Για να ασκήσεις την ειρωνεία, πρέπει να διαθέτεις εύθυμο πνεύμα, δηκτική διάθεση. Σαν τον μετρ του είδους John Cleese (Ronnie Weil).

Παράξενο πράγμα. Η μοντερνικότητα μοιάζει να στερείται παντελώς χιούμορ. Σε σημείο άσπλαχνο και βάναυσο. Αντί ενός λεπταίσθητου δεύτερου επιπέδου ανάγνωσης, απολαυστικά καυστικού, προτιμάει τις χοντράδες μεγατόνων και τα φτηνά καλαμπούρια.

Είμαστε μια χώρα που δεν ανέχεται –και δεν αντέχει- την ειρωνεία. Αλλά φαίνεται πως τώρα πια δεν είμαστε οι μόνοι. Πηγαίνοντάς το διά της τεθλασμένης, μού ‘χε κάνει τεράστια εντύπωση (γι’ αυτό και μού ‘μεινε) η δήλωση του προέδρου Μακρόν το βράδυ της εκλογής του, υπό τα φώτα του Λούβρου: «Δεν θα υποκύψουμε επουδενί στο ψέμα, αλλά δεν θα υποκύψουμε επουδενί και στην ειρωνεία»*.

Παντού, στον παραμικρή αστεϊσμό που πονάει λιγουλάκι, στα Δίκτυα θα πέσουν να σε φάνε, μαινόμενοι θα σε σύρουν σε λαϊκά δικαστήρια.

Τ’ ακούς κι αναπηδάς στον καναπέ σου. Μπορεί οι καιροί να είναι χαλεποί: τρελή ανεργία, πρόσφυγες, μετανάστες, τρομοκρατία, πανδημία, ύφεση… Αλλά πώς μπορεί και ξεστομίζει κάτι τέτοιο ένας απόγονος του Ραμπελαί, του Αλφόνς Αλέ και του Βολταίρου; Παντού, στον παραμικρό αστεϊσμό που πονάει λιγουλάκι, στα Δίκτυα θα πέσουν να σε φάνε, μαινόμενοι θα σε σύρουν σε λαϊκά δικαστήρια.

Αυτό που θέλουμε είναι φετφάδες στρογγυλούς και τελεσίδικους. Κουβέντες καθαρές και ξάστερες, όπως εκείνες των fake news. Αυτό που χρειαζόμαστε είναι παρηγορητικές απαντήσεις, πολιτική μυθοπλασία, όχι τις ψιλοβελονιές των εξυπνάκηδων. Όπως υπογράμμιζε ο Χέγκελ, η ειρωνεία ανθίζει σε εποχές υψηλής κουλτούρας που τρέφονται από τη διαρκή αμφιβολία και δεν βασίζονται στην «πίστη».

Τι, όμως, είναι αυτή η ειρωνεία που προκαλεί τόσο φόβο και ανασφάλεια; Για να την ασκήσεις, πρέπει να διαθέτεις εύθυμο πνεύμα, δηκτική διάθεση, την αίσθηση μιας καταλυτικής μετα-ανάγνωσης, μια μορφή καλόκαρδης αποστασιοποίησης, ώστε να κρίνεις δίχως να είσαι ούτε απόλυτος ούτε σταρχιδιστής.

Εκείνος που την ασπάζεται είναι ένας τρυφερός επαναστάτης, ο οποίος χρησιμοποιεί τη λεκτική του δεινότητα για να εκφράσει την ασυμφωνία του και να μπήξει τα βέλη του σε αφελείς, ανελεύθερους, οσφυοκάμπτες και λοιπούς του είδους. Στην doxa ambiante, αντιπαραθέτει το παράδοξο και τον εμπαικτικό ευφημισμό.

Ο είρωνας μπορεί να εκνευρίζει, ιδίως εκείνους που σπάνε κάθε φορά το κεφάλι τους να καταλάβουν τι θέλει να πει ο ποιητής.

Το ρόλο της ειρωνείας, την καθαρκτική κοινωνική της λειτουργία, την υποτιμάμε και την κακομεταχειριζόμαστε. Είναι μια βελόνα κατά της αναισθησίας, της αποβλάκωσης, ξυπνάει, τσιμπάει, ζωογονεί.

Το να γράψεις στη σελίδα σου, Ιούνιο μήνα, «Άρχισαν τα πρωτοβρόχια», περνάει, είναι ανώδυνο. Αλλά όταν ο Ζάχος Χατζηφωτίου ρωτάει τον Ευτύχιο Βορίδη, ο οποίος μόλις έχει επιστρέψει από την Κύπρο όπου διαπίστωσε το θάνατο του Μακάριου, «Πώς ήταν η όψη του Αρχιεπισκόπου;» και κείνος να απαντά μονολεκτικά «Κίτρινη» είναι κάτι τελείως άλλης τάξης.

Σύμφωνοι, ο είρωνας μπορεί να εκνευρίζει, ιδίως εκείνους που σπάνε κάθε φορά το κεφάλι τους να καταλάβουν τι θέλει να πει ο ποιητής. Κι όμως, δεν πρέπει κάποιος να θυμώνει μ’ έναν τέτοιον αρτίστα της εξευγενισμένης αντίφασης. Κανονικά, εκείνος πρέπει να χαίρει της εκτίμησης, σε αντίθεση μ’ όλους αυτούς τους κυνικούς που καγχάζουν στα κρυφά πίσω από την πολιτική ορθότητά τους και τους εριστικούς βλάκες που εξαργυρώνουν τις βεβαιότητές τους.

Δεν πρέπει, ωστόσο, να συγχέουμε το χιούμορ με την ειρωνεία. Κωμικά και τα δύο, αλλά διαφορετικού προσανατολισμού. Η ειρωνεία γελάει με τους άλλους. Γι’ αυτό κι είναι ένα όπλο, ενίοτε πανίσχυρο. Θυμηθείτε το Charlie Hebdo. To χιούμορ γελάει με τα πάντα, ακόμα και με τον εαυτό του. Γι’ αυτό αφοπλίζει και παρηγορεί. Δείτε τον Γούντι Άλλεν.

Στο χιούμορ συμπεριλαμβάνεσαι, στην ειρωνεία κριτικάρεις.

Βέβαια, η διαφορά ανάμεσα στα δύο είδη είναι συχνά δυσδιάκριτη, θολή, συγκεχυμένη. Στο χιούμορ συμπεριλαμβάνεσαι, στην ειρωνεία κριτικάρεις. Όμως, ζούμε σε μια δημοκρατία. Αυτό προϋποθέτει την ασυμφωνία, τη διαμάχη, τη σύγκρουση ιδεών. Πώς θα μπορούσε η ειρωνεία να λείπει;

Κανένας άνθρωπος της εξουσίας δεν ανέχεται να τον κοροϊδεύουν. Η εξουσία απειλεί και πρέπει να ελέγχεται. Κι εδώ έγκειται το μεγαλείο της ειρωνείας, η αναγκαιότητά της, η χρησιμότητά της σε μια δημοκρατία, αμφισβητώντας τα στερεότυπα και υπονομεύοντας τους δογματισμούς. Από μια άποψη και σύμφωνα με τον Σασά Γκιτρύ, «Φοβάμαι την ειρωνεία σημαίνει τρέμω τη λογική».

Θέλει, όμως, προσοχή. Αυτό το λεκτικό παιχνίδι, ο τρόπος να λες το αντίθετο απ΄αυτό που σκέπτεσαι μιμούμενος τη σύνταξη του κυρίαρχου λόγου, δεν θέλει κακία, μίσος ή θυμό. Οφείλει να προκαλεί αυθόρμητα το θεραπευτικό μειδίαμα. Γιατί, όπως έλεγε ο Βολταίρος, «Το γέλιο είναι ένα είδος ηρωισμού που διατηρεί τη νηφαλιότητα του πνεύματος εν μέσω μαινόμενων παθών».

* Για να μην είμαι άδικος. Ο Μακρόν, στην πραγματικότητα, δεν εκστόμισε ασκήμια. Αντίθετα, συμφωνούμε διαφωνούμε, η φράση δείχνει το βάθος της κουλτούρας του. Υιοθετεί εδώ το περιεχόμενο που αποδίδει στη λέξη ο Χέγκελ (αρνητικός), σε αντιδιαστολή με τον Γιανκέλεβιτς και ιδίως με τον Κίρκεγκαρντ.

 

Διαβάστε ακόμα: Αναμνήσεις από ένα παγωτό χωνάκι.

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top