«BMW R51 του 1939, σπάνιο πράγμα. Αυτό το μοντέλο είναι και το πιο όμορφο. Με τέσσερα χιλιάρικα πήρα κελεπούρι. Ένα καθάρισμα, ένα βάψιμο, άντε να θέλει και τίποτα λεπτομέρειες…» (photo carandclassic.co.uk).

Τον Γιάννη τον ήξερα απ’ όταν είμαστε παιδιά. Μια ζωή νορμάλ άνθρωπος ήταν, με τις δραστηριότητές του, τις εκδρομές του, τις βόλτες, τους καφέδες του. Τι συνέβη όμως στο ενδιάμεσο και ποια τύχη μαύρη έφερε μπροστά του μια προπολεμική BMW R51 δεν ξέρω. Τη μέρα πάντως που απέκτησε τη μοτοσυκλέτα, ο Ερμής πρέπει όχι μόνο να ήταν ανάδρομος, αλλά και κατσικόδρομος και ανάποδος και σε αστρικό παροξυσμό σε σχέση με τους υπόλοιπους πλανήτες.

Όλα ξεκίνησαν με το τηλεφώνημα ένα καλοκαιρινό απόγευμα.

–  Έλα ρε, τα κατάφερα, τη μάζεψα σπίτι.

Εμένα το μυαλό μου πήγε σε μια σχέση που είχε τότε, τη Ζωή, και για κάποιο λόγο σκέφτηκα πως αποφάσισαν να γίνουν οικογένεια. Πάντα μου αρέσει να βλέπω φίλους να σμίγουν και να ανοίγουν σπίτια γιατί πηγαίνω και τους την πέφτω για τραπέζωμα, οπότε χάρηκα.

Παρένθεση: το σχέδιο για τραπέζωμα σ’ ένα νέο ζευγάρι είναι απλό. Εμφανίζεσαι κρατώντας ό,τι έχεις βρει στο δρόμο σου (κάνα βαζάκι, κάνα λουλούδι, άντε κάνα μπουκάλι αλκοόλ) και λες «άντε παιδιά, καλοστέριωτοι και πάντα χαρές να ‘χετε». Μ’ έναν μαγικό τρόπο βρίσκεσαι στον καναπέ μ’ ένα ποτήρι στο χέρι, ενώ στην κουζίνα έχουν ξεκινήσει οι ετοιμασίες για τις μπριζολίτσες με πατατούλες που, με τεράστια χαρά, ετοιμάζει η μελλοντική συμβία του φίλου σου.

Χαίρομαι πολύ μ’ αυτά τα νέα ζευγάρια. Περνάμε τέλεια, τρώμε του σκασμού και αν τυχόν σπάσει η σχέση, έχεις πάντα έναν φίλο διαθέσιμο να πάτε να τα πιείτε για να τον παρηγορήσεις και να σου κεράσει τα ποτά. Κλείνει η παρένθεση.

– Μπράβο, ρε Γιάννη! Επιτέλους, ρε φίλε, να νοικοκυρευτείς κι εσύ (να φάμε και κάνα φαγάκι). Μπράβο, η Ζωή είναι καλή κοπέλα.

– Ποια Ζωή, ρε; Τι λες;

– Αυτή που μάζεψες σπίτι.

– Τι λες, ρε συ; Για τη BMW που σου έλεγα τις προάλλες μιλάω, αυτή που είχα βρει στο Μέτσοβο πεταμένη στο στάβλο.

Ομολογώ ότι δεν μπόρεσα να νιώσω τη χαρά του. Μια BMW, ειδικά πεταμένη σε στάβλο, δεν μαγειρεύει, δεν σερβίρει ποτό και γενικά δεν έχει καμία σχέση με το σενάριο που είχα δημιουργήσει για το ότι θα πάμε πάλι όλη η παρέα μαζί σε γάμο να γίνουμε κουρούμπελα και να γελάσουμε με τους νεόνυμφους.

«Δεν το πονάνε, ρε, το μηχανάκι. Το αποφάσισα. Θα βρω manual και θα το φτιάξω μόνος μου» (photo oldtimer garage).

– Α, τη BMW, είπα παγωμένα. (Ποια BMW δηλαδή, ούτε που θυμόμουν πως είχαμε κάνει κουβέντα για μηχανές και στάβλους στο Μέτσοβο). Έλα ρε, μπράβο, καλοτάξιδη…

– Ναι, ρε φίλε, επιτέλους! Ο μπάρμπας με τσιτσίρησε, αλλά τελικά βρήκε τα χαρτιά της, πλήρωσα και κάτι χρωστούμενα στην εφορία, βάλε και τα μεταφορικά, νομίζω ότι στα τέσσερα χιλιάρικα που έφτασα πήρα κελεπούρι. Έτσι όπως την κοιτάω είναι σε καλή κατάσταση, ψιλοπλήρης, δεν νομίζω να πάει ακριβά… Ένα καθάρισμα, ένα βάψιμο, άντε να θέλει και τίποτα λεπτομέρειες…

– Θύμισέ μου, ρε Γιάννη, του πότε είναι, είπαμε;

– Το πλαίσιο είναι του 1939, σπάνιο πράγμα. Πιστεύω ότι το συγκεκριμένο μοντέλο είναι και το πιο όμορφο. Εσύ τι λες;

– Ότι αντί να σπιτώσεις τη Ζωίτσα έβαλες νταλκάδες στο κεφάλι σου και θα τρέχεις σαν το άλογο στο χωράφι μέχρι να τη φέρεις σε λογαριασμό, δεν είπα. Καλορίζικη, ρε Γιάννη, είπα, θα περάσω αύριο από εκεί να τη δω. Να φάμε και τίποτα…

Πιστός στην υπόσχεσή μου να φάω τσάμπα, πέρασα την άλλη μέρα από το σπίτι του Γιάννη και με υποκριτικά μεγάλο ενδιαφέρον, χάζεψα το νέο του απόκτημα. Ήταν πράγματι ένα ερείπιο· μια R51 χωρίς πολλές ελλείψεις, αλλά με τα πάντα σκουριασμένα πάνω της. Απ’ ό,τι κατάλαβα θα μονοπωλούσε το ενδιαφέρον του φίλου μου για το επόμενο διάστημα.

Γύρισα και τον κοίταξα έτσι όπως μίλαγε, με έξαψη, για τα σχέδιά του.

– Βρήκα μάστορα που τις ξέρει, τον έχω πάρει τηλέφωνο, θα πάω αύριο. Έψαξα στο ebay και βρήκα τις μανέτες, φτηνά, στη Γερμανία, ένα φανάρι που λείπει το βρήκα στην Αγγλία, το δίνει 90 λίρες, ορίτζιναλ, του κουτιού… Όλα τα έχω ψάξει, τι άλλο να μου λείψει;

– Μια γιαγιά να κληρονομήσεις, Γιαννάκη μου. Μου ξέφυγε αυτό, αλλά μιας και το είπα, αποφάσισα να το υποστηρίξω.

– Γιατί; Αφού τα έχω υπολογίσει όλα, σου λέω.

Τον κοίταξα στα μάτια. Ήταν ακόμα χαρούμενος. Είπα όμως, μιας και είμαστε τόσα χρόνια φίλοι, να προσπαθήσω να τον συνεφέρω.

– Άκου, Γιάννη. Πόσες μηχανές έχω φτιάξει από τότε που με ξέρεις;

– Ξερωγώ, πολλές, πού να θυμάμαι;

– Μήπως πήρες χαμπάρι πότε σταμάτησα να ασχολούμαι με τις παλιές μηχανές;

– Ναι, από τότε που έδωσες έναν σκασμό λεφτά κι έφτιαξες το σπίτι. Πού να σου μείνουν λεφτά…

– Όχι αγόρι, μου! Έδωσα έναν σκασμό λεφτά και έφτιαξα το σπίτι ΕΠΕΙΔΗ σταμάτησα  να ασχολούμαι με τις παλιές μηχανές και μου μείνανε λεφτά. Πίστεψέ με, ΔΕΝ θέλεις να το κάνεις.

– Άσε, ρε! Εσύ είχες μπλέξει με τις ιταλικές. Εδώ μιλάμε για Ντόιτσλαντ ούμπερ άλλες. Η μηχανή είναι έτοιμη, λίγες λεπτομέρειες θέλει. Είναι φτιαγμένη για να αντέχει.

Και έτσι όπως τον είχε πιάσει ο οίστρος, για να μου αποδείξει ότι έχει δίκιο, κάνει με το πόδι μία να πατήσει τη μανιβέλα, η μανιβέλα κάνει ένα κρακ (αυτό το κρακ που το ακούς και ξέρεις ότι έχει γίνει μεγάλη ζημιά και θα ήθελες να ‘χεις τη δυνατότητα να γυρίσεις πίσω το χρόνο, ή ένα μεγάλο πηγάδι να πας να πέσεις μέσα) και σπάει η μανιβέλα και πέφτει στο πάτωμα του γκαράζ κάνοντας ένα ντιν ντιριλίν – που είναι ο ήχος των χιλιάδων ευρώ που φεύγουν από την τσέπη σου.

– Γκαντέμη, μου τη μάτιασες, πανάθεμά σε…

Αποφάσισα να μη δώσω συνέχεια, κυρίως γιατί η Ζωή είναι καλή μαγείρισσα.

– Γιάννη, είπα σε πολύ σοβαρό τόνο. Σκέψου τι πας να κάνεις. You have been warned! Η ζωή σού δίνει πάντα μια δεύτερη ευκαιρία (και η Ζωή φτιάχνει τέλεια τα κοκκινιστά, επίσης). Σκέψου και πράξε, είπα κι έφυγα.

 

Οι επόμενες μέρες και εβδομάδες, πέρασαν με τον Γιάννη σε δημιουργικό παροξυσμό. Όποτε τον βλέπαμε, μας μίλαγε για κάποιον αλλοδαπό (βρήκα έναν Γερμανό, βρήκα έναν Αυστριακό, βρήκα έναν Γάλλο…) που θα του έστελνε κάποιο ανταλλακτικό που του έλειπε.

Αν δεν μας μίλαγε για ξένους που στέλνουν πράγματα, θα μας μίλαγε για τον μηχανικό του που θέλει πράγματα. Ή για έναν τύπο στο Κερατσίνι που κάνει βούρτσισμα στα αλουμίνια. Ή για κάποιον στα Καμίνια που κάνει μοντίφες στις βαλβίδες. Ή για έναν άλλο στη Λάρισα που του μίλησε με Skype και του έδειξε μια έτοιμη, σαν τη δικιά του, που την έφτιαχνε πέντε χρόνια.

Πήρε ένα σετ εργαλεία, έναν πάγκο, ένα ανυψωτικό, μια μέγγενη και ξεκίνησε να φτιάχνει τον κινητήρα από την αρχή (photo turtle garage).

Οι εβδομάδες έγιναν μήνες, οι μήνες πέρασαν κι ένα απόγευμα του Νοεμβρίου δώσαμε ραντεβού στο Θησείο όλη η παρέα για να μας φέρει ο Γιάννης τη BMW να την καμαρώσουμε επιτέλους έτοιμη. Μαζευτήκαμε νωρίς οι υπόλοιποι για να συμφωνήσουμε πώς θα τον πείσουμε να την πουλήσει πριν του βγάλει καμιά ζημιά και ψάχνει αγοραστή για τα νεφρά του.

Κάτσαμε σ’ ένα τραπεζάκι, ανάψαμε τα τσιγάρα μας, ρουφήξαμε το καφεδάκι μας και χτύπησε το τηλέφωνο…

– Έλα, Γιάννη, τι έγινε;

– Έμεινα. Δεν είναι τίποτα, μάλλον το καρμπυρατέρ έχει κάποιο σκουπιδάκι. Περιμένετέ με, έρχομαι.

Το καφεδάκι έγινε μπύρα, η μπύρα έγινε τζιν με λεμονάδα, η νύχτα έπεσε γλυκά στην πόλη και ο Γιάννης άφαντος. Είπαμε να του τηλεφωνήσουμε…

– Έλα, που είσαι;

– Στον μηχανικό μου.

– Ποιον μηχανικό; Είναι 10 το βράδυ.

– Υπήρξε μια επιπλοκή. Κλώτσησε η φλάντζα και μάλλον κόλλησε ο δεξιός κύλινδρος.

– Μάλλον;

– Ε, όχι μάλλον, εντάξει κόλλησε.

– Και τώρα τι κάνεις;

– Τσακώνομαι.

– ΟΚ. Καλή τύχη.

Από τότε, ο Γιάννης άλλαξε τρεις μηχανικούς. Ο ένας πιο σκιτζής απ’ τον άλλον. Ο ένας πιο ακριβός απ’ τον άλλον. Ο ένας πιο λαμόγιο απ’ τον άλλον… Μέχρι που ένα βράδυ χτύπησε το τηλέφωνό μου.

– Βρήκα τι φταίει!

– Το ξερό σου το κεφάλι που δεν ακούει φταίει, δεν είπα. Τι φταίει;

– Φταίει που δεν το πονάνε, ρε, το μηχανάκι. Το αποφάσισα. Θα βρω manual και θα το φτιάξω μόνος μου.

– Η Ζωή τι λέει για αυτό;

– Τι να λέει; Είχαμε μια επιπλοκή με τη Ζωή, είπε πως δεν αφιερώνω αρκετό χρόνο στη σχέση μας και τελικά τα χαλάσαμε.

Πάει το κοκκινιστό…

– Α, ρε Γιάννη… Α, ρε Γιάννη… Τέλος πάντων, καλή τύχη.

Τις επόμενες εβδομάδες, ο Γιάννης πήρε ένα σετ εργαλεία, έναν πάγκο, ένα ανυψωτικό, μια μέγγενη και ξεκίνησε να φτιάχνει τον κινητήρα από την αρχή. Οι εβδομάδες έγιναν μήνες, οι μήνες χρόνος, η Ζωή μητέρα (με άλλον), τα μαλλιά του Γιάννη άσπρισαν, του έτρωγε κι όλα τα λεφτά η R51, μέχρι που έναν χρόνο μετά, πάλι Νοέμβριο, το τηλέφωνο ξαναχτύπησε.

– Έλα, δουλεύει!

– Δουλεύει δουλεύει ή θα πάμε πάλι να σε περιμένουμε και δεν θα ‘ρθεις ποτέ;

– Όχι ρε, έχω κάνει δοκιμές, είναι κομπλέ. Αν θες τελικά να γίνει κάτι, κάν’ το μόνος σου. Η μηχανή είναι τζετ.

– ΟΚ. Θησείο απόψε;

– Θησείο απόψε.

Μαζευτήκαμε πάλι, λίγο μουδιασμένοι, χωρίς περιπαικτική διάθεση. Ο Γιάννης ήρθε. Η BMW ακουγόταν σαν ρινόκερος με καρδιακή ανεπάρκεια στα πρόθυρα του θανάτου. Τσούλαγε, αλλά με δυσκολία. Φρενάριζε, αλλά κάνοντας ένα ουίιιιτς λες κι έξυνες τα νύχια σου σε μαυροπίνακα. Τα ηλεκτρικά της ήταν αλλού γι αλλού. Πάταγες κόρνα και άναβε το πίσω φανάρι.

Μείναμε λίγο αμίλητοι…

– Εντάξει, δεν είναι τέλεια, αλλά σιγά-σιγά θα τη φέρω. Τώρα το κατέχω πια το άθλημα.

– Μπράβο Γιάννη, καλά χιλιόμετρα.

Χάρηκε. Μετά τον καφέ, ξεκίνησε να φύγει για να μην τον πάρει η νύχτα, καθώς υπήρχε κάποιο μικρό πρόβλημα και με τα φώτα. Εμείς αποφασίσαμε να μείνουμε λίγο ακόμα. Τότε ήταν που πάρθηκε η απόφαση.

Το επόμενο Σάββατο το βράδυ, πήραμε ένα φορτηγάκι από έναν φίλο και πήγαμε κρυφά στο σπίτι του Γιάννη. Ανοίξαμε το γκαράζ μ’ έναν λοστό και φορτώσαμε τη μηχανή στο φορτηγάκι. Την πήγαμε στο εξοχικό άλλου φίλου, κάπου στη Σαρωνίδα. Τη βάλαμε στο γκαράζ του και γυρίσαμε σπίτια μας.

Το πρωί της Κυριακής, ένας συντετριμμένος Γιάννης μάς πήρε τηλέφωνο και μας ανακοίνωσε τη δραματική κλοπή και την ψυχολογική του συντριβή. Όλοι μαζί τρέξαμε να τον συνδράμουμε στη δυστυχία του. Μας ράγιζε την καρδιά.

– Κουράγιο, ρε φίλε. Κάτι θα γίνει, θα τη βρούμε. Θα δεις, όλα καλά θα πάνε.

Βάλαμε αγγελία στην εφημερίδα, (τότε δεν είχε Facebook) «Εκλάπη BMW κ.λπ. Δίδεται αμοιβή». Τηλέφωνο βάλαμε το δικό μου για να κάνω, υποτίθεται, τις διαπραγματεύσεις. Στη συνέχεια, πήγαμε τη μηχανή σ’ έναν σωστό μάστορα και βάλαμε, ρεφενέ όλοι μαζί, τα λεφτά για να τη φτιάξει. Με προϋπόθεση να είναι έτοιμη πριν τα Χριστούγεννα.

Στις 20 Δεκεμβρίου ήταν έτοιμη. Αφού βεβαιωθήκαμε ότι όλα δουλεύουν ρολόι, αφού κάναμε από πέντε βόλτες ο καθένας και πιστοποιήσει πως όλα είναι όπως πρέπει, τη φορτώσαμε ξανά και την αφήσαμε πέντε τετράγωνα απ’ το σπίτι του, ενώ ένας από εμάς φύλαγε τσίλιες μην έρθει κάνα καλόπαιδο και τη βουτήξει.

Πήρα τηλέφωνο τον Γιάννη.

– Φίλε, είσαι τυχερός! Με πήρανε τηλέφωνο. Το κανόνισα. Σε μισή ώρα πήγαινε στην οδό Τάδε και πάρε τη μηχανή σου.

– Σοβαρά μιλάς;

– Ναι, άντε.

Φύγαμε όλοι μαζί και πήγαμε εκεί που είχαμε αφήσει τη μηχανή. Ένας τρεμάμενος Γιάννης την έβαλε μπροστά, σχεδόν κλαίγοντας. Ξεκίνησε και την πήγε σπίτι. Ακολουθήσαμε. Την πάρκαρε.

Ήπιαμε κάτι μπύρες, μας ευχήθηκε όλα τα καλά του κόσμου, ρώτησε πώς έγινε και μας τη φέρανε, του είπαμε πως πληρώσαμε, αλλά δεν θέλαμε φράγκο και φύγαμε ήρεμοι μετά από τρία χρόνια. Επιτέλους, το μαρτύριο τέλειωσε. Μας κόστισε βέβαια κάτι παραπάνω, αλλά σώσαμε τον φίλο μας.

Σηκωθήκαμε και οι τέσσερις, τον μουτζώσαμε και φύγαμε. Του ξαναμιλήσαμε μετά από πέντε μήνες.

Μέσα στις γιορτές, πάλι τηλέφωνο ο Γιάννης, να κατεβούμε Θησείο για να μας δείξει κάτι που θα μας έκανε να χαρούμε. Είχα και δουλειά δεν τον ρώτησα πολλά, είπα ΟΚ. Μαζευτήκαμε ξανά όλοι και τον περιμέναμε…

Έφτασε με μια Honda Varadero.

Τι είναι αυτό, ρε;

– Ξέρετε, ξενέρωσα τόσο με τη BMW που την έδωσα σ’ έναν που την ήθελε και πήρα τη Honda να ηρεμήσει το κεφάλι μου.

– Τι έκανες, λέει;

– Ναι, είχατε δίκιο, δεν είναι εύκολη υπόθεση τα παλιά. Έχασα και τόσα λεφτά (εμείς να δεις!) έχασα και τόσο χρόνο… Σταθείτε, που πάτε, γιατί φεύγετε;

Σηκωθήκαμε και οι τέσσερις, τον μουτζώσαμε, καβαλήσαμε τις μηχανές μας και φύγαμε.

Του ξαναμιλήσαμε μετά από πέντε μήνες. Όχι γιατί αλλάξαμε γνώμη ότι είναι τέρμα χαζός, αλλά επειδή βρήκε μια καινούργια γκόμενα που έφτιαχνε φανταστικό φρικασέ και μας φώναζε τις Κυριακές για τραπέζι.

 

Διαβάστε ακόμα, Βασίλισσα της Bugatti: Η άγνωστη ιστορία της Hellé Nice.

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top