Οι επτά επιλογές επί σκηνής.

Λατρεύω το φαγητό του δρόμου: Ramen, Fish & Chips, Masala Dosa, Churros, Falafel, Tacos, Currywurst και τόσα άλλα που ανήκουν στην κατηγορία του «καθαρόαιμου street food». Είμαι κυριολεκτικά εθισμένος στην παγκόσμια κουζίνα και στα ταξίδια μου στο εξωτερικό επιλέγω κυρίως φαγητά που δύσκολα μπορώ να βρω στη χώρα μου: από περουβιανά και αιθιοπικά μέχρι νεοζηλανδέζικα και περσικά.

Η γαστρονομική επανάσταση που συντελείται τα τελευταία χρόνια έχει ενώσει τις μαγειρικές γειτονιές του κόσμου σε ένα μεγάλο τραπέζι. Η ευκολία με την οποία κάποιος πλέον μπορεί να δοκιμάσει διαφορετικές κουζίνες, δεν έχει προηγούμενο χάρη στην άνοδο της γαστρονομικής διπλωματίας (culinary diplomacy), που έχει γίνει αναπόσπαστο κομμάτι της εξωτερικής πολιτικής πολλών κρατών (Περού, Ταϊλάνδη, Ιαπωνία, Αργεντινή και φυσικά Κίνα). Σε αυτό το παγκόσμιο τραπέζι μπορείς να φας μεταξένια ceviche από το Περού, ντελικάτες γλυκόξινες γεύσεις από τη Ν.Α. Ασία, να μυρίσεις sexy ινδικά μπαχαρικά και να θεριέψεις το λαρύγγι σου με Mezcal ή Pisco.

Ιδιαίτερη θέση στο γευστικό καπηλειό της καρδιάς μου κατέχουν τα αφράτα ψωμάκια Bao Buns, τα οποία κυριολεκτικά δοκιμάζω με κάθε ευκαιρία, θεωρώντας με διαφορά κορυφαία αυτά που μπορείς να φας σε κάτι ξεχασμένα στενά του Λονδίνου.

Κατά τη διαδικασία του ψησίματος.

Τι λένε τα κιτάπια της ιστορίας για τα Bao Buns;

Τις πρώτες αναφορές για τα Bao τις βρίσκουμε στην Περίοδο των Τριών Βασιλείων της Κίνας, γύρω στον 3ο αιώνα μ.Χ. Σύμφωνα με το θρύλο, ο πολύπειρος στρατηγός Zhuge Liang, γυρνώντας από μια μάχη, βρέθηκε μαζί με τα στρατεύματά του, μπροστά σε έναν πολύ βαθύ και ορμητικό ποταμό. Ένας ντόπιος, που ανήκε σε μια βάρβαρη φυλή, του είπε ότι για να διασχίσει το ποτάμι, θα έπρεπε να εξευμενίσει την θεότητα του ποταμού. Αυτό θα γινόταν μόνο αν ο Zhuge Liang θυσίαζε κάποιους από τους στρατιώτες του, κόβοντας και πετώντας τα κεφάλια τους στον ποταμό. Κομματάκι απαιτητική η θεότητα θα έλεγα…

Το ψωμάκι στο ΤhessBao χρησιμοποιεί υλικά γνωστά για τον καταναλωτή.

Περιττό να πούμε ότι στον στρατηγό δεν άρεσε καθόλου η ιδέα και αντ’ αυτού, σκέφτηκε να βράσει στον ατμό ψωμάκια σε σχήμα ανθρώπινου κεφαλιού, να τα γεμίσει με κρέας κι έπειτα να τα πετάξει στο ποτάμι. Η θεότητα, όπως ήταν αναμενόμενο, ήταν κομματάκι μερακλού και βρήκε πιο νόστιμα αυτά τα ψωμάκια από την original συνταγή (τα ανθρώπινα κεφάλια) κι έτσι τράβηξε τα νερά του ποταμού, επιτρέποντας στο στρατηγό Zhuge Liang να περάσει. Τα αρχικά ψωμάκια έφεραν το όνομα mantou (το οποίο χονδρικά μεταφράζεται ως «το κεφάλι του βαρβάρου» προς τιμήν του ντόπιου που βοήθησε τον Zhuge Liang), από το οποία προήλθαν τα bao (ή baozin), τα οποία διαφέρουν στο γεγονός, ότι περιέχουν γέμιση σε σύγκριση με τα mantou που είναι σκέτα ψωμάκια στον ατμό, χωρίς όμως γέμιση.

Ετοιμάζοντας τη γέμιση.

Τα bao έγιναν γρήγορα διάσημα στη Β. Κίνα, εκεί που η βασική καλλιέργεια ήταν το σιτάρι και όχι το ρύζι. Στην Κίνα παραμένουν ένα από τα πιο δημοφιλή πιάτα του δρόμου, το σχήμα τους είναι ολοστρόγγυλο και η γέμισή τους μπορεί να έχει κυριολεκτικά τα πάντα. Σε κάθε περίπτωση, τα αφράτα και μαστιχωτά ψωμάκια Bao θεωρούνται πλέον ένα από τα πιο γνωστά street food και άλλη μια πετυχημένη γαστρονομική «εξαγωγή» της Κίνας.

Το Thess Bao δεν είναι ένα απλό στριτφουντάδικο, καθώς πίσω από αυτό το φιλόδοξο project βρίσκονται… πολλά κιλά μαγειρικής και τέχνης.

Στο δυτικό πολιτισμό προφανώς έχουν προσαρμοστεί στα διατροφικά δεδομένα της κάθε περιοχής, με βασικότερη κοινή αλλαγή στο ψωμάκι που έχει γίνει τις περισσότερες φορές πιο πλατύ για να χωρέσει τις διαφορετικές γεμίσεις, οι οποίες ποικίλουν ανάλογα με τις τοπικές συνήθειες και τη φαντασία του μάγειρα. Κι εδώ κάπου έχει την αφετηρία του το ταξίδι του Thess Bao και των Bao Buns στη Θεσσαλονίκη: στη φαντασία και στην τόλμη του σεφ.

Μπορούμε να μιλήσουμε άνετα για την ελληνική εκδοχή του Bao.

Σε ένα ιστορικό στενό της Θεσσαλονίκης, στην οδό Καλαποθάκης, εδώ και λίγους μήνες σημείο βρίσκεται ένα σταυροδρόμι που συναντιούνται γευστικά και δημιουργικά η Ασία, η Κεντρική  Ευρώπη και το… βορειοελλαδίτικο μεράκι. Το Thess Bao δεν είναι ένα απλό στριτφουντάδικο, καθώς πίσω από αυτό το φιλόδοξο project βρίσκονται… πολλά κιλά μαγειρικής και τέχνης. Πιο συγκεκριμένα, το όλο εγχείρημα αποτελεί μια σύμπραξη του βραβευμένου με Χρυσό Σκούφο σεφ Δημήτρη Παμπόρη, του σεφ Γιάννη Πατέικα και του Γιάννη Ζιάγκα, ιδιοκτήτη του εστιατορίου «Μανιτάρι». Στο Thess Bao συναντήθηκα με τους δύο πρώτους και τα είπαμε για το καινοτόμο αυτό σχέδιο, τρώγοντας πολλά και εξωτικά Bao και πίνοντας κάποια εξαιρετικά ελληνικά κρασιά.

Το σωστό ψήσιμο είναι βασικό στοιχείο της νοστιμιάς.

Πώς απ’ όλα τα γνωστά street food διαλέξατε τα Bao Buns;

«Η  αλήθεια είναι ότι ξεκίνησε από την επιθυμία μας να φτιάξουμε ένα ψωμάκι ουδέτερο, «λιχούδικο» και μαλακό που να μην έχει έντονο χαρακτήρα και να παίρνει το χαρακτήρα της γέμισης, είτε αυτό είναι γλυκόξινο ασιάτικο, είτε hot dog με λουκάνικο τζουμαγιάς. Θέλαμε η υφή του να μας ταξιδεύει στη ζεστασιά των παιδικών μας χρόνων, γιατί νομίζω ότι όλοι λατρεύαμε το ψωμί χωρίς κόρα», λέει ο Δημήτρης.

O Δημήτρης Μότσος με τους Γιάννη Πατέικα και Δημήτρη Παμπόρη του Thess Bao. Πάντα προηγείται το τσούγκρισμα.

Πώς φτιάχνεται αυτό το γνωστό ψωμάκι που έχει λατρέψει η Θεσσαλονίκη;

«Ίσως ακουστεί υπερβολικό, αλλά πραγματικά το ψωμάκι το ετοιμάζαμε, χωρίς κανένα ίχνος υπερβολής, δύο χρόνια. Λόγω της εμπειρίας μας ως μάγειρες ήμασταν σίγουροι για τις γεμίσεις που θα χρησιμοποιούσαμε μέσα, αλλά το ψωμάκι μας θέλαμε να είναι τέλειο, το Α και το Ω του Thess Bao, γι’ αυτό και δεν βιαστήκαμε. Στο δρόμο αυτό έπρεπε να λάβουμε πολλά πράγματα υπόψιν. Άλλο είναι να κάνεις Bao στο σπίτι σου και άλλο να κάνει 500 και 1000. Άλλο είναι να διαχειρίζεσαι ένα ψωμάκι φούρνου και άλλο ένα ψωμάκι ατμού. Γι’ αυτό στόχος μας ήταν εξαρχής να συνδυάσουμε την ποιότητα με την πρακτικότητα» υποστηρίζει ο Γιάννης, για να συνεχίσει ο Δημήτρης: «Θέλαμε το ψωμάκι να είναι αφενός νόστιμο, αλλά αφετέρου να μπορεί να βγει σε παραγωγή. Αυτό πραγματικά ήθελε τρομερή μελέτη. Δοκιμές επί δοκιμών. Συνεχόμενες αποτυχίες και πολλά, ομολογουμένως πολλές φορές καλά, bao πεταμένα. Το ψωμάκι μας είναι η ναυαρχίδα μας. Έχω φάει Bao στη China Town στη Νέα Υόρκη και μπορώ να πω με σιγουριά και σοβαρότητα ότι είμαστε πολύ δυνατοί», κλείνει ο Δημήτρης.

Η τελετουργία της προπαρασκευής.

Τα Bao Buns στο Thess Bao παράγονται κάθε μέρα από ειδικό συνεργάτη – σεφ που ασχολείται μόνο με αυτή τη δουλειά. Έρχεται στις 6 το πρωί που το μαγαζί είναι κλειστό, γιατί τόσο αυτός όσο και το ψωμί θέλουν ηρεμία και όχι οχλαγωγία. Ακόμα και η θερμοκρασία και η υγρασία του χώρου παίζει καταλυτικό ρόλο, ειδικά σε ότι αφορά στις ζύμες και την ανάπτυξή τους.

Μπορεί τη μια μέρα να φας Bao με αρνάκι και την άλλη γαρίδες σε πάνκο, ενώ διαθέτουμε πιάτα τόσο για vegan όσο και για vegetarian.

«Το ξεκινήσαμε με αλεύρι από λωτό, αλλά δεν μας άρεσε, γιατί δεν ήταν όσο αφράτο θέλαμε» μας λέει ο Δημήτρης, ενώ ο Γιάννης συμπληρώνει: «Σαν Bao φυσικά υπάρχει η ασιατική φιλοσοφία, απλά δεν ξεχνάμε ότι και στην Κεντρική Ευρώπη υπήρχε πάντα ένα βραστό ψωμί, καθώς δεν υπήρχαν πολλές φορές φούρνοι. Εμείς πήραμε λίγο και τις δυο φιλοσοφίες, φτιάξαμε ένα κράμα και καταλήξαμε τελικά στη δική μας. Το ψωμάκι μας χρησιμοποιεί υλικά γνωστά για τον καταναλωτή και βάλαμε μέσα την αγάπη και την «μπόλικη» μαγειρική που κάνουμε όλα τα χρόνια».

Τα Bao Buns στο Thess Bao παράγονται κάθε μέρα από ειδικό συνεργάτη – σεφ που ασχολείται μόνο με αυτή τη δουλειά.

Μιλάμε για… ελληνικό Bao;

«Προφανώς και υπάρχουν ελληνικές γεύσεις, κυρίως στα πιάτα ημέρας, αλλά δεν ακολουθούμε κάποια στερεότυπα σε αυτό το κομμάτι. Το ελληνικό στοιχείο υπάρχει, αλλά δεν κυριαρχεί. Δεν θέλαμε ταμπέλες εξαρχής. Θέλαμε νόστιμο φαγητό. Μπορεί τη μια μέρα να φας Bao με αρνάκι και την άλλη γαρίδες σε πάνκο, ενώ διαθέτουμε πιάτα τόσο για vegan όσο και για vegetarian. Σε αυτό ειδικά προσπαθούμε να είμαστε πολύ ευέλικτοι και μας βοηθάει αρκετά το ότι έχουμε σχεδόν πάντα διαφορετικά πιάτα ημέρας, εκτός δηλαδή του σταθερού μενού», λέει ο Δημήτρης την ώρα που κοιτάει την παραγγελία με τα λαχανικά της ημέρας που μόλις κατέφτασαν ολόφρεσκα στο μαγαζί.

Γαστρονομικό… street food

Μου άρεσε πάρα πολύ η έκφραση «μπόλικη μαγειρική» που χρησιμοποίησε ο Γιάννης. Όντως, αν «αποδομήσεις» τα Bao και διαχωρίσεις τα υλικά από το ψωμάκι, θα δεις ότι έχεις να κάνεις με ένα πλήρες και ιδιοφυές εστιατορικό πιάτο. «Προσπαθούμε να υποστηρίξουμε αυτό που λέμε και στην πινακίδα μας, δηλαδή Fine Street Food», λέει ο Γιάννης, ενώ ο Δημήτρης πιστεύει ότι στο Thess Bao έχουν πάει ένα βήμα παραπάνω σε ότι αφορά στο ποιοτικό street food: «Για να ευχαριστήσουμε τον κόσμο πρέπει να ευχαριστιόμαστε πρώτα εμείς ως μάγειρες. Κάναμε ένα concept το οποίο καταρρίπτει την ταμπέλα του βρώμικου. Ναι μεν είναι «χεράτο», αλλά είναι κάτι ποιοτικό. Θα έρθεις Κυριακή μεσημέρι και θα δεις οικογένειες να ταΐζουν τα παιδιά τους Bao. Αυτό το μικρό μαγαζί έχει 11 άτομα προσωπικό, γιατί το concept είναι πρωτίστως μαγειρικό και η βασική αρχή παραμένει αδιαπραγμάτευτη: το μαγείρεμα είναι μαγείρεμα. Για παράδειγμα τα κρέατα είναι όλα σε κενό αέρος. Τα πάντα είναι χειροποίητα, μέχρι την τελευταία σάλτσα. Όλα τα προϊόντα είναι επώνυμα και προσεκτικά διαλεγμένα. Το μαγαζί μπορεί να έχει τη λογική στριτφουντάδικου, αλλά είναι σημαντικό να πούμε ότι τηρεί πρότυπα υγιεινής επιπέδου HACCP.

Bao και σε… μπουγάτσα.

Μπορώ να πω ότι έχω φάει σχεδόν όλο το μενού του Bao Thess και μάλιστα κάποια από αυτά επί δύο, τρεις και τέσσερις φορές. Έχοντας δοκιμάσει άπειρα Bao στο εξωτερικό, σας διαβεβαιώνω ότι είναι εξαιρετικά! Από τα ζουμερά μοσχαρίσια μάγουλα, τον crispy και εξωτικό χαρακτήρα της γαρίδας μέχρι το mainstream Ceasars, δεν υπάρχει κάτι λιγότερο… sexy.

Κάπως έτσι γεννήθηκε η ιδέα ήταν να κάνουμε ένα ωραίο και τολμηρό πάντρεμα ανάμεσα στα Bao Bans και σε γνωστά ελληνικά κρασιά. Σε κάθε περίπτωση το food and wine pairing καθορίστηκε από τη γέμιση του Bao, αφού είναι και το υλικό που κάνει κουμάντο γευστικά, ενώ τα Bao είναι σχετικά ουδέτερα και ελαφριά. Διάλεξα κάποια υπέροχα κρασιά του ελληνικού αμπελώνα και προσπάθησα να τα συνδυάσω με 7 διαφορετικά Bao που ετοίμασαν για εμένα τα παιδιά.

Το γεμάτο σώμα του χοιρινού ζητάει αντίστοιχο σώμα στο κρασί.

Χοιρινή παντσέτα με… Κτήμα Γεροβασιλείου «Sauvignon Blanc Fume»

Αν και κάποιοι ίσως προτιμούσαν ένα πιο «ερυθρό» κρασί, το Sauvignon blanc Fume από το Κτήμα Γεροβασιλείου ταιριάζει ιδανικά με το συγκεκριμένο bao. Το γεμάτο σώμα του χοιρινού ζητάει αντίστοιχο σώμα στο κρασί. Η λιπαρότητα αντισταθμίζεται από την υψηλή οξύτητα του κρασιού, η οποία αναζωογονεί το στόμα, ενώ η διάρκεια των βοτανικών αρωμάτων του, προσθέτουν στις αρωματικές εντάσεις της σως. Τέλος, το ελαφρύ πέρασμα από βαρέλι είναι ότι πρέπει για τον καπνιστό χαρακτήρα της παντσέτας, ενώ προσθέτει και τον αντίστοιχο όγκο στο στόμα.


 

Το Ροζέ του Κτήματος Άλφα είναι ιδανικό, γιατί με το μέτριο σώμα του εξισορροπεί μοναδικά το μέτριο σώμα του bao.

Κοτόπουλο ceasars με… Κτήμα Άλφα «Ροζέ»

Η πρώτη μου επιλογή θα ήταν ένα ντελικάτο Sauvignon blanc λόγω του ελαφριού σώματος της σαλάτας και δεν θα ήταν πραγματικά κακή επιλογή. Ωστόσο, ο τρόπος που τηγανίζεται το κοτόπουλο προσθέτει σώμα, crispy υφή και λιπαρότητα με αποτέλεσμα να ζητάει κάτι πιο γεμάτο. Το Ροζέ του Κτήματος Άλφα είναι ιδανικό, γιατί με το μέτριο σώμα του εξισορροπεί μοναδικά το μέτριο σώμα του bao. Επίσης η υψηλή οξύτητα του ξινόμαυρου εξουδετερώνει τη λιπαρότητα του τηγανίσματος, ενώ το μπόλικο κόκκινο φρούτο ταιριάζει με τα spicy αρώματα της σάλτσας.


 

Ένα εξωτικό πιάτο με ένα ελληνικό εξωτικό κρασί.

Γαρίδες παναρισμένες σε πάνκο με… Κτήμα Αργυρού «Σαντορίνη»

Ένα εξωτικό πιάτο με ένα ελληνικό εξωτικό κρασί. Οι γαρίδες σε πάνκο θα ταίριαζαν ιδανικά με ένα Riesling επίσης, αλλά το Ασύρτικο είναι ένα Riesling… που έχει κάνει σωστή επιλογή καριέρας. Ο τρόπος που μαγειρεύεται η γαρίδα, ζητάει υψηλή οξύτητα, καθώς με τον τρόπο αυτό εξουδετερώνεται η λιπαρότητα στο στόμα. Η κοφτερή οξύτητα του ασύρτικου φρεσκάρει τους γευστικούς κάλυκες, ο τραγανός χαρακτήρας του κρασιού δένει αρμονικά με την τραγανότητα της γαρίδας, ενώ το σώμα του κρασιού ταιριάζει με το σώμα του bao.


 

Ένα πρωτεϊνικό πιάτο που ζητάει τανίνες για να ξεπλύνουμε το στόμα μας και υψηλή οξύτητα.

Πάπια κονφί με… Κτήμα Δαλαμάρα «Νάουσα»

Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια πρώτη ύλη, που αφενός έχει αρκετή λιπαρότητα και αφετέρου έναν υπόξινο χαράκτηρα. Επιπλέον, ο τρόπος μαγειρέματος (κονφί) προσθέτει ακόμα περισσότερη λιπαρότητα. Ένα πρωτεϊνικό πιάτο που ζητάει τανίνες για να ξεπλύνουμε το στόμα μας και υψηλή οξύτητα, τόσο για να βοηθήσει προς αυτόν το σκοπό, όσο και για να ταιριάξει με τον ελαφρώς όξινο χαρακτήρα της πάπιας. Perfect match για το ξινόμαυρο. Το έντονο κόκκινο φρούτο και τα γλυκά μπαχαρικά του κρασιού δίνουν ζωντάνια στη σάλτσα και στη διάρκεια των γευστικών εντάσεων.


 

Το πιο «βρώμικο» bao της δοκιμής. Λιπαρό, με έντονο χαρακτήρα του κάρυ, πρωτεϊνικό και φυσικά με γεμάτο σώμα. Ιδανικό pairing σε ένα ροζέ γεμάτου σώματος.

Λουκάνικο Curry… με Κτήμα Παυλίδη «Thema Rose»

Ας μου επιτραπεί η έκφραση: το πιο «βρώμικο» bao της δοκιμής. Λιπαρό, με έντονο χαρακτήρα του κάρυ, πρωτεϊνικό και φυσικά με γεμάτο σώμα. Ιδανικό pairing σε ένα ροζέ γεμάτου σώματος, ένα ροζέ με σχεδόν δομή ερυθρού. Το μπόλικο φρούτο της ποικιλίας Tempranillo αντισταθμίζει τον πικάντικο χαρακτήρα του κάρυ, το μέτριο σώμα ισορροπεί με το μέτριο σώμα του λουκάνικου, ενώ η οξύτητα του κρασιού σε συνδυασμό με τις απαλές τανίνες, αναζωογονούν και φρεσκάρουν το στόμα.


 

Ένα άλλο πιάτο που λόγω της βοτανικότητάς του ζητάει αρχικά Sauvignon blanc.

Φαλάφελ με… Santo Wines Brut Sparkling

Ένα άλλο πιάτο που λόγω της βοτανικότητάς του ζητάει αρχικά Sauvignon blanc. Τι θα λέγατε όμως να κάναμε ένα βήμα παραπέρα και να το ταιριάζαμε με το καλύτερο ελληνικό αφρώδες (σύμφωνα με τον Διεθνή Διαγωνισμό Οίνου της Θεσσαλονίκης 2020); Το ταίριασμα ήταν μοναδικό με την υψηλή οξύτητα του Ασύρτικου να εξισορροπεί τον λιπαρό χαρακτήρα του τηγανιτού φαλάφελ, ο λεμονάτος χαρακτήρας της σάλτσας δένει υπέροχα με τα λεμονάτα αρώματα του κρασιού, ενώ το σώμα του κρασιού βαδίζει πλάι πλάι με το σώμα του Bao.


 

Ένα Bao γεμάτο, σαρκώδες, κρεατένιο, πολύπλοκο, ζουμερό.

Μάγουλα μοσχαρίσια με.. Κτήμα Μερκούρη «Daphne Nera»

Ένα Bao γεμάτο, σαρκώδες, κρεατένιο, πολύπλοκο, ζουμερό… Σαν την κόλαση του Δάντη (τόσο χρωματικά όσα και γευστικά) σε bao. Κάθε του μπουκιά γεμίζει το στόμα και η υπέροχη κοκκινιστή σάλτσα το πάει κυριολεκτικά σε άλλο επίπεδο. Για το συγκεκριμένο Bao διάλεξα εξίσου ένα ιδιαίτερο και πλούσιο κρασί: τη Daphne Nera του Κτήματος Μερκούρη που αποτελεί ένα από τα καλύτερα δείγματα ξηρής οινοποίησης της μαυροδάφνης. Πλούσιο σώμα το κρασί και πλούσιο σώμα το Bao μας. Οι βελούδινες τανίνες αντισταθμίζουν τις πρωτείνες από το κρέας και την υφή του, ενώ το βαρέλι δίνει τη νότα καπνού που ταιριάζει στα ελαφριά καπνιστά αρώματα και τα μπαχαρικά.

Η ώρα της απόλαυσης για τον Δημήτρη Μότσο.

Στο φαγητό μπορείς να βρεις το Θεό

Tο αποτέλεσμα και το ταίριασμα ήταν πραγματικά μαγικό και ειλικρινά χαίρομαι που μετά από αυτή τη λαίλαπα που περνάμε, τα παιδιά είναι ξανά στις επάλξεις, με το ίδιο μεράκι και την ίδια δίψα, γιατί χρειαζόμαστε τέτοιες κουζίνες με φρέσκιες ιδέες. Το φαγητό είναι σημαντικό για την πόλη μας, τη χώρα μας τον κόσμο μας. Ενώνει τους ανθρώπους μυστηριακά. Τους ταξιδεύει και τους προσφέρει  αδιάλλακτη ικανοποίηση. «Mín yǐ shí wéi tiān», που θα πει «ο Θεός των ανθρώπων είναι το φαγητό» θέλοντας να τονίσει τη σημασία του φαγητού στην καθημερινότητα των ανθρώπων. Μπορεί η παροιμία να είναι κινέζικη, αλλά πόσο πολύ ταιριάζει και στην ιδιοσυγκρασία του Έλληνα;

 

//Φωτογραφίες Μυρτώ Καραγιαννίδου – Dimitris Andritsos Photography

 

Διαβάστε ακόμα: Πώς θα ανοίξουν ξανά τα παλιά στέκια; Θα αντέξουν;

 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top