Από την αρχαιότητα ως τις ένδοξες ημέρες του 19ου αι., η Artemisia Absinthium θεράπευε πάσα νόσον και πάσα μαλακία: στομαχόπονους, πυρετούς, ελονοσία, δυσεντερία, πόνους περιόδου… Ώσπου να μετατραπεί από φάρμακο σε σοβαρό διυλιστήριο το 1805 από τον οίκο Pernod Fils.
Για να εθιστεί, όμως, η καλή κοινωνία σ’ αυτό θα χρειαστεί να περάσουν τρεις δεκαετίες, μέχρι την επιστροφή των στρατιωτών απ’ την κατάκτηση της Αλγερίας. Για μισό αιώνα, πέντε με εφτά -την «Πράσινη Ώρα»- τα παρισινά βουλεβάρτα ντύνονται στ’ αψέντι. Με το τελετουργικό και τ’ αρώματά του, γίνεται μια τέχνη του ζην. Στο τέλος του αιώνα, η κατανάλωσή του είχε φτάσει τα δύο λίτρα ανά άτομο το χρόνο!
Ώσπου η διάδοσή του να γυρίσει μπούμερανγκ. Εξαιτίας των «ξιδιών» που παρασκεύαζαν τυχάρπαστοι για να ανταποκριθούν στη ζήτηση. Δεν αργεί να γίνει σύμβολο του αλκοολισμού, ενώ οι διάφορες λίγκες που επιλαμβάνονται των χρηστών ηθών του πληθυσμού, το καθιστούν υπαίτιο όλων των δεινών: εγκληματικότητα, φυματίωση, συζυγική βία, παράνοια, υπογεννητικότητα. Ούτε τσιγάρο να ήταν!
Το 1915, η παραγωγή και η εμπορία της «Πράσινης Νεράιδας» απαγορεύεται διά νόμου. Ο ποιητής Raoul Ponchon θα σχολιάσει με πικρόχολο χιούμορ: «Η απαγόρευσή της προκάλεσε μεγαλύτερο κακό από την πρωτοβάθμια εκπαίδευση».
Έχοντας προ πολλού τελειώσει την τριτοβάθμια, στην πράσινη νεράιδα με μύησε ο μέγας Δημήτρης Λίτινας του εξαίσιου τότε «Αριστερά-Δεξιά» και του εξαίσιου τώρα «Θα σε κάνω Βασίλισσα». Μου υποσχέθηκε να με κεράσει κάτι που θα με έκανε να τρέχω γύρω-γύρω το μαγαζί.
Μού ‘φερε τη σμαραγδένια ηλιαχτίδα και μου έδειξε πώς να λειώνω πάνω της το κυβάκι της ζάχαρης με το λεμόνι. Στο τέταρτο σφηνάκι, η συζήτησή μας εξακολουθούσε να είναι σοβαρή όσο και χαρίεσσα. Όταν το συνειδητοποίησε, άρχισε να με λούζει με χαρακτηρισμούς μεγάλης ακρίβειας που θα έκαναν τον καπιτέν Χαντόκ εξαιρετικά υπερήφανο.
Το αψέντι, λόγω του μαγικού πράσινου χρώματός του, του αρώματος κινδύνου και γοητείας που το περιβάλλει, αλλά κυρίως εξαιτίας των υποτιθέμενων παραισθησιογόνων ιδιοτήτων του, έγινε η μούσα αναρίθμητων καλλιτέχνων, συγγραφέων, δραματουργών και εμού αυτοπροσώπως.
Ο προφήτης του Θεάτρου του Παραλόγου Alfred Jarry, ο Vincent van Gogh, ο Henri de Toulouse-Lautrec, ο Verlaine, ο Rimbaud, ο Baudelaire, ο Zola, ο Oscar Wilde, ο Edgar Allan Poe, ο Picasso, ο Hemingway κι ένα σωρό άλλοι του χάρισαν πρωταγωνιστική θέση.
Διαβάστε ακόμα: Αλκοόλ: Ό,τι ήταν να πω, το ήπια.
Όλοι αυτοί ήταν διάσημοι όχι μόνο για το έργο τους αλλά και για την ασύστολα μποέμικη ζωή τους στο Παρίσι της Belle Epoque, του Moulin Rouge και της Μονμάρτρης. Κάποιοι απ’ αυτούς τρελαίνονταν. Οι πιο πολλοί το έπαιζαν τρελοί. Και μάλιστα με επιτυχία.
Ο πρωτοποριακός για την εποχή πίνακας του Degas, «Το αψέντι», ζωγραφισμένος το 1876, δείχνει δυο πελάτες σ’ ένα καταγώγι με το βλέμμα χαμένο κι απλανές πάνω απ’ το πρασινωπό ποτό τους. Ακόμα κι αν επρόκειτο για δυο ανθρωπάκια που απλώς πόζαραν, το έργο προκάλεσε ζωηρότατες αντεγκλήσεις, εξαιτίας του ωμού ρεαλισμού του που δεν είχε προηγούμενο. Ο Edouard Manet το τράβηξε κι άλλο. Ζωγράφισε έναν πραγματικό μεθύστακα στο «Ο Πότης Αψεντιού», του 1859.
Ο διασημότερος του είδους ήταν ασυζητητί ο βαν Γκογκ. Πολλά από τα έργα του είναι στους τόνους της ώχρας και του πράσινου, τα χρώματα που παίρνει το αψέντι. Κάποια απ’ αυτά δείχνουν επίσης το στέκι που τά ‘πινε, όπως και τον ίδιο εν δράσει. Πολλοί πιστεύουν, εσφαλμένα, ότι ήταν το ποτό που τρέλανε τον Βίνσεντ. Ως είθισται, η αλήθεια είναι πιο πεζή και πιο περίπλοκη.
O βαν Γκογκ υπήρξε ένας παρίας. Υπέφερε από κατάθλιψη, επιληπτικές κρίσεις και ψύχωση. Ήπιε άπειρα λίτρα αψέντι στην Αρλ με τον Γκογκέν. Και γούσταρε να φέρεται περίεργα –ας πούμε, ζωγραφίζοντας νύχτα, με κεριά κρεμασμένα στο καπέλο του. Τον κλείσανε σε σανατόριο το 1888, κατόπιν αιτήματος της κοινότητας. Η μοναδική βίαιη πράξη που διέπραξε ποτέ ήταν όταν έκοψε τ’ αφτί του σε μια ψυχωσική κρίση.
Ο μέγας Verlaine ήταν άλλος ένας περιώνυμος λάτρης της πράσινης νεράιδας. Η οικογενειακή του ζωή ήταν τουλάχιστον ασυνήθιστη: η μητέρα φύλαγε στο ντουλάπι τα έμβρυα των τριών πρώτων τοκετών. Μια μέρα, ο Βερλέν, τύφλα απ’ το αψέντι, επιτέθηκε στη μητέρα και κατέστρεψε τα γυάλινα δοχεία.
Ο Βερλέν είχε αρχίσει να πίνει από την εφηβεία. Ήταν ήδη αλκοολικός όταν έμαθε το αψέντι. Η θυελλώδης σχέση του με τον Rimbaud επιδείνωσε την κατάσταση. Καταδικάστηκε σε 5 χρόνια κάθειρξης για απόπειρα δολοφονίας. Όταν αποφυλακίστηκε, η φιγούρα του ταυτίστηκε με το Quartier Latin, είτε σε κείνη τη γωνιά του boulevard Saint-Michel ή είτε στο Procope, να πίνει ασταμάτητα αψέντι. Πέθανε το 1896, πάσχοντας από διάφορα και πίνοντας ως το τέλος.
Το αψέντι φιγουράρει υπερηφάνως και στα πρώτα έργα του Πικάσο. Ένα από τα πιο σημαντικά της «Μπλε Περιόδου» είναι η «Πότης Αψεντιού». Ζωγραφισμένο το 1901, δείχνει μια γυναίκα στα γαλάζια, με μακριά χέρια και δάχτυλα, καθισμένη σ’ ένα καφέ, μ’ ένα ποτήρι αψέντι μπροστά της.
Κάποια χρόνια μετά, τα πρώτα κυβιστικά έργα του πάλι εμπνέονται απ’ αυτό. Το «Μποτίλια Pernod και γυαλί» του 1912 βασίζεται ευθέως σε μια δημοφιλή αφίσα του Charles Maire, με μια μπουκάλα αψέντι, ένα ποτήρι και μια διπλωμένη εφημερίδα.
Ίσως το μεγαλύτερο αριστούργημα του είναι το κυβιστικό γλυπτό «Ένα ποτήρι αψέντι» του 1914 (και τελευταίο, αφού το μαγικό ποτό απαγορεύτηκε λίγο αργότερα), έργο από χαλκό σε έξι αντίτυπα, όλα ζωγραφισμένα διαφορετικά.
Ακόμα κι αν δεν ήταν αλκοολικός (τουλάχιστον ένα χρόνο προτού πεθάνει), ο Όσκαρ Ουάιλντ ήταν επίσης φανατικός πότης αψεντιού όσο ζούσε στη Γαλλία. Μια μέρα μάλιστα ξεστόμισε το εξής, μεθυσμένος, κι έμεινε: «Το αψέντι έχει ένα υπέροχο χρώμα. Το πράσινο. Ένα ποτήρι αψέντι είναι τόσο ποιητικό όσο και οτιδήποτε άλλο στον κόσμο. Ποια διαφορά υπάρχει ανάμεσα σ’ ένα ποτήρι αψέντι και σ’ ένα ηλιοβασίλεμα;»
Ο Ernest Hemingway το έτσουζε χοντρά και λάτρευε το αψέντι, το οποίο συνέχισε να πίνει τόσο στην Ισπανία και τη Φλώριδα όσο και στην Κούβα τη δεκαετία του ‘30, καιρό αφότου είχε απαγορευτεί στη Γαλλία.
Στο περίφημο μυθιστόρημά του για τον ισπανικό εμφύλιο, το «Για ποιον κτυπά η καμπάνα», ο Robert Jordan, ο Αμερικανός γκουερίλο, έχοντας ως αποστολή να ανατινάξει μια γέφυρα, καταφεύγει για παρηγόρια στο αψέντι που του θυμίζει την dolce vita που γνώρισε στη Γαλλία. Κρυμμένος σε μια κάβα, μοιράζεται μια νταμιτζάνα αγορασμένη στη Μαδρίτη, μ’ έναν σύντροφο τσιγγάνο.
Αγαπάω αυτούς τους ανθρώπους. Εξάλλου, εκείνοι είναι τα πολύτιμα σημεία αναφοράς του πολιτισμού μας. Τα σμαράγδια κι οι αχτίδες της. Όχι κάποιο στέλεχος πολυεθνικής που «έχει εντάξει τη γυμναστική στην καθημερινότητά του», τρώει «υγιεινά» και καινοτομεί με κάποιο app για κινητό.
Η ζωή απευθύνεται σε δυστυχισμένους ανθρώπους. Αυτούς που παλεύουν να την αρνηθούν. Αυτούς που ερωτεύονται πράσινες γυναίκες-ηλιαχτίδες. Και πεθαίνουν μαζί τους στον ορίζοντα των ονείρων τους. Στο δέρμα των ονείρων τους.
Επιτέλους, μετά από 96 χρόνια, το όνομα της Πράσινης Νεράιδας έχει αποκατασταθεί.
Διαβάστε ακόμα: H Βενεδικτίνη και η επινόηση του σύγχρονου μάρκετινγκ.