Φρέσκο θυμάρι και δενδρολίβανο από το γλαστράκι σου: Ο Δημήτρης Παπαζυμούρης μας θυμίζει την αξία των απλών πραγμάτων.

Το να είσαι bon viveur σημαίνει να χαίρεσαι και να απολαμβάνεις τα καλύτερα που η ζωή μπορεί να σου προσφέρει. Και μιας και όλοι θεωρούμε πως τα «καλύτερα» είναι και τα ακριβά, αυτομάτως συνδυάζουμε την έννοια του μπον βιβέρ με την ανώτερη οικονομικά τάξη με τις μεγάλες περιουσίες και τα μεγάλα εισοδήματα.

Προφανώς, έχουμε δει αρκετούς μπον βιβέρ που έχουν την οικονομική δυνατότητα να απολαύσουν τα «καλύτερα» που η ζωή έχει να προσφέρει. Αλλά συχνά, τέτοιοι άνθρωποι που μπορούν να τα έχουν όλα, ζουν μεν το μπον βιβέρ λαϊφστάϊλ, χωρίς όμως να γεμίζει η ψυχή τους χαρά.

Το να κατατάσσεις την κάθε ακριβή ματαιοδοξία στα «καλύτερα» που η ζωή έχει να προσφέρει, απλώς σε τοποθετεί στους νεόπλουτους και στους  πεινασμένους.

Γιατί πόσο σπέσιαλ μπορεί να είναι ένα Bordeaux grand cru classée, το να παρακολουθήσεις την 9η του Μπετόβεν με τον Κουρεντζή, ή το να απολαύσεις ένα μπάνιο μόνος σου σε μια κυκλαδίτικη παραλία, αν μπορείς να τα έχεις όποτε θες (αρκεί να είναι εύκαιρος και ο Κουρεντζής, βέβαια) χωρίς προσπάθεια, χωρίς θυσία, χωρίς κάποια αίσθηση κατάκτησης της αξίας τους;

Έτσι, εγώ υποστηρίζω πως, σ’ έναν μεγάλο βαθμό, το να ξέρεις να απολαμβάνεις τη ζωή δεν είναι προνόμιο πλουσίων, αλλά κυρίως θέμα νοοτροπίας, γνώσης, καλλιέργειας και ικανότητας να επιλέγεις πού να ξοδέψεις τα περιορισμένα λεφτά σου, με δεδομένο βεβαίως ένα τουλάχιστον μεσαίο εισόδημα.

Χαρά είναι ν’  ανεβαίνεις στα βουνά καλοκαίρι με τα παιδιά σου.

Το πρώτο σημαντικό στοιχείο της νοοτροπίας ενός μπον βιβέρ είναι το να διατηρείς στη ψυχή σου την αίσθηση του προνομίου όταν απολαμβάνεις κάθε τι που έχει αξία, είτε αυτό είναι δωρεάν είτε κοστίζει. Για παράδειγμα, είναι προνόμιο να βιώνεις ένα μαγικό δειλινό όταν γεμίζει ο ουρανός χρώματα –που, σημειωτέον, είναι εξίσου δωρεάν για όλους–, αλλά μόνο εσύ το αντιμετωπίζεις ως μπον βιβέρ, γιατί κοντοστέκεσαι για ώρα και το απολαμβάνεις όσο άλλοι κάνουν σέλφις με επώνυμα γυαλιά ηλίου για να ανεβάζουν στόρις αυτοθαυμασμού.

Το πρώτο  στοιχείο της νοοτροπίας ενός μπον βιβέρ είναι το να διατηρείς στη ψυχή σου την αίσθηση του προνομίου όταν απολαμβάνεις κάθε τι που έχει αξία, είτε αυτό είναι δωρεάν είτε κοστίζει.

Αντίστοιχα, ένα δείπνο δίπλα στη θάλασσα, με αριστοτεχνικά ψημένο, ολόφρεσκο ψάρι συνοδευμένο από Ασύρτικο, μπορεί να κοστίζει, αλλά χοντρικά όλοι μπορούμε να το ζήσουμε μια φορά στις τόσες. Κι αυτό όμως μπορεί κάποιος να το ξεπεράσει στο ντούκου ή να σταθεί και να χαρεί την αξία του. Και εδώ, το να μπορείς να απολαύσεις κάτι μόνο «μια φορά στις τόσες» είναι ένα «κλειδί» που οφείλει να μας θυμίζει ό,τι δυνητικά έχει αξία, ωθώντας μας έτσι στην εκτίμησή του – κάτι που για έναν πλούσιο δεν ισχύει.

Για να θεωρείσαι μπον βιβέρ, το δεύτερο που οφείλεις να έχεις κατακτήσει είναι γνώση και καλλιέργεια που σε ωριμάζουν ως άνθρωπο γιατί σου αυξάνουν την ευαισθησία στις καλαίσθητες και ουσιαστικές απολαύσεις, δίνοντάς σου τη δυνατότητα να ξεπερνάς αυτές που είναι ανούσιες και τον κομπασμό γι αυτές επειδή είναι απλώς ακριβές.

Πριν το απρέ, σκι για να ‘χουμε δικαιολογία.

Γιατί στο δικό μου μυαλό, το να κατατάσσεις την κάθε ακριβή ματαιοδοξία στα «καλύτερα» που η ζωή έχει να προσφέρει, απλώς σε τοποθετεί στους νεόπλουτους και στους  πεινασμένους για κατακτήσεις συμβόλων κοινωνικής καταξίωσης. Για να το θέσω πρακτικά, δεν θα σου μεγεθύνει την ευτυχία το να φοράς ένα πανάκριβο, χρυσό ελβετικό χρονογράφο για να τον κάνεις μόστρα, ειδικά όταν αναγκάζεσαι να το πληρώνεις σε δόσεις με πιστωτική. Θα σου μεγεθύνει όμως την απόλαυση της ζωής τα Σαββατοκύριακα το να βγάζεις το όποιο ρολόϊ φοράς και να τα περνάς χαλαρά και δημιουργικά με όσους αγαπάς εμβαθύνοντας σε όσα σου δίνουν ουσιαστική χαρά.

Επίσης, όταν μιλάω για γνώση, μιλάω για την όξυνση του κριτηρίου που διαχωρίζει την τιμή από την αξία. Έτσι, όταν πας στη κάβα για να αγοράσεις ένα ροζέ, δεν θα πέσεις στη λούμπα του κάθε υπερτιμημένου Μιραβάλ, αλλά σ’ ένα μεγαλύτερης γαστρονομικής αξίας ελληνικό, στη μισή μάλιστα τιμή ή και λιγότερο.

Και φτάνω στο τελευταίο «μυστικό» για την κατάκτηση της απόλαυσης που διακρίνει έναν μπον βιβέρ με όρια στην τσέπη του.  Γιατί στην τελική, όταν έχεις περιορισμένα χρήματα, οφείλεις να επιλέγεις πού θα τα ξοδέψεις έτσι ώστε να πάρεις αξία που θα σε γεμίσει χαρά.

Και εδώ τα πράγματα είναι σ’ έναν βαθμό υποκειμενικά γιατί ο καθένας σε άλλα δίνει σημασία και από άλλα αντλεί χαρά. Οπότε, χρειάζεται συμβιβασμός, να κάνει κανείς οικονομία σε δευτερεύοντα γι αυτόν πράγματα για να ξοδέψει εκεί απ’ όπου πραγματικά αντλεί χαρά.

Το να επενδύω σε πολυτέλεια σ’ ένα μέρος που απλά θα πάω να κοιμηθώ και να κάνω ένα μπάνιο δεν ανεβάζει σημαντικά την ευτυχία μου, γιατί δεν προλαβαίνω να το απολαύσω.

Η σύζυγός μου κι εγώ, για παράδειγμα, που μας αρέσουν πολύ τα ταξίδια και κυρίως τα road-trips με αυτοκίνητο, δεν νοιαζόμαστε ιδιαίτερα για το πού θα κοιμηθούμε, αρκεί βέβαια να είναι καθαρά και βολικά, οπότε επιλέγουμε οικονομικά ξενοδοχεία. Αλλά είμαστε διατεθειμένοι να ξοδέψουμε πολύ περισσότερα σ’ ένα καλό δείπνο.

Για μένα, το να επενδύω σε πολυτέλεια σ’ ένα μέρος που απλά θα πάω να κοιμηθώ και να κάνω ένα μπάνιο δεν ανεβάζει σημαντικά την ευτυχία μου, γιατί δεν προλαβαίνω να το απολαύσω. Αυτός, όμως, ο ασήμαντος για μας συμβιβασμός μάς δίνει τη δυνατότητα να κάνουμε πολλά περισσότερα ταξίδια.

Το ταξίδι είναι εφικτό αν δεν σπαταλάς λεφτά σε ασήμαντες πολυτέλειες.

Και μιας και το ταξίδι είναι σίγουρα μεγάλο μέρος της ζωής ενός μπον βιβέρ, όταν πηγαίνουμε σ’ έναν ξένο τόπο, έχω φροντίσει από πριν να μελετήσω τις τοπικές σπεσιαλιτέ, τα αξιοθέατα, τις όμορφες διαδρομές έτσι ώστε να έχω ήδη αίσθηση του τι έχει νόημα να ζήσω εκεί και τι όχι.

Στο δε φαγητό που μ’ αρέσει, όπου κι αν ταξιδεύω χρησιμοποιώ ένα app της Michelin για να βρίσκω όλα τα εστιατόρια που συνιστά, χωρισμένα σε αυτά που έχουν αστέρια, σε αυτά που έχουν “bib gourmand”, που σημαίνει πως είναι οικονομικά με καλή κουζίνα, και σε άλλα που κατατάσσονται στα καλά παραδοσιακά.

Σχεδόν ποτέ δεν πάω σε αστεράτα (και αν πάω, επιλέγω μόνο αυτά μ’ ένα αστέρι που έχουν πιο βατή κουζίνα) και επιλέγω ανάμεσα στις δυο τελευταίες κατηγορίες. Γιατί έχω διαχρονικά διαπιστώσει πως εκεί θα φάμε πολύ καλύτερα, σε πολύ καλή τιμή, χωρίς πολλά φρου-φρου και ματαιόδοξες φλυαρίες του σεφ. Έτσι, αντλώ χαρά χωρίς ανούσιες σπατάλες, που κυρίως σου επιβεβαιώνουν ότι «μπορείς», όχι ότι σε άγγιξαν.

Η μαγειρική που κάνω βασίζεται σε εκμετάλλευση της νοστιμιάς καθημερινών φρέσκων υλικών, παρά σε πανάκριβα ντελικατέσεν.

Κι όταν μαγειρεύω, θα χρησιμοποιήσω ένα ποικιλιακό κρασί από ασκό για να μπορώ να  έχω ένα πολύ καλύτερο κρασί στο δείπνο. Η δε μαγειρική που κάνω βασίζεται σε εκμετάλλευση της νοστιμιάς καθημερινών υλικών, παρά σε πανάκριβα ντελικατέσεν. Για να μπορώ, «μια στις τόσες», να τα χαρώ και αυτά ως «έκτακτα» και να απολαύσω την αξία τους.

Όταν λοιπόν μιλάω για μπον βιβέρ, μιλάω για καθημερινή απόλαυση της ζωής και εκτίμηση όσων προσφέρει, όχι για απόλαυση ακριβών αγαθών. Το μεγάλο μυστικό της ευτυχίας που βιώνει ένα μπον βιβέρ είναι η ωριμότητα στην επιλογή των απολαύσεων. Εστιάζει δηλαδή μόνο σε όσες δίνουν ουσιαστική χαρά στη ψυχή του, σε σχέση με εκείνες που τρέφουν απλώς μια ματαιοδοξία, εκείνες δηλαδή που, σε μεγάλο βαθμό, δεν αφορούν τον ίδιο, αλλά την εικόνα του απέναντι στους άλλους.

Ξεχάστε λοιπόν τις ακριβές τιμές και εστιάστε σε ουσιαστικές αξίες, για να ξυπνήσετε τον καθημερινό μπον βιβέρ που κρύβετε μέσα σας. Τη χαρά την αντλούμε εμείς από τα πράγματα που επιλέγουμε. Δεν μας την προσφέρουν ούτε τα ακριβά αγαθά ούτε οι ψευδαισθήσεις μεγαλείου!

 

Διαβάστε ακόμα: Ελευθερία ή τάπερ; Γράφει ο Δημήτρης Παπαζυμούρης.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top