Γιάννης Τσαρούχης (1910-1989), Καφενείο το "Νέον" (νύχτα), 1965-1966 λάδι σε μουσαμά, (αρ. έργου 3498). Μόνιμη συλλογή της Εθνικής Πινακοθήκης, Αθήνα.  Credit: Tilemahos Efthimiadis

Γιάννης Τσαρούχης (1910-1989), Καφενείο το “Νέον” (νύχτα), 1965-1966, λάδι σε μουσαμά, (αρ. έργου 3498). Μόνιμη συλλογή της Εθνικής Πινακοθήκης, Αθήνα. Credit: Tilemahos Efthimiadis

Στη Δεξαμενή, στις άδειες εδώ και καιρό πλέον προθήκες της «Ανταλλακτικής Βιβλιοθήκης» (ένα πείραμα, που μάλλον δεν ευδοκίμησε ή, πάντως, παρεξηγήθηκε ως αποθετήριο μεταχειρισμένων βιβλίων, αλλά μπορεί και κάποιοι να το εξέλαβαν ως ευκαιρία να πουλούν τα δωρεάν βιβλία, ποιος ξέρει;), βρέθηκε τις προάλλες ένα μικρό φυλλάδιο με τον τίτλο «Περίπατος στα ιστορικά καφενεία». Πρόκειται για ένα τεύχος της πρωτοβουλίας «Ομάδα Άστυ», με συλλογή-συγγραφή κειμένων των Γ. Θάνου και Ν. Νικολαΐδη, ενώ τον σχεδιασμό της έκδοσης και του εξωφύλλου έκανε η Κ. Συνοδινού. Είναι μια μικρή μπροσούρα της ομάδας, που, όπως μάς πληροφορεί το έντυπο, διοργανώνει δωρεάν περιπάτους «ανιχνεύοντας τα μονοπάτια της αφανούς αθηναϊκής ιστορίας».

Η ανάγνωσή του οδηγεί σε σκέψεις και προβληματισμούς, που, μάλλον, αφορούν ελάχιστους. Η Αθήνα, χρόνια τώρα, καιρό τώρα, είναι ο τόπος και το τοπίο της αποξένωσης. Rethinking, remapping, reclaiming, δάνεια ξένων προτύπων, πολύ φοβάμαι δεν βοηθούν, παρά τις όποιες φιλότιμες προσπάθειες των Atenistas, και άλλων ομάδων, και μόνο τα κυριακάτικα σημειώματα του Νίκου Βατόπουλου στην «Καθημερινή», αισθαντικά κι ευαίσθητα, αδιόρατα μελαγχολικά, αφήνουν μια χαραμάδα, ανέστιας έστω, ελπίδας, ότι ο καθένας μόνος του μπορεί να δει την πόλη με άλλα μάτια, αρκεί να είναι και να αισθάνεται όχι (μόνο) κάτοικος, αλλά κυρίως πολίτης.

Rethinking, remapping, reclaiming, δάνεια ξένων προτύπων, πολύ φοβάμαι δεν βοηθούν…

Η αίσθηση που είχαν, και ακόμα διατηρούν, οι Παριζιάνοι (l’ entente de la vie, την αποκαλούν), οι Βερολινέζοι, οι Βιεννέζοι, ήταν και στην Αθήνα, κάποτε, διάχυτη στα πολυτελή ζαχαροπλαστεία, τα φιλολογικά στέκια και τα κοσμικά ή λαϊκά καφενεία της πόλης. Τα αποτύπωνε ο Μαρής, στις αθηναϊκές πινελιές του, παραδόξως τα παρέβλεπε όμως ο ασπρόμαυρος κινηματογράφος, και τα απαθανάτισε ο Γιάννης Καιροφύλας στα βιβλία του.

Από το φυλλάδιο, αλλά και από μνήμης, προβάλλουν ονόματα, σαν «προσκλητήριο νεκρών»: «Ρωσσικόν» και «Πέτρογραδ», «Τσίτας» (που το τραγικό του τέλος το διακωμώδησε γλυκόπικρα ο Μποστ), «Πατάρι του Λουμίδη» (όπου σύχναζαν οι «σοσιαλουμίδηδες» κατά Μανιαδάκη, όπως θυμάται ο Γ. Λεονταρίτης στο βιβλίο του για τον Γ. Μαρή), «Ζόναρ’ς» (απ’ όπου πέρασε η θεά Σοφία Λόρεν και ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες), «Φλόκας», «Μπραζίλιαν» (με τη «Συμφωνία» του Κ. Ταχτσή), «Απότσος» (αναφέρεται και από τον Τσίρκα), «Ζαχαράτος» και «Ζαβορίτης», «Το Βυζάντιον» (θαμώνας του υπήρξε και ο Βάρναλης), «Παπασπύρου» (στο Σύνταγμα), «Βρετάνια» (με το ωραίο ανθόγαλο), «Γαμβέττας» (στέκι συνταξιούχων και αποστράτων, που τον παρέλειψε το φυλλάδιο, αλλά στο πατάρι του μπορούσε κανείς να παίξει ανενόχλητος πρέφα), «Ντεζιρέ» και «Ντόλτσε», με τις ωραίες «Σεράνο» του (πολύ πριν γίνει «Φίλιον»), «Δεξαμενή».

Όμως, αυτή η Αθήνα (μαζί της και οι Αθηναίοι) των κοσμικών ζαχαροπλαστείων, των λογοτεχνικών στεκιών και των καφενείων, έχει σβήσει προ πολλού από τον χάρτη της πόλης και της μνήμης. Οριστικά και αμετάκλητα.

Διαβάστε ακόμα: Ο Κάρολος Κουν δεν μένει πια εδώ…

//Ο Κώστας Θ. Καλφόπουλος είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος. Τελευταίο του βιβλίο το «Καρρέ – Καρέ και άλλα διηγήματα» (εκδόσεις Άγρα, 2013).

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top