα 2.300 μ. Η οικονομία της βασίζεται σε ορυκτά (χρυσό, κοβάλτιο και ουράνιο) και στην υδροηλεκτρική ενέργεια από τα νερά του Ζαμβέζη.

 

ΥΓ 3 Για τη Μποτσουάνα
Το βρετανικό προτεκτοράτο της Μπετσουάναλαντ απέκτησε την ανεξαρτησία και το καινούριο του όνομα το 1966. Πρωτεύουσα είναι το Γκαμπορόν. Έχει έκταση 600.370 τετραγωνικά χιλιόμετρα και πληθυσμό μόλις 1,5 εκατ. Χαμηλότερο υψόμετρο είναι τα 510 μ. και ψηλότερο τα 1.490 μ. Το έδαφος είναι ουσιαστικά επίπεδο και περιλαμβάνει την έρημο Καλαχάρι στα νοτιοδυτικά. Η οικονομία της βασίζεται στον χαλκό, στο νικέλιο, στον σίδηρο, στο ασήμι και στα διαμάντια.

Το “Cherokee” προέρχεται από τη λέξη “Tsalagi” που σημαίνει πρωτεύων, πρώτος τη τάξει, αρχικός λαός.

Η Μποτσουάνα είχε, την εποχή τουλάχιστον που την επισκέφτηκα, ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά θνησιμότητας από AIDS παγκοσμίως, αλλά ταυτόχρονα κι ένα από τα πιο προοδευτικά και αποτελεσματικά προγράμματα για τον έλεγχο της εξάπλωσής του.

Από αυτό το περίεργο ζωάκι, «το 8ο θαύμα του κόσμου», που πρωτοεμφανίστηκε στα κόμικς του Popeye το 1936, νωρίτερα από το πρώτο MB της Willys, πήρε πιθανότατα το όνομά του και το αυτοκίνητο-πασπαρτού (photos hakes.com).

ΥΓ 4 “Eugene the jeep
Στις 20 Μαρτίου του 1936, πέντε χρόνια πριν η Willys-Overland κατασκευάσει το πρώτο Willys MB για τον αμερικανικό στρατό, εμφανίστηκε για πρώτη φορά, σε σκίτσο του E. C. Segar, δημιουργού των κόμικς του Popeye, ένα μικρό τερατάκι που άκουγε στο όνομα “Eugene the jeep”.

Κατά τον δημιουργό του, ήταν «το 8ο θαύμα του κόσμου, ένα ον το οποίο αν και ζει στον δικό μας τρισδιάστατο κόσμο, προέρχεται από έναν άλλο με τέσσερις διαστάσεις». Είχε έρθει στον Popeye από τη ζούγκλα της Αφρικής και αν δεν έτρωγε καθημερινά ορχιδέες θα πέθαινε. Είχε δε την ικανότητα να εξαφανίζεται και να επανεμφανίζεται όπου του άρεσε. Από αυτό το ζωάκι πήρε πιθανότατα το όνομά του και το αυτοκίνητο-πασπαρτού.

Υπάρχει βέβαια και η άλλη εκδοχή που θέλει το Jeep να έχει πάρει το όνομά του από τα αρχικά GP, υποτίθεται για General Purpose ή για Government Purposes. Αλλά πού είναι η μαγεία σ’ αυτό;

 

ΥΓ 5 Και γιατί Cherokee;
Το μοντέλο πήρε το όνομά του
από τον ομώνυμο αυτόχθονα λαό της Αμερικής. Το “Cherokee” προέρχεται από τη δική τους λέξη “Tsalagi” που σημαίνει πρωτεύων, πρώτος τη τάξει, αρχικός λαός. Για να μη νομίζετε ότι τα ονόματα των μοντέλων επιλέγονται τυχαία.

 

Διαβάστε ακόμα: Άκης Τεμπερίδης – Όσα μου έμαθε ο δρόμος.

 

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top