Photo Credit: Στέλιος Δ/flickr

Η δική μου γενιά είναι αυτή που έσπασε τον κύκλο του συντηρητισμού, εκλέγοντας έναν μη συντηρητικό δήμαρχο και είναι αυτή που κέρδισε τον τίτλο της Ευρωπαϊκής Πρωτεύουσας Νεολαίας. Κι έτσι άρχισε ξανά ο κόσμος να μιλάει για τη Θεσσαλονίκη, πόλη της δημιουργίας. Photo Credit: Στέλιος Δ/flickr

Δεν έζησα το θρυλικό τραμ της πόλης, δεν έζησα το Σεπτέμβριο του ’65 τη δημιουργία του πρώτου τηλεοπτικού σταθμού. Μετά βίας προσπαθώ να εξηγήσω στα παιδιά της γενιάς μου τι είναι η μουστάρδα Θεσσαλονίκης, που για πρώτη φορά γεύτηκα παιδί, εδώ στη δική μας Διεθνή Έκθεση. Έκθεση που, επιτέλους, πρέπει να αντιμετωπίσουμε σοβαρά ως αναπτυξιακό φορέα της πόλης και όχι σαν επαρχιώτικο πανηγυράκι.

Είμαι κομμάτι μιας γενιάς που δεν έζησε τη Θεσσαλονίκη χωρίς καυσαέρια και με προστατευμένους πνεύμονες πρασίνου. Mε ανοιχτούς δρόμους, χωρίς διπλοπαρακαρισμένα. Που δεν έζησε τα σχολεία χωρίς ψηλά κάγκελα. Μα το βασικότερο δεν θυμάται τη Θεσσαλονίκη ως πόλη πραγματικά κοσμοπολίτικη. Μια πόλη με ανοιχτόμυαλους ανθρώπους, έξω καρδιά και με τις καλύτερες προϋποθέσεις για την πρόοδό τους. Φωτεινή ελπίδα, οι μικρές αστικές παρεμβάσεις που οδεύουν προς ολοκλήρωση το 2015, αλλά περιορίζονταισε ένα πολύ μικρό κομμάτι του κέντρου.

Η γενιά μου, σπουδάζοντας σε μεγάλο ποσοστό σε πόλεις του εξωτερικού και κυρίως της Αγγλίας, αντίκρισε για πρώτη φορά στα ράφια των Waterstones (γνωστή βρετανική αλυσίδα βιβλιοπωλείων) ένα μόνο βιβλίο να αναφέρει το όνομα Θεσσαλονίκη. Το βιβλίο με τίτλο, «Θεσσαλονίκη, πόλη των φαντασμάτων» του Mark Mazower («Salonica, city of ghosts»). Παρ’ όλα αυτά, η δική μου γενιά είναι αυτή που έσπασε τον κύκλο του συντηρητισμού στις διοικήσεις αυτής της πόλης, εκλέγοντας έπειτα από πολλές δεκαετίες έναν μη συντηρητικό δήμαρχο και είναι αυτή που κέρδισε τον τίτλο της Ευρωπαϊκής Πρωτεύουσας Νεολαίας, για λογαριασμό της. Κι έτσι άρχισε ξανά ο κόσμος να μιλάει για τη Θεσσαλονίκη, πόλη της δημιουργίας.

Η δική μου γενιά ξεπέρασε τα ξενέρωτα restaurants, αλλά και τα funky γυράδικα, και δημιούργησε τις γαστροταβέρνες, όπου τρως αυθεντική ελληνική δημιουργική γαστρονομία.

Το «Περπατώντας Ανάμεσα» που έγραψε ο Σπύρος Βούγιας το 2007 αναφερόταν στο «ανάμεσα σε δυο πρόσωπα» της Θεσσαλονίκης. Γιατί η γενιά του Σπύρου έζησε και ζει τα δύο πρόσωπα αυτής της πόλης. Στη δική μου γενιά, όμως, δεν υπάρχουν δύο πρόσωπα. Υπάρχει ένα, και είναι αρκετές φορές απρόσωπο.

Αρνηθήκαμε να δεχτούμε τον τίτλο «Θεσσαλονίκη, πόλη των φαντασμάτων», καθώς και να αποδεχτούμε μια Θεσσαλονίκη φοβική και εγκλωβισμένη. Όπου κι αν ταξιδεύει η γενιά του ‘80, σε όποιο σημείο του πλανήτη κι αν την έχει οδηγήσει αυτή η κρίση, είναι δύσκολο να πάρει το μυαλό της από τούτη την πόλη.

Θέα της Θεσσαλονίκης από την Άνω Πόλη όπως την αποτύπωσε ο φακός του Heiko Prigge για το Monocle.

Θέα της Θεσσαλονίκης από την Άνω Πόλη, όπως την αποτύπωσε ο φακός του Heiko Prigge για το “Monocle”.

Η δική μου γενιά ξεπέρασε τα ξενέρωτα restaurants, αλλά και τα funky γυράδικα, και δημιούργησε τις γαστροταβέρνες, όπου τρως αυθεντική ελληνική δημιουργική γαστρονομία. Προσπαθήσαμε να κατανοήσουμε την ιστορία αυτής της πόλης και να αντιληφθούμε πώς η γαστρονομία, όπως έγραφε ο Επίκουρος, συνδέεται τόσο άμεσα με την εθνική ταυτότητα, σε σημείο που πολλές φορές είναι δύσκολο να το διαχωρίσεις. Στην τελική, στη Θεσσαλονίκη τρώμε καλά. Όπου κι αν καθίσεις, θα φας τουλάχιστον αξιοπρεπώς.

Η εστίαση και η ποιότητα του φαγητού που μπορεί να απολαύσει ο επισκέπτης είναι πάντα ψηλά στην ιεράρχηση του περιοδικού Monocle, το οποίο καθοδηγεί την τάση για ποιότητα ζωής στις πόλεις του σήμερα. Εξίσου φωτεινά παραδείγματα, το κασέρι Σοχού και οι μπάμιες Πυλαίας. Όπου τα βρείτε, μην τα λυπηθείτε.

Κατεβαίνοντας τα στενά της Θεσσαλονίκης από τα Κάστρα, μια περιοχή που διατήρησε ατόφια ως ένα σημείο τα χρώματα και την παραδοσιακή βαλκανική ιδιοσυγκρασία της παλιάς γειτονιάς, παίρνεις μια πρώτη γεύση. Τα γραφικά χαμόσπιτα, οι βουκαμβίλιες που αντιστέκονται στην “αντιπαροχή”, όπως και τα ζευγαράκια τα ανοιξιάτικα δειλινά συνθέτουν μια διαφορετική εικόνα της πόλης.

Εκεί υπάρχουν μερικά από τα σημαντικότερα μνημεία, τα Τείχη με την Ακρόπολη και το Επταπύργιο, ο ναός του Οσίου Δαβίδ (Μονή Λατόμου), ο ναός του Αγίου Νικολάου Ορφανού, ο ναός των Ταξιαρχών, η Μονή Βλατάδων, ο ναός της Αγίας Αικατερίνης, ο ναός του Προφήτη Ηλία, ένας βυζαντινός λουτρώνας της πλατείας Κρίσπου στο Κουλέ Καφέ, το Αλατζά Ιμαρέτ της οδού Κασσάνδρου, ο οθωμανικός τουρμπές στην πλατεία Τερψιθέας και πλήθος ανώνυμων βρυσών. Και ταυτόχρονα πόσα άλλα μνημεία, ζωντανά και ομιλώντα, τα οποία έχουν να διηγηθούν ιστορίες για τις μέρες και τις νύχτες αυτής της πόλης.

Η Θεσσαλονίκη, τόσο μικρή μα τόσο αντιφατική. Ίσως ολίγον εξωτική για τους επισκέπτες της, γιατί συνδυάζει τα χαρακτηριστικά μιας μεγαλούπολης χωρίς να χάνει όμως την αυθεντικότητα της ελληνικής επαρχίας. Και το ιστορικό της μονοπάτι, συνάμα…

Photo Credit: Konstantinos-Stampoulis/flickr

Ο ιστορικός του μέλλοντος θα συνδέσει την κρίση στην πόλη με το Μετρό και όχι με το Μνημόνιο. Photo Credit: Konstantinos-Stampoulis/flickr

Περπατώντας στην πόλη, βλέπεις τα σημάδια της κρίσης, μα πάνω απ’ όλα τα σημάδια του Μετρό στο κορμί αυτής της πόλης. Νομίζω πως ο ιστορικός του μέλλοντος θα συνδέσει την κρίση στην πόλη με το Μετρό και όχι με το Μνημόνιο. Ένα έργο, η κατασκευή του οποίου έχει ήδη ξεπεράσει τα 10 χρόνια, και έχει παρασύρει στην υποτίμηση διαδοχικά όποιο κομμάτι της πόλης φιλοξενεί ανά διαστήματα τα κατασκευαστικά του συνεργεία. Ταυτόχρονα, η Θαλάσσια Αστική Συγκοινωνία καθυστερεί εκνευριστικά, έργο που γρήγορα και αποτελεσματικά θα βοηθούσε τις συγκοινωνίες της, ενώ θα “φώτιζε” τη γραφικότητα και τη σπουδαιότητα του υγρού στοιχείου της, του Θερμαϊκού.

Όλα αυτά και πόσα άλλα συνθέτουν το παζλ μιας πόλης αλλιώτικης. Μιας πόλης που παρά τη βαθιά κρίση στη χώρα, το μόνο που ονειρεύεται είναι πότε θα φτιάξει ο καιρός, για να επιστρέψει ξανά στη Χαλκιδική. Σε κάποια παραλία, φτιάχνοντας κάστρα πάνω στην άμμο. Η Θεσσαλονίκη ελάχιστα προσπορίστηκε από την κεντρική εξουσία στα χρόνια των παχέων αγελάδων, πράγμα που κάνει την προσαρμογή της στην κρίση πιο εύκολη. Έχει και η εγκατάλειψη τα καλά της, βλέπεις.

Το μόνο, άλλωστε, που ήθελε παραδοσιακά η Θεσσαλονίκη, ήταν να την αφήσουν στην ησυχία της και, πρωτίστως ,να σταματήσουν οι φρούδες εξαγγελίες κάθε Σεπτέμβρη. Στο πιο σημαντικό εμπορικό γεγονός για την πόλη, καθώς και για την ευρύτερη περιοχή, γίνεται τσίρκο με μια ακατάσχετη παροχολογία. Έτσι, δυστυχώς, αντί να θυμάται ο επισκέπτης την ίδια την πόλη, και το πόσο όμορφη είναι με τα φθινοπωρινά της χρώματα, θυμάται τις εξαγγελίες. Κι αυτό η Θεσσαλονίκη, ως γνήσιο θηλυκό, δεν το δέχεται καθόλου.

 

Διαβάστε ακόμα: Η νέα πολυτέλεια των λίγων την εποχή της κρίσης των πολλών.

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top