Από αριστερά: Λάμερας, Νικολάου, Απάρτης, Φραντζισκάκης και Μόραλης το 1935.

Από αριστερά: Λάμερας, Νικολάου, Απάρτης, Φραντζισκάκης και Μόραλης, εν έτει 1935.

«Υπήρχαν τότε, τον καιρό της Κατοχής, και κάποιοι αναγνωρισμένοι ήδη καλλιτέχνες, τους οποίους θαυμάζαμε και συζητούσαμε από το βράδυ ως το πρωί γι’ αυτούς: ήταν ο Τσαρούχης, ο Μόραλης κι ο Νικολάου, ο Απάρτης, ο Καπράλος, ο Χατζηκυριάκος, ο Πικιώνης, ο ποιητής Γκάτσος, ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Ανδρέας Εμπειρίκος που συχνά μας δεχόταν στο σπίτι του, καθώς και ο ζωγράφος Γιώργος Μαυροΐδης…» (Ναταλία Μελά).

Θρυλείται πως ο Απάρτης παρέστη στα αποκαλυπτήρια του ανδριάντα του «Αφανή Ναύτη» του στο Βροντάδο στη Χίο τη δεκαετία του ’50, και στεκόταν μετά την τελετή κάπου απόμερα, με το παριζιάνικό του της εποχής εκείνης αμπέχονο, ταπεινός σε μιαν άκρη και σιωπηλός, όταν κατέφτασε ένας κατενθουσιασμένος Χιώτης, που στον Πρόεδρο ή σε κάποιον άλλον προύχοντα της Κοινότητας απευθυνόμενος, φώναζε: «Μα τι έργο! Τι άγαλμα! Τι αριστούργημα! Οποία τελειότης!»

2

Έκδοση για τους καλλιτέχνες του Μετς και το έργο τους. (Ο Απάρτης πρώτος αριστερά).

Κι ο άλλος του είπε: «Έλα να σου γνωρίσω και τον καλλιτέχνη, λοιπόν, τον γλύπτη του». Και του ’δειξε τον Απάρτη. Κι ο ξετρελαμένος με το έργο Χιώτης, κοιτώντας τον Απάρτη από πάνω ως κάτω, απορημένος απεφάνθη: «Έλα, μωρέ, που είναι αυτός ο καλλιτέχνης!» Γιατί δεν το χωρούσε το μυαλό του να πιστέψει πως τέτοια ανάταση κι ομορφιά έβγαινε από έναν άνθρωπο τόσο οπτικά όχι ανάλογό της. Φανταζόταν τον γλύπτη το ίδιο πανύψηλο κι εντυπωσιακό με το δημιούργημα των χεριών και της ψυχής του.

Οι γονείς μου ήταν φίλοι και κάνανε παρέα με τον Θανάση Απάρτη, τον μεγάλο αυτόν καλλιτέχνη, τον για κάποιους άγνωστο σήμερα, για ’κείνους που γνωρίζουν όμως στη θέση του τη μοναδική πάντα της νεότερης ελληνικής –και όχι μόνο– υψιπετούς και πανάξιας γλυπτικής. Ο Απάρτης πίεζε τη μητέρα μου, η οποία ήταν όντως πολύ όμορφη στα νιάτα της, να του ποζάρει, όπως έκανε η αδελφική της φίλη, η Αρετή Παπούλια, κι υπάρχει ένα ακόμα περίφημό του άγαλμα, με τ’ όνομά της μάλιστα.

3-4

Με τον Απάρτη κι ο πατέρας μου (στη μέση). Η μητέρα μου πρώτη αριστερά κι ο Απάρτης δεύτερος, με τη γυναίκα του. Δεξιά: πορτρέτο του Θανάσης Απάρτη. (Φωτογραφία αφιερωμένη στη μητέρα μου Νανά Κακίση).

Η μητέρα μου δεν είχε τότε τα κουράγια ή τη διάθεση για την πολύωρη αυτή καθημερινή υπόθεση και δεν πόζαρε. Αλλά ο Απάρτης της χάρισε την προτομή της Μαρίνας του, το «Χαμόγελο της Αθήνας» του, άλλο πασίγνωστο έργο του, που όταν στο Κολλέγιο Αθηνών πριν από χρόνια έγινε αναδρομική έκθεση του γλύπτη, μας ζητήθηκε και εξετέθη σε περίοπτη θέση, μια και είναι, άλλωστε, και το εξώφυλλο βιβλίου επίσης συγκεντρωτικού για τον Απάρτη, η Μαρίνα μας.

«Τα μνημειακά έργα του Απάρτη και κυρίως οι προτομές προσωπικοτήτων που φιλοτέχνησε, κοσμούν σήμερα πολλούς δημόσιους χώρους ελληνικών πόλεων».

Είπε κάποτε ο Απάρτης στον πατέρα μου: «Τελώνη, το ξέρεις πως έχεις όμορφη πολύ γυναίκα;» Ο πατέρας μου ο τελωνειακός, με χιούμορ ανέκαθεν τρυφερό, του απάντησε: «Ε, δεν το ξέρω; Αφού την παντρεύτηκα…» «Ναι», του ξαναείπε ο Απάρτης. «Αλλά το λες εσύ που είσαι τελώνης. Δεν στό ’χε πει ως τώρα γλύπτης!»

Διαβάστε ακόμα: Για τον πατέρα μου, Γιάννη Κακίση.

Η αφιέρωση του Απάρτη στη μητέρα μου. Και δίπλα στην Ακρόπολη, φωτογραφημένος από τη μητέρα μου.

Η αφιέρωση του Απάρτη στη μητέρα μου. Και δίπλα στην Ακρόπολη, φωτογραφημένος από τη μητέρα μου.

Ο Απάρτης και σ’ ένα αυτοβιογραφικό του, εξαίσιο βιβλίο, το «Από την Ανατολή στη Δύση» (πρώτα εκδ. Κεραμεικός, σήμερα πια Πρωτοπορία/Γνώση), του οποίου ένα δεύτερο μέρος δεν έχει δει ως τώρα το φως, με την ίδια ευθύτητα και από καρδιάς ευστοχία γράφει, με το χιούμορ ανθρώπου και δημιουργού ολοζώντανου, προσωπικού προς όλους και όλα στη ζωή που έζησε. (Νομίζω πως σ’ αυτό το βιβλίο υπάρχει κι εκείνη η άλλη του εύθυμη, αλλά ουσιαστικότατη ιστορία, όπου μια φορά κι έναν καιρό, στο Παρίσι νομίζω, Χριστούγεννα, ο Απάρτης διάβαζε Ντοστογιέφσκι κι έτρωγε και κάτι κουραμπιέδες από ένα τραπεζάκι δίπλα του. Κι ύστερα από ώρες, σήκωσε το κεφάλι, κι απευθύνθηκε στη γυναίκα του: «Μαρί Τερέζ, είναι πολύ μεγάλος συγγραφέας ο Ντοστογιέφσκι!» «Πώς το κατάλαβες, Απάρτη;», τον ρώτησε εκείνη. «Γιατί έφαγα διαβάζοντάς τον καμιά σαρανταριά κουραμπιέδες, και δεν πήρα είδηση!)…

Ο Απάρτης στο εργαστήριό του με τον Μέμο Μακρή. Με εξώφυλλο τη Μαρίνα μας.

Ο Απάρτης στο εργαστήριό του με τον Μέμο Μακρή. Με εξώφυλλο τη Μαρίνα μας.

Για την τέχνη του εγώ τι να πω; Όποιο έργο του έχω δει μ’ αρέσει, με συγκινεί. Κοιτούσα, όμως, μια φορά την προτομή του του Δημήτρη Μητρόπουλου στο προαύλιο του Ωδείου Αθηνών, κι είχα προτού τη δω από κοντά την απορία πώς και δεν ασχολήθηκε ο Απάρτης και με των χεριών τού εκτός συναγωνισμού διευθυντή ορχήστρας τη διάσημη μαγεία, πώς και δεν τά ’χε κάπως συναρτήσει ολόγυρα με τον παγκόσμιας φήμης αέρα τους, αυτός ο ικανός στη γλυπτική, στη δική του τέχνη για οτιδήποτε. Βλακεία μου, βέβαια. Ο Μητρόπουλός του το ίδιο και παραπάνω αίσθημα αποπνέει, χωρίς τίποτα πρόσθετο, μεγαλειώδης εν τη λιτότητί του, Απάρτης και Μητρόπουλος μαζί, χωρίς υπερβολή, χωρίς την παραμικρή, την ελάχιστη παραφωνία.

Όπως όλο το έργο του Θανάση Απάρτη, δηλαδή: χωρίς περιττό ουδέν, όλο και πιο πέρα πηγαίνοντας, όλο και πιο βαθιά στης πραγματικής και απέριττης εδώ γύρω Τέχνης το παρελθόν, το βέβαιο μέλλον:

«Η τέχνη του είναι ανθρωποκεντρική και σέβεται τα πρότυπα της αρχαίας γλυπτικής, με επιδράσεις από τον Rodin και τον Bourdelle. Γενικά απέφευγε τις επιδεικτικές καινοτομίες που επικρατούσαν εκείνη την εποχή. Στα ώριμα έργα του συμπυκνώνει τη φόρμα, δίνοντας έμφαση στη σχέση του γλυπτικού όγκου με το χώρο. Τα μνημειακά του έργα και κυρίως οι προτομές προσωπικοτήτων που φιλοτέχνησε, κοσμούν σήμερα πολλούς δημόσιους χώρους ελληνικών πόλεων»…

//Θανάσης Απάρτης

Δείτε εδώ: Θανάσης Απάρτης, Γλυπτική

 

Διαβάστε ακόμα: Κώστας Πασχάλης για πάντα.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top