Σε μια υπερχρεωμένη χώρα με οικονομία υπηρεσιών παλαιάς κοπής, με ανυπέρβλητη και ακριβή κρατική γραφειοκρατεία, και τον αντίστοιχο ιδιωτικό τομέα (αυτόν που μπορεί να ζήσει και να αναπτυχθεί υπό αυτές τις συνθήκες), ποια είναι η λύση;
Προς το παρόν, η (μη) λύση σήμανε συρρίκνωση του οικονομικού κύκλου της χώρας κατά τουλάχιστον 25% (το μέλλον θα δείξει πού θα κλείσει αυτή η μείωση). Διορθώθηκε κάτι; Μειώθηκαν οι μισθοί και οι συντάξεις, έκλεισαν επιχειρήσεις, απολύθηκε κόσμος, και ναι κάποιες από αυτές ήταν επιχειρήσεις «φούσκας». Ποιος ξέρει αν αυτές που επιβίωσαν δεν είναι. Ουδείς. Αν το ζητούμενο ήταν η εξυγίανση, τότε η λύση δεν έχει εφαρμοστεί ακόμα. Είναι άλλο η μείωση μιας δαπάνης ή σπατάλης και τελείως άλλο ο εντοπισμός της αιτίας και η θεσμική αλλαγή για την απάλειψή της.
Η λύση περνάει από αυτές τις θεσμικές αλλαγές που θα επιτρέψουν στις επιχειρήσεις που λειτουργούν ανταγωνιστικά, στο εσωτερικό και το εξωτερικό, να υπάρξουν. Παράλληλα, οι ίδιες θεσμικές αλλαγές θα έκαναν μη βιώσιμο τον παρασιτισμό. Όταν ο ανταγωνισμός σου ζει πουλώντας τιμολόγια κι επιταγές, δεν υπάρχει χώρος για συνεπείς επαγγελματίες. Τελεία.
Αυτά είναι τα αυτονόητα που προσπερνάμε καθημερινά, αλλά είναι η βάση προτού φτάσουμε σε δυσεπίλυτα ζητήματα, όπως η μεγάλη φοροδιαφυγή, το πολιτικό σύστημα και λοιπά που ακούμε καθημερινά από τους αφηγητές της κρίσης. Αυτά έπρεπε να είναι η προτεραιότητά μας.
Δυστυχώς δεν ήταν. Η Γερμανία της κ. Μέρκελ μαζί με την Γαλλία του κ. Σαρκοζί επέλεξαν μια άλλη λύση: αυτή της δημιουργικής καταστροφής. Αγνοώντας το οικονομικό και πολιτικό κόστος που θα ακολουθούσε και για τους ίδιους, πιστεύοντας λανθασμένα όπως αποδείχτηκε ότι μπορούν να απομονωθούν ως χώρες και ως πολιτικά πρόσωπα από το πρόβλημα, επέλεξαν να δώσουν ένα μάθημα στην Ελλάδα για την κοροϊδία που προηγήθηκε. Οι συντηρητικοί αισθάνονται συχνά ενάρετοι («άνθρωποι του Θεού») και παρασύρονται σε τέτοια λάθη. Απέναντι σε αυτή τη λογική, το πολιτικό προσωπικό της εποχής επέλεξε την ψηφοθηρία μέσω μικροκομματικών αντιπαραθέσεων ‒δεν είχε τίποτα να αντιτάξει συνολικά, με το μάτι στραμμένο στην κοινωνία και όσα με βεβαιότητα θα ακολουθούσαν.
Ελάχιστοι ζήτησαν τότε ένα πρόγραμμα βασισμένο στις μεταρρυθμίσεις και όχι στη μονομερή δημοσιονομική προσαρμογή. Και αυτοί, σήμερα, είναι σπίτι τους, θύματα ενός ψευδούς διλήμματος «μνημόνιο – αντιμνημόνιο».
Αυτός ο δρόμος ήταν πολύ πιο δύσκολος, και εν μέρει δεν συνάδει με την Ευρώπη που ξέραμε. Με ξεπερνάει η συνειδητή επιλογή της τιμωρίας ενός λαού για τα λάθη του πολιτικού του συστήματος τόσο μέσα στη χώρα όσο και εκτός (βλ. κ. Αλμούνια Επίτροπο Οικονομικών Υποθέσεων της ΕΕ και πώς αποδεχόταν χωρίς διαμαρτυρία τα εν γνώση του, όπως απεδείχθη, ψευδή στοιχεία της κυβέρνησης Καραμανλή).
Το χειρότερο αυτής της «λύσης» ήταν η μετατροπή της κρίσης χρέους σε πολιτική κρίση. Η άνοδος του εθνολαϊκισμού και το βήμα που έδωσε σε κάθε λογής πολιτικό φρούτο και «σωτήρα» έκανε την έξοδο από την κρίση δυσκολότερη. Αν ήταν μια φορά δύσκολο να ακουστούν πριν οι μεταρρυθμίσεις, τώρα είναι δέκα, χάρις στους «ψεκασμένους» που αναδείχθηκαν.
Είναι ενδεικτικό της διάρκειας που έπεται το πού βρισκόμαστε σήμερα. Στον έκτο χρόνο ύφεσης, και λίγο πριν τη λήξη του τρέχοντος τριετούς μνημονίου (όποιος τα διαχωρίζει σε πρώτο και δεύτερο είναι ή οικονομολόγος ή δημοκόπος) το ΠΑΣΟΚ, έχοντας υποστεί στο πετσί του τις συνέπειες της δημιουργικής καταστροφής, αποφάσισε να απευθύνει κάλεσμα συσπείρωσης των προοδευτικών δυνάμεων της χώρας. Η ειρωνεία είναι ότι αυτό το αναγκαστικό κάλεσμα έμελλε να το κάνει ο κ. Βενιζέλος, την ίδια ώρα που κυνηγούσε την πατρότητα των 50.000 προσλήψεων στο δημόσιο τομέα ‒αντί να πάνε στον ιδιωτικό τομέα και στην πραγματική οικονομία· την ίδια ώρα που απέσυρε αναγκαστικά την επιλογή του Χρήστου Παπουτσή από τη World Bank…
Άλλαξε ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ μυαλά; Είδε το φως; Προφανώς και όχι, ας είμαστε ρεαλιστές. «Ανάγκα και θεοί πείθονται» είναι η περίπτωση.
Πήρε έξι χρόνια ύφεσης στο κόμμα που νίκησε το 2009 με 43% να βρει το δρόμο του σαν συλλογικότητα. Έπρεπε να φτάσει σε μονοψήφια ποσοστά για να κάνει μια υποτυπώδη αυτοκριτική και να ανοιχτεί προς το φυσικό του χώρο, μακριά από τον συνδικαλιστικό, τις προσωπικές διαφορές και τον πολιτικό παρασιτισμό· όχι όπως επιχειρήθηκε καταναγκαστικά από την προηγούμενη ηγεσία, αλλά συλλογικά.
Το σημαντικότερο είναι πως αναγνώρισε για πρώτη ίσως φορά ότι δεν υπάρχει χώρος για αυτό που ήταν μέχρι χθες ‒ο χώρος αυτός καλύπτεται και καλυπτόταν πάντα επαρκώς από τη Νέα Δημοκρατία. Αναγνώρισε ότι αυτό που λείπει από τη χώρα είναι ένα προοδευτικό κόμμα. Κάθε βήμα προς αυτή την κατεύθυνση, δια της προσθήκης προσώπων, είχε καταλήξει σε «κακά διαζύγια»· εσχάτως και σε αλλαγή αρχηγού. Μέχρι που κατέρρευσε. Ο δρόμος από τα χαμηλά είναι σαφής ‒τον προσπάθησαν άλλωστε και άλλοι νωρίτερα, από κόμματα του 1%: να αναζητηθούν οι νέες συνιστώσες στην κοινωνία, εκείνες που θα μπορέσουν να συνθέσουν το νέο.
Το ΠΑΣΟΚ, μετά την χθεσινή εκδήλωση του ΙΣΤΑΜΕ έγινε μια από αυτές. Το επόμενο βήμα είναι να καταλάβει ότι μόνη της δεν είναι χρήσιμη σε κανέναν ‒ ούτε στον ίδιο της τον εαυτό. Θα πάρει το χρόνο του κι αυτό. Ας μην ξεχνάμε ότι ο σημερινός αρχηγός του είναι από εκείνους που ταυτίζουν το κόμμα τους με τη χώρα ‒που ταυτίζουν την ανάκαμψη της κομματικής μηχανής με την ανάκαμψη της χώρας, και αυτό δεν αλλάζει ούτε με λοβοτομή. Αν είναι ειλικρινείς ως προς τις ξαφνικές αλλαγές που είδαμε χθες και προχθές, το τρίτο και δυσκολότερο βήμα θα είναι να κάνουν στο πλάι όλοι όσοι χρειάστηκαν τόσο χρόνο για να καταλάβουν τα αυτονόητα.
Πρέπει να το κάνουν, όχι μόνο αναλαμβάνοντας τις ευθύνες τους, αλλά κυρίως συνειδητοποιώντας ότι είναι άνθρωποι προχωρημένης ηλικίας και δεν μπορούν να αλλάξουν στα 60 και στα 70 τους περπατησιά. Με την πρώτη ευκαιρία θα γλιστρήσουν και πάλι στα γνωστά ‒αυτά που έκαναν μέχρι την περασμένη εβδομάδα· αυτά που θα κάνουν πάλι σε αυτές που θα ακολουθήσουν μέχρι τις επόμενες εκλογές.
ΤΟ ΠΑΣΟΚ δείχνει το δρόμο, και αυτός μοιάζει δυσβάσταχτα μακρύς. Το ΠΑΣΟΚ αποδέχτηκε μόλις χθες, για πρώτη φορά, πως δεν υπάρχει πολιτικό υποκείμενο για να φέρει τη χώρα στην επόμενη μέρα. Μέχρι χθες υποκρινόταν ή πίστευε πως αυτό είναι ο από μηχανής Θεός. Να δεχτώ καλόπιστα ότι τίμια θα μπει πλέον σε μια διαδικασία να συνδημιουργήσει «το χώρο». Πότε; Η ανεργία καλπάζει, και τα τσιρότα πεντάμηνης απασχόλησης με 500 ευρώ αφορούν μόνο τον κομματικό μηχανισμό που χθες αποκήρυξαν (;).
Η μέχρι τώρα διαδρομή δείχνει ότι το συμπόσιο του ΙΣΤΑΜΕ, και οι όποιες βάσεις μπήκαν εκεί, θα είναι μονάχα ένα βήμα ακόμα. Θα προσκρούσουν σε πρόσωπα και νοοτροπίες, μέχρι να έρθει το κύμα. Αν αυτό θα είναι καταστροφικό ή δημιουργικό θα κριθεί από τη στάση όλων. Ειδικά όσων έχουν αναλάβει να εκπροσωπήσουν μέρος του λαού. Καλή η αυτο-οργάνωση που πρότεινε ο κ. Σημίτης, αλλά να πούμε και αυτό που παράλειψε: αν η αλλαγή έρθει από τα κάτω, ο πρώτος «εχθρός» στις σημερινές συνθήκες θα είναι το πολιτικό σύστημα. Οι 150 του 1974, από τα πάνω ήταν.