Κούσκο, Περού, 1988. Περπάτησα προς την έξοδο του Πασάχε Esmeralda και βγήκα στην Αβενίδα Γκράου. Η μέρα ήταν φωτεινή. Έλαμπε ήδη ο πρωινός ήλιος του υψομέτρου και τα έκανε όλα πιο όμορφα, πιο αισιόδοξα. Κοίταξα αριστερά, στη γωνία του δρόμου. Το κυβερνητικό αυτοκίνητο ήταν σταθμευμένο στη γωνία και με περίμενε, όπως ακριβώς τα είχα συμφωνήσει με την Μαρία Techos.
Η Μαρία! Η Μαρία Techos ήταν κόρη διαπρεπούς γιατρού στο Κούσκο του Περού. Ο πατέρας της ήταν κλινικάρχης στο Κούσκο και ταυτόχρονα σημαίνον στέλεχος και γερουσιαστής του κόμματος APRA, το οποίο ήταν το αντίστοιχο ΠΑΣΟΚ της εποχής εκείνης στο Περού.
Με τη Μαρία είχε υπάρξει μια σύντομη και μάλλον επιφανειακή σχέση, αλλά η σχέση αυτή διακόπηκε άξαφνα όταν μια μέρα με ρώτησε ευθέως αν σκόπευα να την παντρευτώ. «Όχι» ψέλλισα, «δεν αισθάνομαι έτοιμος για γάμο». Όχι εκείνη τη στιγμή, ήθελα να πω, αλλά ούτε και ποτέ αισθάνθηκα έτοιμος για γάμο. Σίγουρα ένιωθα ακόμα λιγότερο έτοιμος να παντρευτώ εκεί πάνω, στο μακρυνό Κούσκο των περουβιανών Άνδεων, παρέα με τις φιλοσοφικές μου ανησυχίες και τις έντονες συγκινήσεις του εκπληκτικού τοπίου που τόσο τις επέτεινε.
Με τη Μαρία λοιπόν συναντιόμασταν κρυφά στο επιβλητικό, αποικιακού ρυθμού, σπίτι της. Έμπαινα μέσα κρυφά από μια μικρή κερκόπορτα και μετά από περίπλοκες συνεννοήσεις, έτσι ώστε να μη μας πάρει είδηση το υπηρετικό προσωπικό του γερουσιαστή πατέρα της και καταλήξω να σκάβω, μαζί με διάφορους ταλαίπωρους κολλήγους, στα υπόγεια ορυχεία χρυσού του Altiplano.
Το σταθμευμένο, λοιπόν, κυβερνητικό αυτοκίνητο που με περίμενε έφερε στα πλάγια τα γράμματα «DGER», αρχικά από το «Dirección General de Electrificación Rural», της διεύθυνσης δηλαδή εξηλεκτρισμού του Περού. Στο εσωτερικό του αυτοκινήτου κάθονταν τρία άτομα. Στο τιμόνι ο οδηγός, καταφανώς αγουροξυπνημένος και προφανώς Ινδιάνος Κέτσουα στην καταγωγή, από την περιοχή του Κούσκο. Δίπλα του καθόταν ο συνοδηγός, με λιγότερο έντονα ινδιάνικα χαρακτηριστικά, μιγάς σίγουρα και μάλλον κάτοικος από την πρωτεύουσα του Περού, τη Λίμα. Στο πίσω κάθισμα κάθονταν νωχελικά, με μάτια μισόκλειστα και χαμόγελο όλο σημασία, η Μαρία.
Άνοιξα την πίσω πόρτα και κάθισα δίπλα της. «Καλημέρα» μου είπε με πρόσχαρο ύφος. « Έτοιμος για το μακρύ ταξίδι;» με ρώτησε. Ναι, ήμουν έτοιμος. Είχα προετοιμαστεί καλά, είχα πάρει μαζί μου τη φωτογραφική μου μηχανή, μια Pentax ME super, τεχνολογικό επίτευγμα της εποχής εκείνης. Ήμουν ντυμένος με πολλά ρούχα, σαν κρεμμύδι. Στο μεγάλο υψόμετρο του Κούσκο οι θερμοκρασίες ανεβοκατέβαιναν γρήγορα και, αν δεν ήσουν έτοιμος γι’ αυτές, κινδύνευες να βρεθείς ταχύτατα στο κρεβάτι άρρωστος.
«Και για πού με το καλό πηγαίνουμε;» ρώτησα τη Μαρία με τη σειρά μου, γεμάτος περιέργεια. «Για το χωριό Άντα», στο Valle Sagrado, την ιερή κοιλάδα των Ίνκας. «Κάπου 25 χιλιόμετρα χωματόδρομος, ξεκινώντας από το Κούσκο». Ένα κεφαλοχώρι. Δρόμος πολύς, ναι, αλλά με τοπίο υπέροχο. «Θα ευχαριστηθείς» μου δήλωσε, όλο νόημα και νάζι.
Η Μαρία με είχε πάρει τηλέφωνο. Αν ήθελα, μου είχε προτείνει, μπορούσα να την ακολουθήσω όταν θα πήγαινε στο χωριό Άντα, για τα εγκαίνια. Ο πατέρας της είχε καταφέρει, ως εκπρόσωπος της περιοχής του Κούσκο, να συμπεριληφθεί το χωριό στο πρόγραμμα εξηλεκτρισμού της χρονιάς εκείνης. Δεν ξέρω αν τελικά αυτό πραγματοποιήθηκε ή αν επρόκειτο απλώς για μια κοινή προεκλογική υπόσχεση. Καθώς άλλωστε διαβάζω, ακόμα και σήμερα, τόσα χρόνια μετά, το 27% της περιοχής του Άντα δεν έχει ηλεκτρικό ρεύμα. Το βέβαιο, πάντως, είναι ότι οι κάτοικοι, όταν έμαθαν ότι έρχεται το ρεύμα, έκαναν χαρά μεγάλη! Ρεύμα ίσον τηλεόραση, ρεύμα ίσον σαπουνόπερες, διαφημίσεις, ψυγεία, ραδιόφωνα και, βέβαια, ρεύμα ίσον τουρίστες.
Διαβάστε ακόμα: Mια ιστορία έρωτος με μια κατσίκα στην Γκιώνα.
Τόσο λοιπόν χάρηκαν που αποφάσισαν να ευχαριστήσουν τον κύριο Γερουσιαστή Eusebio Techos που τους έταξε τον ηλεκτρισμό, οργανώνοντας προς τιμήν του ένα μεγάλο πανηγύρι. Θα έρεε άφθoνη η μπίρα Cusqueña, αν και χλιαρή, λόγω έλλειψης ψυγείων. Θα έρεε και η chicha, το παραδοσιακό ποτό, φτιαγμένο από καλαμπόκι που έχει υποστεί ζύμωση και που έχει κατάλληλα μασηθεί από τους φαφούτηδες γέροντες του χωριού.
Θα σφάζανε και θα ψήνανε γουρουνόπουλα, για να ετοιμαστούν τα ψητά chicharrones, τα οποία θα συνοδεύονταν από καλαμποκένια camotes. Θα βράζανε χοντρό καλαμπόκι choclo και θα ετοιμάζανε κρέμα mazamorra από μαύρο καλαμπόκι. Η μουσική- εγγυημένη! -θα ήταν του Altiplano. Τέλος, θα χορεύανε τον ξέφρενο χορό huayno. Γλέντι δηλαδή θα γινόταν μεγάλο.
Όμως, δυστυχώς, ο κύριος Γερουσιαστής δεν μπορούσε να παρευρεθεί. Ήταν, βλέπετε, στην πρωτεύουσα, απασχολημένος με σοβαρές υποθέσεις που αφορούσαν στο ύπατο αξίωμά του. Και το γλέντι; Θα γινόταν χωρίς την παρουσία του, ορφανό; Πώς να μη θιγούν οι ψηφοφόροι που επιθυμούσαν διακαώς να δούν έναν διακεκριμένο εκπρόσωπο της Κυβέρνησης APRA που τόσο μεγάλη εξυπηρέτηση τους είχε κάνει;
Δεν ξέρω λοιπόν ποιός σκαρφίστηκε το στρατήγημα. Η Μαρία, πάντως, μου έστειλε μήνυμα όλο σημασία και με ρώτησε αν θα ήθελα να τη συνοδεύσω με το αυτοκίνητο μέχρι το χωριό Άντα για τα εγκαίνια της ηλεκτροδότησης. Εγώ εξέλαβα το κάλεσμα ως μία ρομαντική πρόσκληση με κρυφές εκπλήξεις, με μία πιθανή συνέχεια και με ενδιαφέρουσες προοπτικές. Εκεί, συλλογίστηκα, ανάμεσα στα ηλεκτροφόρα καλώδια, τους μονωτήρες και τα σύρματα, ποιος ξέρει τι άλλο θα μπορούσε να προκύψει…
Ξεκίνησε λοιπόν το παλιό αυτοκίνητο της Υπηρεσίας Εξηλεκτρισμού με διασταγμό και με τραντάγματα. Ταρακουνήθηκε το παλιό όχημα και αγκομαχώντας έβαλε πλώρη για το Άντα. Δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει η παλιά σακαράκα. Περνάμε από ερημικές περιοχές, αφήνουμε πίσω χωριά. Στη διαδρομή, βαρυφορτωμένοι με καλαμπόκια ινδιάνοι Κέτσουα, μας κάνουν νόημα να σταματήσουμε, να τους πάρουμε στο αυτοκίνητο, μα στο αμάξι δεν χωράει κανείς άλλος.
Κάναμε ώρα πολλή, μα πολλή ώρα να φτάσουμε, χοροπηδώντας αλύπητα πάνω σε αυτό τον κακό και σκονισμένο χωματόδρομο. Σταματάγαμε μόνο για τις επιτακτικές ανάγκες της φύσης. Η Μαρία πίσω από κάποιον υπερήφανο κάκτο. Οι υπόλοιποι εδώ κι εκεί, πίσω από τους κοντούς θάμνους, πάντα προσέχοντας να μη θιγεί η κόρη του κυρίου Γερουσιαστή.
Φτάσαμε επιτέλους στο χωριό. Πλήθος είχε μαζευτεί μεγάλο και ανυπόμονο. Επιτέλους! Κυβερνητικοί εκπρόσωποι στο χωριό! Παρούσα και η χωροφυλακή! Παρών κι ο παπάς! Κόσμος πολύς. Μάλλον θα είχαν έρθει και από τα γύρω χωριά, για να δουν με τα ίδια τους τα μάτια τον κύριο Γερουσιαστή από την πρωτεύουσα. Παρών, φυσικά, και ο Δήμαρχος. Ένα μεγάλο τραπέζι, γεμάτο φαγητά πάνω σε άσπρο τραπεζομάντιλο είναι στρωμένο μπροστά στο Δημαρχείο.
Ο κύριος Δήμαρχος με τρόπο επίσημο βαδίζει προς το μέρος μας, για να μας χαιρετίσει. Χαιρετά πρώτα με σεβασμό τους δύο υπαλλήλους του Υπουργείου. Χαιρετά τώρα και τη Μαρία. Όμως, ξαφνικά, ο Δήμαρχος αντιλαμβάνεται ότι ο κύριος Γερουσιαστής δεν έχει έρθει. Δεν είναι ανάμεσά μας. Ίσως κιόλας να ξέρει ήδη ότι δεν πρόκειται να παρευρεθεί η Εξοχότης του, αλλά προσποιείται, κάνει τάχα πως εκπλήσσεται. Κατόπιν γυρνάει και απευθύνεται σε μένα: «Καλώς ορίσατε, κύριε εκπρόσωπε της Κυβέρνησης» μου λέει μεγαλόφωνα.
Μα τι είναι τούτο; Πιστεύει πράγματι άραγε ότι εγώ είμαι ο εκπρόσωπος της Κυβέρνησης; Είναι ποτέ δυνατόν; Γυρίζω προς τη Μαρία και την κοιτώ. «Ο Δήμαρχος νομίζει ότι εγώ είμαι ο εκπρόσωπος της Κυβέρνησης;» της λέω σιγανά. Η Μαρία μου κάνει νόημα να σωπάσω. «Σσσς!» μου κάνει με το δείχτη της στα χείλη. «¡Da igual!», μου λέει. Δεν πειράζει καθόλου! «¡No pasa nada!». Δεν τρέχει τίποτα! «Μα τι θα τους πω εγώ, σιγοψιθυρίζω έντρομος. Δεν ξέρω τίποτα από εξηλεκτρισμό!»
Διαβάστε ακόμα: Τριαντατρία ηλιοβασιλέματα στη σαβάνα.
Ο κύριος Δήμαρχος με πλησιάζει τώρα και περήφανος μου ανακοινώνει την έναρξη της τελετής. Τα πόδια μου τρέμουν ελαφρά. Με οδηγούν στο μακρύ στρωμένο και υπερυψωμένο τραπέζι, για να βλέπουμε και να μας βλέπουν. Να καθίσω; Ναι, ναι, βέβαια, πρέπει! Στην τιμητική θέση, άλλωστε. Δίπλα μου βολεύεται η Μαρία. Αριστερά, ο ένας υπάλληλος της Υπηρεσίας Εξηλεκτρισμού. Δίπλα στη Μαρία, ο άλλος υπάλληλος. Ύστερα, παραδίπλα, ο παπάς του χωριού. Ο χωροφύλακας δυο θέσεις παραπέρα. Μερικοί προύχοντες που μας κοιτάνε με θαυμασμό.
Ο κύριος Δήμαρχος στέκεται τώρα μπροστά μου. «Αξιότιμε κύριε εκπρόσωπε της Κυβέρνησης του APRA, επιμένει, εκ μέρους του χωριού του Άντα θα ήθελα να σας εκφράσω την αμέριστη ευγνωμοσύνη των κατοίκων για την λαμπρή σας πρωτοβουλία…». Κρύος ιδρώτας με περιλούζει. Κάπως πρέπει να ξεφύγω, πνευματικά έστω. Γυρνώ την προσοχή μου στο τραπέζι. Πάνω στο τραπαζομάντιλο έχουν ήδη εναποτεθεί τα ψητά. Αχνίζουν και μυρίζουν θεσπέσια. Ο, πώς θα ήθελα να τελειώσει αυτό το μαρτύριο και να αρχίσουμε το φαγοπότι! Και να πάψει η κωμωδία, προτού πάρουν είδηση ποιος είμαι!
Είναι τώρα η σειρά του παπά να βγάλει λόγο: «Ο Θεός να σας έχει καλά, εσάς και την Κυβέρνησή Σας, για τα καλά Σας έργα που τόσο βοηθούν τους πτωχούς και τους κατατρεγμένους», λέει με τη στριγγή, ένρινη φωνή του. Γνέφω συγκαταβατικά. Έχει δίκιο. «Συμφωνώ και ευχαριστώ Πάτερ!». Ανάσταση! Πάει και αυτός. Τελείωσε, ευτυχώς! Σειρά έχει τώρα ο λόγος του χωροφύλακα, λιτός και σύντομος. Οι λόγοι σε λίγο τελειώνουν. Οι κάτοικοι του χωριού, γεμάτοι θαυμασμό για τον περίλαμπρο εκπρόσωπο της Κυβέρνησης, με πλησιάζουν και μου βγάζουν ένα λογίδριο στα ινδιάνικα Κέτσουα. Δεν καταλαβαίνω τίποτα. Δεν πειράζει. Όμως, τώρα έφτασε η σειρά μου.
«Και τώρα η σειρά του κυρίου Εκπρόσωπου της Κυβέρνησης του APRA». Σηκώνομαι. Τρέμω λιγάκι. Πρέπει να βγάλω λόγο με τα φτωχικά ισπανικά που έχω μάθει μέσα σε τρία χρόνια στο Ισπανικό Ινστιτούτο «Βασίλισσα Σοφία», στην Αθήνα. Δεν είναι λίγα, μα δεν είναι και πολλά! Είναι ισπανικά βγαλμένα από βιβλίο γραμματικής. Δεν φτάνουν, πάντως, για να βγάλεις μεστό λόγο. «Αγαπητοί συμπολίτες!» τραυλίζω, «Η κυβέρνησή δεν θα λογαριάσει προσπάθειες, για να επιτύχει τον εξηλεκτρισμό ολόκληρης της περιοχής του Άντα», δηλώνω δίχως ντροπή καμία.
Την ώρα αυτήν τη δύσκολη επιστρατεύω τις αραιές γραμματικές μου γνώσεις στα ισπανικά, γνώσεις που η ρηχή μου μνήμη κατάφερε με κόπο να ανασύρει από τη λήθη. Κάνω αθρόα χρήση του μέλλοντος, «θα κάνουμε κι άλλα έργα, ακόμα πιο δύσκολα και μεγάλα». Μπερδεύομαι λίγο και τα κάνω θάλασσα στην ισπανική υποτακτική, το πραγματικό αγκάθι του κάθε σπουδαστή της γλώσσας του Θερβάντες.
Άραγε αντελήφθη κανένας τίποτα; Τα λόγια τώρα τρέμουν στο στόμα μου. Τα λάθη της γραμματικής που τα νόμιζα από καιρό ξορκισμένα, βγαίνουν τώρα και πηδάνε έξω από το στόμα μου σαν τα πράσινα βατράχια των βάλτων. Θα με καταλάβουν άραγε; Θα υποψιαστούν τον εμπαιγμό; H Μαρία αντιλαμβάνεται έγκαιρα την ταραχή μου. Διατηρεί μια ολύμπια γαλήνη και χαμογελά ανέμελα, διασκεδάζοντας με την όλη κατάσταση. Δεν μοιάζει, πάντως, καθόλου να ανησυχεί.
Κάθομαι ιδρωμένος, για να συνεχίσω τον δίχως ειρμό λόγο μου. Και, επιτέλους, τον τελειώνω. Όλοι μοιάζουν να είναι ευτυχείς. Χειροκροτήματα! Εύγε! Εύγε! Ξαφνικά αισθάνομαι ένα γυναικείο χέρι πάνω στο μηρό μου, κάτω από το τραπέζι: κοιτώ τη Μαρία που μου χαμογελά. Κοκκινίζω. «Για να σου δώσω θάρρος», μου διευκρινίζει περιπαικτικά.
Και τώρα, κυρίες και κύριοι, το πραγματικό πρόγραμμα αρχίζει! Επιδοκιμασίες. Αρχίζουμε με τους χορούς! Οι cholitas, οι νεαρές Ινδιάνες χορεύουν σαν σβούρες, σηκώνοντας όλο χάρη της πολλαπλές και πολύχρωμες φούστες τους, τις polleras. Σίφουνες πραγματικοί, στροβιλίζονται χορεύοντας τον εντυπωσιακό τοπικό χορό.
Ύστερα έρχεται η σειρά του θεατρικού έργου. Το θέμα είναι: «Ο θάνατος του κακού γαιοκτήμονα». Ο κακός γαιοκτήμονας, ο εκμεταλλευτής των φτωχών, τρώγει, πίνει χαίρεται, αλλά τελικά πεθαίνει από το πολύ φαϊ. Του προσφέρονται οι πρώτες βοήθειες, αλλά μάταια. Ο γαιοκτήμονας τα έχει κακαρώσει. Δύο νοματέοι τον βάζουν στο φέρετρο. Ξυπνάει, υποτίθεται, ο δύσμοιρος και βρίσκεται στην κόλαση. Καλά να πάθει! Ο κόσμος επικροτεί. Τόσους και τόσους εκμεταλλεύτηκε! Έτσι να πάθουν όλοι οι γαιοκτήμονες. Δύο διάβολοι τον σέρνουν κάτω από ένα φλεγόμενο τόξο. Τελικά, ο δύσμοιρος καταλήγει μοιρολατρικά σ’ ένα μεγάλο καζάνι για να βράσει αιώνια. Όλοι χειροκτοτούν ικανοποιημένοι, και κυρίως ο παπάς!
Η ώρα έχει όμως τώρα περάσει και πρέπει να γυρίσουμε πίσω. Οι ανάρτες του Φωτεινού Μονοπατιού δεν δρούν κοντά στην περιοχή του Κούσκο, όμως τη νύχτα εμφανίζονται καμιά φορά στα περίχωρα. Ο Δήμαρχος δεν με αφήνει να φύγω έτσι. Με καλεί να γράψω κάτι στο βιβλίο του χωριού. Κάτι για να θυμούνται όλοι αυτήν την αξέχαστη μέρα. Αλλά τι να γράψω; Αρχίζω να σκαλίζω κάτι χαρακτήρες.
«Τι γλώσσα είναι αυτή;» με ρωτά έκπληκτος ο Δήμαρχος. «Ελληνικά» του απαντώ περισπούδαστα. «Μα γνωρίζετε Ελληνικά;» με ρωτά γεμάτος απορία και θαυμασμό. Χαμογελώ φιλάρεσκα, όλο νόημα. «Μα φυσικά!» Τελειώνω το σύντομο μήνυμά μου. Το κείμενο, όπως καταγράφηκε, αρχίζει κάπως έτσι: «Ω ξένε, εγώ ο Κωνσταντίνος Γκόφας από την Ελλάδα εγκαινίασα εν Σωτηρίω έτει 1988 το έργο τούτο του εξηλεκτρισμού του χωριού Άντα..». Φαντάζομαι ότι η καταχώρησή μου θα υπάρχει ακόμα στο «Βιβλίο του Χωριού», στο Άντα.
Παίρνουμε το δρόμο της επιστροφής, λίγο προτού νυχτώσει, αφού ευχαριστήσαμε πρώτα όλο το χωριό για την καταπληκτική γιορτή. Είμαι ικανοποιημένος. Η Μαρία γελά, όλο χαρά. Μήπως τελικά έπρεπε να είχα γίνει πολιτικός;
Διαβάστε ακόμα: Η ζωή του ζωγράφου Λευτέρη Γιακουμάκη στην Ισλανδία.