Είμαι σε ξένη πόλη και στο δωμάτιο του ξενοδοχείου μου μπαίνω στο μπάνιο να κάνω ένα ντους και να λουστώ, να φρεσκαριστώ απ’ το ταξίδι. Βλέπω, καθησυχαστικά με την άκρη του ματιού, ότι υπάρχουν κάποια μπουκαλάκια εκεί γύρω και αρχίζω να ρυθμίσω πρώτα το νερό στην κατάλληλη θερμοκρασία, να βρέξω τα μαλλιά μου και μετά να αναζητήσω το σαμπουάν.
Μπροστά μου έχω τέσσερα κομψά μπουκαλάκια που μοιάζουν ίδια, με το ίδιο χρώμα και το ίδιο branding, και ψάχνω τώρα να βρω το κάτι διαφορετικό για να καταλάβω ποιο είναι το σαπούνι σώματος, ποιο το σαμπουάν και ποιο το conditioner, εικάζοντας ότι το τέταρτο θα είναι μάλλον κρέμα για μετά το μπάνιο.
Το μόνο διαφορετικό που βρίσκω, σε γραμματοσειρά μεγέθους που να μπορώ να διαβάσω χωρίς τα γυαλιά μου, είναι ότι το καθένα διαλαλεί ένα υλικό που το κάνει μοναδικό. Το ένα λέει Jojoba, το άλλο Aloe, το τρίτο Botanical και το τελευταίο Lemongrass. Ενδιαφέρον. Αλλά σαφώς λιγότερο χρήσιμο από το τι στο διάολο είναι το καθένα.
Έχω ξοδέψει ένα λεπτό στο ντους να μελετάω τέσσερα μπουκαλάκια και μέχρι τώρα καμία πληροφορία δεν με βοηθά να κάνω το βασικό ζητούμενο με ένα καλλυντικό προϊόν: να το χρησιμοποιήσω, δηλαδή, στο σωστό σημείο του σώματος για να το καθαρίσω ή, εναλλακτικά, να το ενυδατώσω.
Και συνεχίζω, με βρεγμένα μαλλιά να στάζουν μπροστά στα μάτια μου, να ψάχνω εναγωνίως για τη λυτρωτική ένδειξη shampoo ή conditioner ή body lotion ή shower gel ή κάτι τις, ρε παιδιά, που θα με βοηθήσει να καταλάβω τι μπορώ να κάνω με ό,τι περιέχει αυτό το μπουκαλάκι.
Αναγκάζομαι να βγω απ’ το μπάνιο, να φορέσω τα γυαλιά μου για να ανακαλύψω, εντελώς οριακά κάτω-κάτω από αρκετές δευτερεύουσες πληροφορίες, τη πολυπόθητη λέξη που μου λέει τι είναι αυτό το μπουκαλάκι. Μιλάμε για γραμματοσειρά που ούτε οφθαλμίατρος δεν έχει στους πίνακές του. Η δε συγκεκριμένη σκηνή επαναλαμβάνεται με ελάχιστες παραλλαγές σε κάθε ξενοδοχείο που έχω επισκεφτεί τα τελευταία χρόνια.
Αλλά η μεγάλη πλάκα ήταν όταν πρόσφατα φιλοξενήθηκα σε σπίτι φίλων και μπήκα στο μπάνιο φουριόζος. Ευτυχώς είδα αρκετά μπουκαλάκια για να νιώσω ασφαλής ότι θα ολοκληρώσω τη προσπάθεια επιτυχώς. Την ώρα που βρέχω τα μαλλιά μου, γυρνάω και διαβάζω στο ένα μπουκαλάκι “Shampoo For White Hair”. Επιτέλους, λέω μέσα μου, μια ετικέτα που, όχι απλά σου λέει ξεκάθαρα ότι αυτό είναι σαμπουάν, αλλά επιπλέον σου προσδιορίζει ότι είναι και για άσπρα μαλλιά. Που δεν έχω, αλλά λέω μέσα μου «σιγά, τι θα πάθω»;
Και καθώς συνεχίζω να βρέχομαι με το ντους, μου περνά απ’ το μυαλό στιγμιαία η σκέψη πως κανείς σ’ αυτό το σπίτι δεν έχει άσπρα μαλλιά, αλλά την προσπερνώ κι αυτή μέσα στη χαρά που θα λούσω τα μαλλιά μου. Με μισοκλεισμένα μάτια πιάνω το μπουκάλι, βάζω στο χέρι μου σαμπουάν και, προς έκπληξή μου, παρατηρώ πως η πυκνότητα είναι εξαιρετικά αραιή, δεν θυμίζει σε τίποτα τα σαμπουάν που ξέρω.
Κοντοστέκομαι ελάχιστα δέκατα πριν το χέρι με το αραιό σαμπουάν φτάσει στα μαλλιά, και ρίχνω άλλη μια ματιά στο μπουκάλι για να σιγουρευτώ. Αυτή τη φορά όμως το βλέμμα εστιάζει στην εικόνα κάτω απ’ τη σαφή και μεγαλόπρεπη περιγραφή Shampoo For White Hair. Για να δω μια φατσούλα ενός λευκού κανίς να με κοιτά με απλανές βλέμμα, να δει αν έπιασα το υπονοούμενο.
Οι φίλοι μου μπορεί να μην είχαν άσπρα μαλλιά, αλλά είχαν δύο άσπρα σκυλάκια. Και εγώ, κατά τον κατασκευαστή του σαμπουάν, έπρεπε να συνδυάσω ένα φαινομενικά πλήρες product descriptor με μια σκυλόφατσα για να καταλάβω τι είναι το προϊόν, αντί αυτό να γράφει φόρα-παρτίδα “Shampoo For (dogs with) White Hair”.
Το τι έχει συμβεί στους σύγχρονους marketeers που ασχολούνται με τη κατηγορία αυτή και αγνοούν το προφανές πραγματικά με αφήνει άναυδο. Γιατί άραγε υπάρχει τέτοια απαξίωση στο πιο βασικό στοιχείο πληροφόρησης που οφείλει να οδηγεί τον καταναλωτή στη χρήση του προϊόντος;
Είναι δευτερεύον το να λέμε τι είναι κάτι, τι κάνει ως προϊόν; Είναι πιο σημαντικό να γράφουμε τα μοναδικά του υλικά και την κάθε παπαρολογία που χτίζει μια εικόνα φυσική, premium, αγνή και ό,τι άλλο φαντάστηκε ο γκουρού του μάρκετινγκ, απ’ το να καταλάβουμε αν αυτό το βάζουμε στα μαλλιά μας ή στο σώμα μας; Ή στον σκύλο μας, εν προκειμένω;
Θα μου πείτε, μικρό το κακό να βάλεις shower gel στα μαλλιά και σαμπουάν στο σώμα. Δεν ξέρω αν είναι έτσι όμως. Γιατί όλοι αυτοί οι σοφιστικέ μαρκετήδηδες του χώρου στην Ελλάδα, αλλά και διεθνώς, με έχουν εκπαιδεύσει χρόνια στη σημασία της εξειδίκευσης. Έτσι, όταν πάω στο σουπερμάρκετ και πρέπει να διαλέξω σαμπουάν, βρίσκομαι πάντα σε ένα υπαρξιακό δίλημμα.
Χρειάζομαι σαμπουάν «για απαλά και μεταξένια μαλλιά», για «ανάλαφρα μαλλιά», για «healthy looking shine», για «βαθύ καθαρισμό» ή για «αναδόμηση και προστασία», μεταξύ άλλων, που με μπερδεύουν; Πού θα το μάθω αυτό; Να ρωτήσω τον γιατρό μου, τον φαρμακοποιό μου, τον κουρέα μου, την πωλήτρια του σουπερμάρκετ; Και πώς μαθαίνεις τι χρειάζεσαι απ’ όλα αυτά, εξηντατόσο χρονώ άνθρωπος;
Αυτή η υπερβολή του μάρκετινγκ, μαζί με την παντελή έλλειψη σεβασμού στον καταναλωτή μιας κάποιας ηλικίας που δεν μπορεί να διαβάσει μικρά γράμματα για να καταλάβει το πιο βασικό για ένα προϊόν –τη χρήση του– μ’ έχει καραφλιάσει. Ίσως μάλιστα αυτό να είναι και η λύση. Γιατί όντας καραφλός, δεν έχει πλέον καμία σημασία μέχρι ποιο σημείο στο κούτελό σου πλένεσαι με body gel και από που και πάνω χρειάζεσαι shampoo για να λουστείς!
Διαβάστε ακόμα, Δημήτρης Παπαζυμούρης: Μην είστε γεροπαράξενοι, ξεβολευτείτε από τη «θέση σας»!