davidburton-1302-w1270-h850

(Φωτογραφία του David Burton για το GQ)

«Τι κάνεις;». Κλασική ερώτηση μεταξύ φίλων ή και απλώς γνωστών, συνεργατών και γειτόνων. Οι απαντήσεις πολλές και όλες κλισέ ή τυπικές συνήθως. Μια από αυτές, όμως, αφορά σε ετούτη εδώ τη στήλη. Τι κάνεις, λοιπόν; Τρέχω – η απάντηση. Και εδώ εγείρεται το θέμα των εισαγωγικών. Γιατί όλοι «τρέχουμε», αλλά αισθητά λιγότεροι τρέχουμε. Δεν είναι κακό, δεν είναι καλό, είναι αυτό. Κάποιοι τρέχουν, κάποιοι άλλοι «τρέχουν» και είναι κι εκείνοι που «τρέχουν» και τρέχουν. Ξεκάθαρη η προτίμηση όλων προς τους ομοίους τους. Είναι και γενικότερη ψυχολογική στάση αυτή του ανθρωπίνου είδους που, έχοντας εντυπωμένες στη γενετική του μνήμη τις αγέλες των πρώτων (πολλών – αμέτρητων) χρόνων της ύπαρξής του, αναζητά «συμμάχους» να συνταχτεί. Ωστόσο, καθώς περνούν τα χρόνια, η φυλή που «τρέχει» απλώς δεν με συγκινεί. Δεν μου αρκεί αυτό το «τρέξιμο», το εντός εισαγωγικών. Γιατί πολλές φορές προκαλεί δυσφορία στους ίδιους τους «τρέχοντες». Δεν το υποτιμώ, προς θεού, αλλά δεν μου αρκεί. Και εξηγούμαι.

Δεν έχω την απαίτηση να πλημμυρίσουν οι δρόμοι και οι αγώνες από τρεχαλατζήδες, ούτε να παρατήσουμε τα αυτοκίνητά μας άπαντες και να μετατρέψουμε όλες μας τις μετακινήσεις σε τρεχάλες, περιπάτους και ποδηλατάδες. Αλλιώς το εννοώ εγώ το ρήμα τρέχω (άνευ εισαγωγικών). Στο μυαλό μου, λοιπόν, το ρήμα τρέχω έχει συνώνυμο το ρήμα αγαπώ. Και μάλιστα όχι σκέτο αλλά με «ουρά»: αγαπώ παθιασμένα. Και αυτό το συνώνυμο αναζητώ στους ανθρώπους για να νιώσω οικειότητα, να νιώσω ασφάλεια, να νιώσω «συμμαχία». Ανθρώπους που, πέραν του δεδομένου «τρεξίματος» της εποχής και της καθημερινότητας, παθιάζονται με κάτι. Παίζουν σκάκι μανιωδώς, κάνουν αναρρίχηση ακόμα και αργά τη νύχτα, βλέπουν τρεις ταινίες την εβδομάδα στο σινεμά, μαγειρεύουν δημιουργικά για τους φίλους τους, βιβλιοτρώγουν «μέχρι σκασμού», ταξιδεύουν σχεδόν άφραγκοι, ξυλουργούν μετά μανίας. Νομίζω γίνομαι κατανοητός.

Καθώς περνούν τα χρόνια, ενισχύεται η πεποίθησή μου ότι η πραγματική ευτυχία κρύβεται πίσω από τη φράση: τρέχω και δεν φτάνω.

Φίλε, αν δεν έχεις πάθη, αν δεν κυνηγάς όνειρα, αν δεν μπορείς να ζήσεις δυο μέρες άφραγκος, αν δεν μπορείς να ζήσεις δυο μέρες σε δυο ώρες, αν δεν δακρύζεις με ένα στίχο, αν δεν νοσταλγείς παρελθόν και μέλλον, αν δεν ταξιδεύεις με το αεροπλάνο ή το μυαλό σου, αν δεν ρισκάρεις την αποτυχία, αν δεν τρέχεις μικρές ή μεγάλες αποστάσεις, τι κάνεις; Τι περιμένεις; Ο ποιητής το είπε: δεύτερη ζωή δεν έχει.

Καθώς περνούν τα χρόνια, ενισχύεται η πεποίθησή μου ότι η πραγματική ευτυχία κρύβεται πίσω από τη φράση: τρέχω και δεν φτάνω. Ας την κάνω κουπλέ, λοιπόν, μιας και έχω ρεφρέν δοκιμασμένο και «κλεψιμαίικο». Ρεφρέν των τελευταίων χρόνων μου, των χρόνων της τρεχάλας, που μου δίνει δύναμη και κίνητρο για το επόμενο χιλιόμετρο, η ατάκα του φίλου Στέλιου που τρέχει και «τρέχει»: πάμε γερά – πάμε δυνατά!

 

Διαβάστε ακόμα: «Το τρέξιμο για μένα είναι αφετηρία, ταξίδι και προορισμός»

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top