«Θεωρώ ότι τα social media είναι ένα βήμα για να αποκτήσουν δημόσιο λόγο εκείνοι που δεν έχουν. Άρα ένας δημοσιογράφος, που γράφει ή μιλά στην τηλεόραση, γιατί πρέπει να γράφει στο facebook και στο twitter;». (Εικονογράφηση: Vladimir Radibratovic)

Τελείωσε τη Νομική και όταν έμπαινε σε δικαστήρια είχε τόσο έντονη σωματική αντίδραση, που σύντομα εγκατέλειψε τον χώρο παρότι όλη του η οικογένεια ήταν νομικοί. Βρέθηκε στον Ριζοσπάστη, λόγω ανάμιξης με το ΚΚΕ και παρέμεινε για πάντα δημοσιογράφος. Ευτυχώς για εμάς. Οι έρευνες και τα ντοκιμαντέρ του είναι αληθινά διαμάντια της μικρής οθόνης.

Ο Παύλος Τσίμας δεν υπερβάλει στη δουλειά του, δεν δημιουργεί εντάσεις, δεν αυτοπροβάλλεται. Κάπως έτσι, με έναν γαλήνιο τόνο στον λόγο, σου μιλά και από κοντά. Η ηρεμία του, ωστόσο, δεν δηλώνει συγκατάβαση για τίποτα, κανέναν συμβιβασμό ούτε τάση εξισορρόπησης των πραγμάτων. Η αντικειμενικότητα και η συνέπεια με την οποία, άλλωστε, κάνει τηλεόραση τόσα χρόνια απαιτούν και απόλυτες απόψεις και συγκεκριμένη στάση ζωής και φυσικά πάθος.

Αυτή η φυσική περιέργεια του Παύλου Τσίμα έγινε το πρώτο του ντοκιμαντέρ τον Οκτώβριο του 1998 στη Λατινική Αμερική – μια εκπομπή για την επέτειο της δολοφονίας του Τσε Γκεβάρα. «Πήγα ταξίδι στο χωριό όπου σκοτώθηκε, μίλησα με ανθρώπους που τον γνώριζαν, συνάντησα τον κολομβιανό δημοσιογράφο, που όταν δολοφονήθηκε ο Τσε, θα δημοσίευσε τη φωτογραφία αλλά επειδή υπήρχαν αμφιβολίες πήρε το κομμένο του δάχτυλο και το πήγε στον Φιντέλ Κάστρο για να διαπιστώσει ο ίδιος ότι ήταν όντως νεκρός, βρήκα τον λοχαγό που ήταν παρών στην εκτέλεση και τη γυναίκα που έπλυνε τον νεκρό… Πόσο ατζαμής, όμως, ήμουν τότε! Κοιτάζω τώρα το βίντεο και βλέπω αποσπάσματα και όχι μια ιστορία. Είχα στα χέρια μου τέτοιο υλικό και δεν ήξερα πώς να το χρησιμοποιήσω».

Τα χρόνια πέρασαν όμως και ο Παύλος έμαθε καλά πώς να μας ταξιδεύει με ωραίες και ενδιαφέρουσες, άλλοτε σκληρές ιστορίες –ακόμη και πολέμου- άλλοτε ευχάριστες ή δυσάρεστες, σίγουρα πάντως ρεαλιστικές που σου αποκαλύπτουν ένα σύμπαν που δεν ήξερες, για να μάθεις ακόμη περισσότερα για όλα όσα ορίζουν τον δικό σου κόσμο, τη δική σου, παγκόσμια κοινωνία.

– Τα Βαλκάνια απέκτησαν τηλεόραση το 1960 και η Ελλάδα το 1968. Γιατί αργήσαμε τόσο πολύ;
Η βασική μου εξήγηση είναι ότι, ο τρόπος που λειτουργούσε η πολιτική στην Ελλάδα εκείνα τα χρόνια, και στην πραγματικότητα δεν έχει αλλάξει και πάρα πολύ μέχρι σήμερα, μυθοποίησε την τηλεόραση με συνέπεια η εκάστοτε κυβέρνηση να θέλει να την ελέγχει, πιστεύοντας ότι έτσι θα ήλεγχε τα μυαλά των ανθρώπων. Το ίδιο πίστευαν και οι εκτός εξουσίας. Κάθε φορά, λοιπόν, που ξεκινούσε μια κυβέρνηση να κάνει κάτι, όλοι οι υπόλοιποι συνασπίζονταν για να την εμποδίσουν. Το θέμα πήρε μια εξαιρετικά πρωτότυπη τροπή. Ο Καραμανλής το 1960 ήταν πια πολύ κοντά στο να την εγκαινιάσει – είχε κάνει το πρώτο πειραματικό πρόγραμμα στη Θεσσαλονίκη στη διάρκεια της Διεθνούς Έκθεσης, πραξικοπηματικά, χωρίς να το πει σε κανέναν. Ξαφνικά λοιπόν ανοίγει η Εκθεση και λένε «Έχουμε και τηλεόραση»! Η Δ.Ε.Η. μάλιστα είχε περίπτερο με τηλεόραση! Εχω βρει φιλμάκια από τότε με την πρώτη συνέντευξη της Αλίκης Βουγιουκλάκη, αλλά και τη συνέντευξη του ίδιου του Καραμανλή. Το σχέδιο ήταν να εκπέμπει πανελλαδικά μόλις θα τελείωνε η Διεθνής Έκθεση. Τότε, οι πάντες συνασπίστηκαν εναντίον του για να το ματαιώσουν και πάλι. Μάλιστα, η «Ελευθερία», μια σοβαρή εφημερίδα της αντιπολίτευσης, είχε βγει με κύριο ολοσέλιδο άρθρο που ανέφερε ότι δεν πρέπει να έχουμε τηλεόραση στην Ελλάδα γιατί είναι άχρηστη. Κατέληγε δε, στο ότι αν πίστευαν κάποιοι πως αυτή η εντελώς περιττή πολυτέλεια ήταν αναγκαία, θα έπρεπε να δοθεί στον ιδιωτικό τομέα. Τότε, όλη η Ευρώπη είχε δημόσια τηλεόραση – ιδιωτική υπήρχε μόνο στην Αμερική. Μετά από δύο χρόνια μάλιστα, ο εκδότης Κόκκας επανέρχεται με πρόταση να δημιουργήσουν τηλεόραση στην Ελλάδα οι εκδότες των εφημερίδων.

«Η τηλεόραση έχει τεράστια επιρροή. Δημιουργεί την ατζέντα και γράφει στην ημερήσια διάταξη της ζωής μας τα θέματα που συζητάμε».

– Γιατί πιστεύετε ότι το ήθελαν αυτό;
Πρώτον, γιατί οι εκδότες των εφημερίδων φοβόντουσαν την τηλεόραση ως ανταγωνιστή τους και δεύτερον, ώστε να μην μπορεί να την ελέγχει κάποια κυβέρνηση. Τη δεκαετία του 1960, δηλαδή στο τέλος του Καραμανλή, όταν ανεβαίνει η Ενωση Κέντρου και μέχρι το 1967, η μεγάλη συζήτηση είναι αυτή: θα έχουμε τηλεόραση, επιτέλους, και αν ναι, θα είναι δημόσια ή ιδιωτική; Η τελευταία σύσκεψη για το θέμα γίνεται στις 20 Απριλίου του 1967 στο Υπουργείο Συντονισμού και στις 21 κατέβηκαν τα τανκς στην Αθήνα. Αν πάτε στη βιβλιοθήκη και βρείτε μια εφημερίδα τις 21ης Απριλίου, που τυπώθηκε αλλά δεν κυκλοφόρησε διότι τις μάζεψαν οι στρατιωτικοί, θα δείτε τα μονόστηλα που αναφέρουν ότι «επιτέλους, χθες, το θέμα λύθηκε οριστικά και αποφασίσθηκε η τηλεόραση να ανατεθεί στο Ε.Ι.Ρ. (Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας), να είναι κρατική δηλαδή. Ετσι, «κρατική», τη χρησιμοποίησε η Χούντα.

– Είναι τόσο μεγάλο τέρας η τηλεόραση τελικά; Ασκεί τόσο μεγάλη επιρροή;
Φυσικά και έχει τεράστια επιρροή. Δημιουργεί την ατζέντα και γράφει στην ημερήσια διάταξη της ζωής μας τα θέματα που συζητάμε. Όμως η πεποίθηση πως η τηλεόραση είναι ένα μέσο που επηρεάζει τα πάντα, στηρίζεται στην υπόθεση ότι υπάρχει ένα πλάσμα της φύσης που αποκαλούμε «παθητικό τηλεθεατή», ένας άνθρωπος δηλαδή που κάθεται μπροστά στην τηλεόραση του και χάφτει ό,τι ακούει. Με τη διαφορά ότι αυτό το πλάσμα δεν υπάρχει.

– Με ποια έννοια το λέτε αυτό; Μπορεί ο κάθε τηλεθεατής να διυλίζει ό,τι βλέπει και ακούει;
Αυτό που ακούει, το επεξεργάζεται με βάση την εμπειρία του, τις συζητήσεις που κάνει με την οικογένειά του, τους φίλους του και τους συνεργάτες του την επόμενη ημέρα. Τα φίλτρα μέσα από τα οποία περνάει το τηλεοπτικό μήνυμα δηλαδή, είναι ενεργά φίλτρα και όχι παθητικά. Το εντυπωσιακό σε όλο αυτό είναι ότι, ανέκαθεν, από τη δεκαετία του 1960 και μετά, η κριτική σχετικά με τη μεγάλη δύναμή της, έρχεται από τα αριστερά, από εκεί δηλαδή που ο άνθρωπος θα έπρεπε να μην υποβιβάζεται. Και όμως…

– Ενας τηλεθεατής, ωστόσο, δεν μπορεί να θεωρηθεί πιο «απαίδευτος κριτής» από κάποιον άλλον, με την έννοια ότι μπορεί να μην κατέχει τα ίδια εργαλεία επεξεργασίας;
Προφανώς. Αν όμως κάποιος έλεγε στην τηλεόραση το 1950 ότι βρέθηκε ζωή στον Άρη, οι άνθρωποι, στην τεράστια πλειοψηφία τους θα το πίστευαν, διότι δεν θα είχαν τα κατάλληλα γνωστικά εργαλεία. Βεβαίως, οι εφημερίδες της επόμενης ημέρας θα του έδειχναν την αλήθεια. Θέλω να πω πως όλα τα μηνύματα διυλίζονται μέσα από δημόσια συζήτηση, εκτός αν ζεις σε μια χώρα όπου δεν γίνεται δημόσια συζήτηση. Από την άλλη μεριά, όταν πια τα πράγματα αφορούν άμεσα τη ζωή κάποιου, όπως η ψήφος, δεν υπάρχει άνθρωπος που να βλέπει τηλεόραση με ανοιχτό το στόμα, συμφωνώντας με ό,τι ακούει. Πόσο μάλλον στην εποχή των social media… Ποτέ δεν υπήρχε ασφυκτικότερος έλεγχος και πιο προπαγανδιστική χρήση της τηλεόρασης από την περίοδο της δικτατορίας. Πώς εξηγείται λοιπόν η κατάληψη του Πολυτεχνείου και της Νομικής και η πτώση της χούντας; Η σχετική δύναμη της τηλεόρασης αποδεικνύεται και από ένα, ακόμη πιο χαρακτηριστικό, παλαιότερο, παράδειγμα, αυτό του δημοψηφίσματος στη Γαλλία, όπου δεν υπήρχε κανάλι που να μην υποστήριζε το «Ναι» και τα αποτελέσματα έφεραν 52% «Όχι». Και τότε δεν υπήρχαν καν social media!


Διαβάστε ακόμα: Χρήστος Χωμενίδης – «Aπό τη μια επαίτες και από την άλλη δήθεν επαναστάτες δε γίνεται»


– Μήπως ο κόσμος λειτουργεί και αντιδραστικά;
Εάν το μήνυμα, για κάποιο λόγο, είναι σε κόντρα με το συμπέρασμα που εγώ έχω βγάλει από την εμπειρία μου, τότε, όσο πιο έντονο είναι το μήνυμα τόσο πιο έντονα το απορρίπτω! Την ώρα που οι σημερινές κυβερνήσεις υποστηρίζουν ότι βγαίνουμε από το τούνελ και εκείνος που το ακούει δεν έχει να πληρώσει τους λογαριασμούς του στο τέλος του μήνα, τότε το μήνυμα αυτό προκαλεί πολλαπλάσια οργή.

– Κάνετε τηλεόραση πάρα πολλά χρόνια, από το 1993, και ραδιόφωνο από το 1987. Τι σχέση έχετε εσείς με το μέσο;
Την τηλεόραση τη σνόμπαρα. Το καλοκαίρι του 1989, όταν επρόκειτο να ξεκινήσει το Μega με εκείνες τις προσωρινές άδειες, με είχαν φωνάξει να εργαστώ μαζί με την πρώτη ομάδα που θα το έστηνε. Αρνήθηκα, χωρίς καν δεύτερη σκέψη. Ο Μπόμπολας, για πολλά χρόνια αργότερα, μου έλεγε ότι αυτό δεν του είχε ξανατύχει, την ώρα που όλοι παρακαλούσαν να δουλέψουν στην τηλεόραση. Και στον ΑΝΤ1 αρνήθηκα λίγο μετά.

– Κατάλοιπο της αριστερής σας παιδείας;
Όχι, απλώς έκανα άλλα πράγματα. Όμως, ποτέ μη λες ποτέ. Όταν δούλευα στο ραδιόφωνο του ΣΚΑΙ, το 1991 μου λέει ο Γιάννης Αλαφούζος ότι σκοπεύει να ανοίξει τηλεοπτικό κανάλι και ότι θα έπρεπε όλοι να βοηθήσουμε από λίγο σε αυτό. Επειδή είχα τη βεβαιότητα ότι κανείς δεν θα έβλεπε ένα ερασιτεχνικό εγχείρημα, συμφώνησα. Ετσι, πρώτη φορά εμφανίστηκα στη βραδινή εκπομπή «Μετρό», που ξεκίνησε λίγο πριν από τις εκλογές τον Σεπτέμβριο του 1993, μια εκπομπή λόγου και συζήτησης. Τα νούμερα τηλεθέασης ήταν γύρω στη μονάδα, μέχρι που μια μέρα μου είπαν ότι ο Στέλιος Καζαντζίδης ήθελε να δώσει μια τηλεοπτική συνέντευξη, για πρώτη φορά μετά από 20 χρόνια, σε… μένα! Δεν ξέρω ποιος του έβαλε την ιδέα για μένα, ενώ θα μπορούσε να έχει πάει παντού. Πάντως η εκπομπή έκανε 30 κι εγώ κατάλαβα ότι ο Καζαντζίδης ήταν «κίνημα» στην Ελλάδα.

«Την τηλεόραση τη σνόμπαρα. Το καλοκαίρι του 1989, όταν επρόκειτο να ξεκινήσει το Μega, με είχαν φωνάξει να εργαστώ εκεί. Αρνήθηκα».

– Τι σας συγκινεί στην τηλεόραση; Το γεγονός ότι κάνετε εικόνα μια ιστορία;
Το γεγονός ότι μια ιστορία που σε ενδιαφέρει και θεωρείς σημαντικό να την πεις, σου δίνεται, ξαφνικά, η δυνατότητα να την πεις σε μερικές εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους. Η συνθήκη για μένα είναι πάντα να με ενδιαφέρει η ιστορία και όχι το αν θα κάνει υψηλά νούμερα τηλεθέασης.

– Δεν προσεγγίζονται όμως αυτές οι δύο συνθήκες μετά από τόσα χρόνια εμπειρίας;
Μπορεί να ξέρω πια αν μία εκπομπή θα έχει τηλεθέαση, όμως ο πυρήνας της δικής μου επιλογής θέματος δεν αλλάζει. Πρέπει να με ενδιαφέρει, να έχω ακόμα κάτι να μάθω για να μπορώ να το ψάξω – γι’ αυτό δεν μου αρέσει να κάνω συνέχεια τα ίδια. Με έναν τρόπο, παραμένω σνομπ… Μπορεί να επιλέξω θέμα με πλήρη συνείδηση ότι θα είναι παταγώδης αποτυχία από άποψη τηλεθέασης.

– Πείτε μου ένα τέτοιο παράδειγμα.
Τα περισσότερα θέματα που επιλέγω δεν είναι «πιασάρικα». Εντάξει, μπορεί να έκανα πρόσφατα την ιστορία για τα 30 χρόνια από το Εurobasket, γνωρίζοντας ότι θα είναι επιτυχία, όμως ταυτόχρονα μου άρεσε πολύ σαν θέμα.

 

Στην επόμενη σελίδα: «Δεν βλέπω τίποτα συναρπαστικό στη σημερινή πολιτική σκηνή».

1 2

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top