Πάσχα του 2004. Ηλιόλουστη μέρα, ανοιξιάτικη. Από παιδί λάτρευα τις μέρες τις Λαμπρής που ντύνονται με τα μεθυστικά αρώματα από μοβ πασχαλιές και γεμίζουν ανοιξιάτικες βόλτες γεμάτες αναμνήσεις. Παραδοσιακά με τον πατέρα μου και τον αδερφό μου Μεγάλη Βδομάδα και Χριστούγεννα κατεβαίνουμε στο κέντρο της πόλης, επισκεπτόμαστε βιβλιοπωλεία, αγοράζουμε αγαπημένα βιβλία και πίνουμε το τσιπουράκι μας σε κάποιο κουτούκι, πριν γυρίσουμε στην ασφάλεια του σπιτιού μας και γεμίσουμε τα κενά στα ράφια της βιβλιοθήκης μας.
Γενικά, είμαι πολύ τυχερός που έχω έναν πατέρα, που από μικρός μου πετούσε βιβλία μέσα στην κούνια. Δεν είχε σημασία ότι πολλά τα κακοποιούσα. Σημασία είχε ότι έτσι γνώρισα τον πρώτο μου μεγάλο έρωτα: τις λέξεις. Ακόμα δεν μπορώ να ξεχάσω την πρώτη μου επαφή με την ελληνική μυθολογία, τη γνωριμία με τα κλασικά εικονογραφημένα και το πρώτο γούρλωμα των ματιών, όταν διάβασα την «Αιολική Γη» του Ηλία Βενέζη.
Με τον Καζαντζάκη μαθαίνω ότι το «Να γυρίζεις τη γης, να βλέπεις – να βλέπεις- και να μην χορταίνεις- καινούργια χώματα και θάλασσες κι ανθρώπους και ιδέες, και να τα βλέπεις όλα για πρώτη φορά, να τα βλέπεις όλα σα για τελευταία φορά, με μακρόσερτη ματιά, κι έπειτα να σφλανάς τα βλέφαρα και να νιώθεις τα πλούτη να κατασταλάζουν μέσα σου ήσυχα, τρικυμιστά, όπως θέλουν, ωσότου να τα περάσει από την ψιλή κρισάρα του ο καιρός, να κατασταλάξει το ξαθέρι απ’ όλες τις χαρές και τις πίκρες σου – τούτη η αλχημεία της καρδιάς, είναι, θαρρώ μια μεγάλη, αντάξια του ανθρώπου ηδονή». Ακόμα θυμάμαι το ξεφτισμένο μπορντό εξώφυλλο του «Ταξιδεύοντας», ένα έργο λιγότερο γνωστό του μεγάλου μας συγγραφέα. Είμαι ευγνώμων στον πατέρα μου για το δώρο της φιλαναγνωσίας. Γι΄ αυτό και για πολλά άλλα ακόμα όμως.
Κλείνω την παρένθεση κι επανέρχομαι στο Πάσχα του 2004. Στα χέρια μου κρατάω κάμποσα βιβλία, όπως πάντα, αλλά για κάποιο λόγο ο πατέρας μου με βλέπει και γελάει:
«Ανταλλάσσω αυτά τα βιβλία σου με ένα που θα σου προτείνω», μου λέει χαμογελώντας.
«Δεν είναι και πολύ δίκαιο αυτό που λες. Γιατί να αφήσω τόσα βιβλία για να πάρω ένα;» αποκρίθηκα.
«Γιατί πολύ απλά θα σου δώσω ένα βιβλίο το οποίο με σημάδεψε όταν ήμουν στην ηλικία σου και πιστεύω ότι το ίδιο θα κάνει και σε σένα».
Ομολογώ ότι δέχτηκα την πρόκληση του πατέρα μου, πήρα το βιβλίο στα χέρια μου και διάβασα φωναχτά τον τίτλο: «Το Κάστρο». Συγγραφέας: Archibald Joseph Cronin. Ένα όνομα που μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν μου έλεγε τίποτα, αλλά μετά θα σήμαινε πολλά.
Οι πρώτες σελίδες του Κάστρου με βρήκαν δύσπιστο και διστακτικό. Όσο όμως προχωρούσα, συνειδητοποιούσα ότι έπεφτα σε μια «μαύρη τρύπα» που με ρουφούσε μέσα της όλο και πιο πολύ. Ακόμα, θυμάμαι την μέρα που διάβασα την τελευταία σελίδα του «Κάστρου». Ήμουν στο τραίνο για Κομοτηνή και ήταν η στιγμή που περάσαμε ένα τούνελ πριν την Ξάνθη. Βράδυ, μιλώντας με ένα ποτήρι ουίσκι σε πλαστικό ποτήρι κι έχοντας παρέα την κ. Ρένα, την υπάλληλο του κυλικείου. Την ώρα που έβγαινε το τραίνο από το τούνελ, άκουγα τον μονότονο, αλλά μεταλλικό ήχο από τις ρόδες των βαγονιών που κατάπιναν λαίμαργα τις ράγες. Έξω η βροχή χτυπούσε στα τζάμια ψιλοτεμπέλικα και τότε η μοίρα αποφάσισε ότι έφτασε η ώρα να κλείσω το βιβλίο. Τότε αναμετρήθηκα ψυχολογικά με τον Cronin και ηττήθηκα κατά κράτος. Ήταν η πρώτη φορά που έκλαψα με βιβλίο και κανείς δεν ξεχνάει την πρώτη του φορά.
Ένα βράδυ καραντινάτο πήρα μπροστά μου κάποια από τα βιβλία του και χάιδευα τους σελιδοδείκτες που είχα βάλει στα σημεία που μου είχαν κάνει περισσότερη εντύπωση. Την ηρεμία της νύχτας συμπλήρωνε η «Βαρκαρόλα» του Ξαρχάκου, που γράφτηκε το 1962 για την ταινία «Ταξίδι» με την Αλίκη Βουγιουκλάκη και το Νίκο Κούρκουλο, σε μια όχι πολύ γνωστή, για το νέο κοινό, συνεργασία. Και με τεράστιο σεβασμό στους πανέμορφους στίχους του Β. Γκούφα και σε όσους το έχουν ερμηνεύσει, μου αρέσει να το ακούω στην ορχηστρική του εκτέλεση, γιατί μου φέρνει πάντα μια αίσθηση νοσταλγίας στο νου μου.
Σαν μια γλυκιά πεθυμιά για όσα είχαμε και αποζητούμε πλέον να ξανάρθουν. Μια αίσθηση απώλειας ενός κόσμου που γνωρίζαμε και η έλευση ενός νέου, με τον οποίον δεν είμαστε εξοικειωμένοι. Και κάπου μέσα μας φωλιασμένη η ελπίδα. Κρυφή, βουβή, μα στέκει και υπάρχει. Εκείνο το βράδυ λοιπόν διάλεξα να γράψω αυτά και δεν ήξερα αν στο τέλος θα κατάφερνα να βάλω χαλινάρια στα συναισθήματά μου. Ωστόσο, αυτή η ελπίδα μέσα μου με ώθησε να το τολμήσω.
Ο Archibald Joseph Cronin γεννήθηκε το 1896 στη Σκωτία και πέθανε το 1981 στην Ελβετία. Σπούδασε ιατρική, την οποία αναγκάστηκε να παρατήσει αρκετά νωρίς για λόγους υγείας. Έκτοτε αφοσιώθηκε στο γράψιμο, με αποτέλεσμα η ιατρική να χάσει έναν, κατά πάσα πιθανότητα καλό γιατρό, αλλά η λογοτεχνία να προσθέσει ένα ακόμα πολύτιμο γαλόνι στην μπαρουτοκαπνισμένη στολή της. Από τα πολλά βιβλία που έχει γράψει ξεχωρίζω «Τα Άγουρα Χρόνια», «Τα Ώριμα Χρόνια», «Τ’ Αστέρια κοιτάζουν τη Γη», «Αγρύπνια μέσα στη Νύχτα», «Οι Τρεις Αγάπες», «Τα Κλειδιά της Βασιλείας» και φυσικά… «Το Κάστρο».
Αυτό που με στεναχωρούσε πάντα όμως είναι ότι ο Cronin δεν ανήκει σε αυτούς που λέμε πασίγνωστους συγγραφείς. Δεν έχει εκτιμηθεί από το ευρύ κοινό όπως ο Τολστόι, ο Κάφκα, ο Ντίκενς… ο Στάινμπεκ. Ακόμα και αυτό όμως είναι γοητευτικό, καθώς από παιδί λάτρευα τους αδικημένους ήρωες πίσω από τις κουρτίνες, αυτούς που μοχθούσαν κι έμεναν πάντα στη σκιά των άλλων, αναρωτώμενοι γιατί οι αράδες της ιστορίας και της τέχνης τους κοιτούν πάντα με λοξό μάτι την κρίσιμη στιγμή. Σαν παιδί «ήμουνα πάντα με τον Έκτορα».
Ο λόγος του Cronin χαρακτηρίζεται από την έντονη γλαφυρότητα, το ρομαντικό χαρακτήρα, την άσκηση κοινωνικής κριτικής, την αρχή της αξιοκρατίας και την απαράμιλλη πίστη στον άνθρωπο που πάντα βρίσκει το σθένος να παλεύει ακόμα και όταν όλα δείχνουν χαμένα. Μέσα από μια γνήσια βρετανική καταχνιά ξεπηδάει ατόφια η ελπίδα. Αυτή η ελπίδα μας θυμίζει ότι μπορεί πάντα να υπάρχει ομίχλη, αλλά αυτή δεν διαρκεί για πάντα, καθώς αργά ή γρήγορα θα της επιβληθούν οι πρωινές ακτίνες του ήλιου. Αυτή η ελπίδα είναι πιο επίκαιρη από ποτέ. Αυτή την ελπίδα περιμένουμε όλοι μας να έρθει ως ήλιος και να διώξει αυτή την ομίχλη που έχει πέσει πάνω μας σαν το χιτώνα του Νέσσου.
Γι’ αυτό το λόγο αυτές τις μέρες σκέφτομαι όλο και περισσότερο τον γιατρό και συγγραφέα Cronin που γράφει για αυτή τη θαρραλέα, αλλά μοναχική μάχη του ανθρώπου, που ωστόσο αποδεικνύει ότι έχουμε ακόμα μπόλικο κουράγιο στο δισάκι μας. Και ας δίνουμε πλέον την υπέρτατη μάχη: τη μάχη για τη ζωή.
Θα βγούμε νικητές σε αυτή τη μάχη που δίνουμε τώρα. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία. Ο άνθρωπος μπορεί να είναι βάρος στη γη, αλλά παραμένει τετραπέρατος μέσα στον εγωισμό του. Το νόημα όμως κρύβεται στην επόμενη μέρα και σε όσα θα έχουμε διδαχτεί από αυτή την τραγική εμπειρία. Θα πρέπει να μην ξεχάσουμε τι περάσαμε και πάνω απ’ όλα να παραμείνουμε άνθρωποι. Δεν λέω να ξαναγίνουμε, γιατί δεν ταιριάζει καλά στη γλώσσα μου. Να θυμηθούμε ποια είναι τα σημαντικά και ποια τα ασήμαντα και να δώσουμε ξανά τις σωστές προτεραιότητες.
Θα ξαναέρθει μια μέρα που τα παντζούρια θα ανοίξουν για να καλωσορίσουν τον ήλιο χωρίς βλαστήμιες και αγωνίες, αλλά με χαμόγελα και ανακούφιση. Θα έχουμε υποστεί απώλειες, κάποιοι θα έχουμε χάσει αγαπημένα πρόσωπα, οι περισσότεροι θα έχουμε πληγές στο σώμα και την ψυχή μας. Ωστόσο θα είμαστε νικητές. Απέναντι στο θάνατο. Αλλά και απέναντι στη ματαιοδοξία μας, όπως ο γιατρός Μάνσον στο Κάστρο.
Τότε θα βγούμε έξω όλοι μαζί. Θα τρέξουμε, θα γελάσουμε, θα χορέψουμε. Θα ανταμώσουμε γύρω από ένα μεγάλο τραπέζι με πολύ κρασί, τραγούδι και χορό. Ειδικά για το τελευταίο το έχω καημό προσωπικό και καλεσμένοι μου είστε όλοι. Θα χωρέσουμε.
Εκείνη τη μέρα οι άνθρωποι θα ξυπνήσουν νωρίς το πρωί και θα ξαναπάνε στις δουλειές τους. Οι κοπέλες θα βάλουν τα μαντίλια στα μαλλιά τους, και θα πάνε για ψώνια, τα αγόρια θα τις πειράξουν σεμνά ή άσεμνα στο δρόμο, ενώ τα σχολεία και οι δρόμοι θα γεμίσουν ξανά με παιδικές φωνές που θα ξορκίζουν το κακό.
Στο τέλος τέλος, ίσως είναι και μια ρημάδα ευκαιρία για όλους μας. Σαν εκείνη την επίμονη και θρασύτατη ακτίδα του ήλιου που λέγαμε παραπάνω και η οποία δεν μασάει από παραθυρόφυλλα και παντζούρια.
“Κάθε ηθική που είναι ενάντια στην ελευθερία είναι κακή ηθική”.
Να μην ξεχάσουμε τις ζυγαριές. Αυτές στις οποίες βάζαμε ανθρώπους και ζυγίζαμε τις ζωές τους ανάλογα με την ηλικία. Να τις πετάξουμε μια για πάντα. Οι παππούδες και οι γιαγιάδες μας. Οι μανάδες και οι πατεράδες μας. Δεν θα είναι πια κωλόγεροι. Θα είναι ξανά το αποκούμπι μας. Αυτοί που μας βοήθησαν να κάνουμε τα πρώτα μας βήματα κι εμείς νομίζαμε ότι πετάμε. Αυτοί που το όνομά τους ήταν ευλογία στα παιδικά μας χείλια και στα παραμύθια τους οι δράκοι φοβόντουσαν να ζυγώσουν. Δεν έχουμε το μονοπώλιο του χρόνου, του έρωτα, της χαράς και της ζωής. Γι’ αυτό, το μόνο που θα πρέπει να ζυγίσουμε, είναι οι κουβέντες μας. Όχι οι άνθρωποι.
Το τέλος της πανδημίας πρέπει να μας βρει ενωμένους. Με ήθος, ευγένεια, κατανόηση και σεβασμό. Φίλοι κι εχθροί. Εραστές και αγαπημένοι. Αλήτες και αριστοκράτες. Νέοι και ηλικιωμένοι. Να κάτσουμε επιτέλους πάνω στη γέφυρα της συνείδησής μας και να αγναντέψουμε από κάτω τους ομόκεντρους κύκλους της ασημαντότητάς μας. Όπως ακριβώς κάνουν τα βότσαλα που πετάνε τα παιδιά στα ρυάκια.
Και τα εύθραυστα. Αχ αυτά τα εύθραυστα. Να προσέξουμε να μην τα σπάμε. Και αν σπάνε, να τα ξανακολλάμε μωρέ. Να μην τα πετάμε. Είτε είναι έρωτες είτε φιλίες. Είτε πάθη είτε στιγμές που αθροίσαμε και έδωσαν εικόνες και σημασίες.
Εσύ που διαβάζεις. Να κάνεις αγκαλιές. Πολλές αγκαλιές που δίστασες να κάνεις. Να αγγίξεις τα μεταξωτά της χέρια και πείσε τον εαυτό σου ότι σε αγκαλιάζουν δυο θεοί. Και μην φοβάσαι να πεις «Σ’ αγαπώ». Πες το με θράσος σαν μέχρι να σου πεταχτούν οι φλέβες στο λαιμό. Βροντοφώναξέ το για να ακουστεί πολλά πολλά χιλιόμετρα και αν δεν είστε μαζί, να πάει το σ’ αγαπώ σου να ανταμώσει με το δικό της. Μην αφήσεις ξανά στιγμές να φύγουν. Κάποια στιγμή δεν θα υπάρχει βαγόνι και ούτε θέση κενή δίπλα.
«Η ζωή δεν είναι μια άκαμπτη ευθεία, ένας εύκολος διάδρομος κατά μήκος του οποίου ταξιδεύουμε ελεύθερα και χωρίς εμπόδια, αλλά ένας λαβύρινθος από περάσματα και μικρότερα δρομάκια, μέσα από τα οποία πρέπει να αναζητήσουμε το δρόμο μας, χαμένοι και μπερδεμένοι… Αλλά πάντα, αν έχουμε πίστη, ο Θεός θα ανοίξει μια πόρτα εκεί για εμάς, όχι ίσως αυτή που θεωρούσαμε εμείς ως ιδανική, αλλά αυτή που μοιραία θα αποδειχθεί η πιο καλή για εμάς»
Ο φόβος δεν θα πάψει να υπάρχει από τη μια μέρα στην άλλη. Θα είναι πάντα εκεί, γιατί είναι συνυφασμένος με την ανθρώπινη φύση, αλλά και γιατί κατά έναν τρόπο, αν δεν υπήρχε θα έπρεπε με κάποιο τρόπο να τον εφεύρουμε (παραφράζοντας με κάποιο τρόπο το Βολταίρο), ώστε κάποιες φορές να γίνουμε καλύτεροι.
Ρομαντικός και ουτοπιστής; Αυτή όμως άλλωστε δεν είναι και η σημασία της ουτοπίας; Ότι δεν υπάρχει, αλλά σε κάνει να προχωράς μπροστά, ένα βήμα τη φορά, αποζητώντας τη;
Πιστεύω στη δύναμη του ανθρώπου. Πιστεύω βαθιά. Όπως ακριβώς και ο αγαπημένος μου συγγραφέας που πότε με τη μορφή του Μάνσον στο «Κάστρο», πότε ως Ρόμπερτ Σάννον στα «Άγουρα» & «Στα Ώριμα Χρόνια», πότε ως Αρθούρος στα «Αστέρια Κοιτάζουν τη Γη» βάζει τον ήρωά του να ταλαιπωρείται στις σελίδες των βιβλίων του, σε σημείο να νομίζεις ότι τον μισεί και κρύβει απωθημένα. Στο τέλος εμείς θα είμαστε οι νικητές, όπως και οι ήρωες του Cronin. Γιατί έχουμε πονέσει βαθιά. «Και κάθε πόνος είναι μια ένδειξη μετάνοιας».
Διαβάστε ακόμα: Οι ποιητές μας για τον Σαχτούρη.