Καλοκαίρι σημαίνει αυθεντικές γεύσεις του κάθε τόπου.

Ο David, ο πεθερός μου, κοσμοπολίτης και κοσμογυρισμένος εξ Ουαλίας, έλεγε, χαριτωμένα, ότι το ροζέ κρασί ταιριάζει μόνο όπου μπορείς να δεις τη Μεσόγειο, έστω και με την άκρη του ματιού σου, κάπου στο βάθος. Ανεξάρτητα αν κανείς συμφωνεί ή διαφωνεί με τη συγκεκριμένη άποψη περί ροζέ κρασιών, ο David αναδείκνυε έτσι την έννοια των φαγητών και ποτών που εκφράζουν το περιβάλλον τους τόσο έντονα ώστε να μένουν «αγκαλιασμένα» μ’ αυτό σε αντίστιξη μ’ αυτά που εύκολα «ταξιδεύουν» εκεί που είσαι.

Για παράδειγμα, ένας καφέ εσπρέσο συνοδεία μπισκότου αμαρέτι ταξιδεύει πλέον αρκετά άνετα απ’ το Μιλάνο στη Σμίξη Γρεβενών ακόμη και μετά από κατανάλωση προβατίνας. Όμως, όλοι καταλαβαίνουμε πως ένα μαγικό, κατά τα άλλα, κοκορέτσι αισθάνεται απελπιστικά άβολα στη Βιέννη. Ενώ στη Σμίξη, θα ταίριαζε απόλυτα. Πριν από τον επιβεβλημένο εσπρέσο βεβαίως.

Φέτος το καλοκαίρι στα κοινωνικά δίκτυα, άνοιξε, πιο έντονα από κάθε άλλη φορά, μια ενδιαφέρουσα κουβέντα για τη γαστρονομική προσφορά και ζήτηση στις Κυκλάδες που εστιάστηκε στην υπερβολή προσφοράς ξένης προς τον τόπο γαστρονομίας σε σχέση με ντόπια. Στρέφοντας ελαφρά την κουβέντα, το ερώτημα που θα θέσω εγώ κωδικά είναι: «Ταξιδεύει το σούσι στη Σχοινούσα;».

Όταν επιλέγουμε ένα τοπικό πιάτο ή ποτό, δεν καταναλώνουμε απλώς τροφή με γεύση, αρώματα, υφή και διατροφικές αξίες, αλλά μια συνολική πολιτισμική και συναισθηματική εμπειρία.

Γαύρος μαρινάτος. Αυθεντικά ελληνικός.

Σε μια διεθνοποιημένη κοινωνία, πέρα απ’ το προφανές δικαίωμα του καθενός να ζητά ό,τι θέλει και όπου θέλει, τίθεται ένας ευρύτερος προβληματισμός «γαστρονομικής κουλτούρας» που αφορά το «τι ταιριάζει να φάμε και τι να πιούμε» όταν βρισκόμαστε σ’ έναν τόπο. Μήπως αυτό που κουβαλήσαμε μαζί μας στη πολιτισμική μας βαλίτσα; Κάτι που αγαπάμε δηλαδή και  θεωρούμε ότι «ταξιδεύει», όπως το σούσι ή το σεβίτσε; Ή θα αφήσουμε το δικό μας χούι σπίτι μας και θα παραδοθούμε στην παράδοση του τόπου ακολουθώντας τους δικούς του κανόνες;

Οι στοιχειωδώς καλλιεργημένοι πολίτες του κόσμου αντιλαμβάνονται πως, όταν επιλέγουμε ένα τοπικό πιάτο ή ποτό, δεν καταναλώνουμε απλώς τροφή με γεύση, αρώματα, υφή και διατροφικές αξίες, αλλά μια συνολική πολιτισμική και συναισθηματική εμπειρία. Μαζί με την ύλη, γευόμαστε την παράδοση και την ιστορία του ίδιου του τόπου. Εισπράττουμε επίσης το μεράκι, το συναίσθημα και τη περηφάνεια που πρόσθεσε αυτός που το ετοίμασε για μας. Κι αυτά μας βοηθούν να αντιληφθούμε τον τόπο συνολικά και αυθεντικά, με απολαυστικό τρόπο.

Εγώ πάντως, όταν ταξιδεύω σ’ έναν τόπο μακριά απ’ το σπίτι μου, θέλω πάντα να γνωρίσω την αλήθεια του, την ιδιαιτερότητά του, να γευτώ τις σπεσιαλιτέ του, να βιώσω τις στιγμές και τις τελετουργίες του. Αναζητώ να ενταχθώ σ’ αυτόν τον τόπο πολιτισμικά για να εμπλουτιστώ. Με κανέναν τρόπο δεν θέλω, εκεί που ταξίδεψα, να αναπαράγω ή να αναζητώ τη μικροαστική, αστική ή κοσμοπολίτική μου συνήθεια, όσο κι αν αυτή μ’ αρέσει στην καθημερινότητά μου.

Όταν θα πάω στη Σχοινούσα, θα παραγγείλω φάβα, χταποδάκι στα κάρβουνα και αμπελοφάσουλα με ουζάκι. Τί άλλο;

Γι αυτό, θα αναζητήσω χηνόμυδα (percebes) στην Πορτογαλία με τοπικό λευκό κρασί Ribeiro· φουαγκρά με κρασί Sauternes στη Γαλλία· μύδια αχνιστά με πατάτες και μαγιονέζα στο Βέλγιο, μαζί με θολή μοναστηριακή μπύρα. Κι αν τυχόν δεν ξέρω από πριν τι να πάρω, θα ρωτήσω για τις τοπικές σπεσιαλιτέ, δεν ντρέπομαι που δεν τα ξέρω όλα. Πάντως, δεν θα αναζητήσω ποτέ κάτι αποκομμένο απ’ τον τόπο, κάτι που «ταξίδεψε» μαζί μου, ή κάτι εκκεντρικά παράφωνο.

Έτσι, όταν θα πάω στη Σχοινούσα, θα πάρω φάβα, χταποδάκι στα κάρβουνα και αμπελοφάσουλα με ουζάκι. Και σίγουρα δεν θα περάσει καν απ’ το μυαλό μου να αναζητήσω σούσι ή σεβίτσε που το βρίσκω παντού στον κόσμο και άρα δεν έχει απολύτως κανέναν ρόλο στο να εντείνει τη μοναδικότητα των στιγμών μου στις Κυκλάδες. Γιατί, ναι, το σούσι όντως μπορεί «να ταξιδεύει» μέχρι τη Σχοινούσα, αλλά αν εγώ το επιλέξω εκεί, αυτό θα «με ταξιδέψει» πίσω στην Αθήνα, χωρίς τη θέλησή μου, απομακρύνοντάς με απ’ τον μαγικό τόπο που έκανα ολόκληρο ταξίδι να βιώσω.

Ενα ceviche μπορεί να ταξιδεύσει έως τη Σχοινούσα, αλλά αν το φας εκεί θα σε… επαναφέρει στην Αθήνα.

Έτσι ακριβώς θα θέλαμε να κάνει και ο κάθε ξένος ταξιδιώτης στην Ελλάδα. Να γευτεί τι παράγει περήφανα αυτός ο τόπος, που δεν είναι απλά κάποιες τοπικές τουριστικές σπεσιαλιτέ, αλλά μοναδικά πιάτα που αποπνέουν τη βαθιά αξία μια κουζίνας με ιστορία. Αγνά υλικά που δημιουργούν αριστουργήματα, με σαφήνεια γεύσεων και ισορροπημένες εντάσεις.

Και μαζί μ’ αυτά, να γνωρίσει την ιεροτελεστία του μεζέ, το πρωτόγνωρο για πολλούς μοίρασμα από ένα πιάτο στο κέντρο του τραπεζιού, το «γειά μας» απ’ τη διπλανή παρέα και τη στιγμή που το κέφι απελευθερώνει τον καθωσπρεπισμό και ενώνει τους ανθρώπους. Να ζήσει τη μοναδική πολιτισμική αλήθεια μας όπως αυτή αποτυπώνεται στη γαστρονομία μας.

Νιώθω άβολα όταν βλέπω ξένους να τρώνε στην Ελλάδα φαγητά εντελώς αποκομμένα απ’ την ελληνική ταυτότητα και την ντόπια πρώτη ύλη.

Τι να το κάνεις το σούσι όταν έχεις αυτά;

Γιατί ήλιος, αμμουδιές με καταγάλανα νερά, όμορφα νησιά, πισίνες και εκπληκτικά ξενοδοχεία υπάρχουν παντού στον κόσμο. Το ίδιο και εξαιρετικά  σούσι και σεβίτσε. Αλλά τη φάβα, τον μεζέ, τη στιγμή του ούζου και το κέφι για ζωή θα τα βρει μόνο εδώ. Αυτά είναι η σφραγίδα της γαστρονομικής μοναδικότητάς μας, όχι τα «ταξιδεμένα». Αυτά είναι ο «Παρθενώνας» μας!

Νιώθω άβολα όταν βλέπω ξένους να τρώνε στην Ελλάδα φαγητά εντελώς αποκομμένα απ’ την ελληνική ταυτότητα και την ντόπια πρώτη ύλη. Διότι, ενώ καταφέρνουμε να παράγουμε υψηλή γαστρονομία, χάνουμε την πολύ πιο σημαντική ευκαιρία να ξεχωρίσουμε με βάση τη μοναδικότητά μας.

Λέμε εμμέσως «μα, κι εμείς φτιάχνουμε ό,τι τρώτε αλλού». Ξεχνώντας ότι αυτό που τρώνε αλλού, μπορούν να μείνουν εκεί να το φάνε. Ξεχνώντας επίσης ότι είμαστε οι τυχεροί κληρονόμοι μιας νόστιμης κουζίνας που, ενώ αρέσει διεθνώς, δεν έχει ακόμη «ταξιδέψει». Ίσως γιατί ανασφάλεια  και ανωριμότητα μας ώθησαν στο να θέτουμε ως προτεραιότητα να ταξιδέψει το σούσι στις Κυκλάδες.

Όσο για τους Έλληνες που, στις διακοπές στο νησί, προσπερνάνε συστηματικά τον γαύρο μαρινάτο, τη φάβα και το χταποδάκι, για σούσι και σεβίτσε, τι να πω; Έχει ένα καλό κοκορετσάδικο στη Βιέννη, αν σας ενδιαφέρει. Όπισθεν Στέφανσπλατς. Βάζει και βαλσάκια να χορέψετε λαμπάντα!

 

Διαβάστε ακόμα: Δημήτρης Παπαζυμούρης. «Να ζήσουνε οι μερακλήδες!».

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top