Όταν γιόρτασαν τα τριάντα τους χρόνια στο Παλλάς με όλους τους φίλους τους εκεί, οι Χειμερινοί Κολυμβητές για σκηνικό πίσω από την ορχήστρα διάλεξαν τις μοναδικές εικόνες του Έντουαρντ Γκόρι από τον «Αμφίβολο Επισκέπτη» του, που από πολλά χρόνια πριν τον έχω εγώ στα ελληνικά μεταφράσει και που το απαγγέλλει –το βιβλίο όλο σαν στιχούργημα– σχεδόν πάντα στις συναυλίες τους ο Αργύρης ο Μπακιρτζής. Για κάποιον ιδιαίτερο λόγο, ο Αργύρης έχει συνδεθεί με το πλάσμα αυτό το απόκοσμο, και, επί πολύν καιρό τώρα, απειλεί πως θα το μελοποιήσει κιόλας το σαν ποίημα αυτό, χωρίς ποτέ ως τώρα να έχει πραγματοποιήσει την απειλή του.
Γνώρισα κι εγώ τον Αργύρη σχεδόν τριάντα χρόνια πριν, συνδεθήκαμε, παραμένουμε φίλοι –πάλι εγώ πιστεύω– γκαρδιακοί, και μας ένωσαν επιπλέον κι ο Χρήστος Βακαλόπουλος, η Όλια Λαζαρίδου, ο Φοίβος Δεληβοριάς, αλλά κι ο Κύριλλος ο κουμπάρος μου ο Σαρρής, που είχε γίνει κιόλας τραγούδι από τους Χειμερινούς Κολυμβητές, στις περίφημες πια «Ψείρες» τους, μαζί με τον αδελφό του τον Θανάση τρυφερά αναφερόμενοι.
Έχω και μια συνέντευξη του Αργύρη που του την είχα πάρει το 1997, όπου έλεγε με τα σωστά του: «Εγώ πιστεύω πως ως συγκρότημα έχουμε διαλυθεί εδώ και πολλά χρόνια. Δεν υφίσταται, πιστεύω, πια αυτό το συγκρότημα. Αλλά ίσως και να συνεχίσουμε»… Το αν διαλυθήκανε, το ’δατε. Παραμένουν εκεί που ήταν πάντα, 17 χρόνια μετά –ακριβώς μάλιστα φέτος σαν τον Αμφίβολο Επισκέπτη–, έτοιμοι πάντα να μας υποδεχτούν, έτοιμοι πάντα για νέα πράγματα, πάρα πολλές συναυλίες, πάρα πολλά τραγούδια, πολλούς δίσκους νέους και υπέροχους ως σήμερα.
Αυτή η έμφυτή τους Αμφιβολία είναι, τελικά, η ιστορία τους όλη: αυτή τους χαρίζει τον σωτήριο, αιώνιό τους ερασιτεχνισμό, που ισούται με επαγγελματισμό τέλειο και σαφή, μέσα στον κυκεώνα του άκρατου τις ημέρες αυτές ψευτο-επαγγελματισμού. Αυτή η εξαίσια Αμφιβολία γεμίζει τους στίχους, τις μουσικές και τις ψυχές τους με την παραπάνω χάρη που λείπει πια πολύ από τους πολλούς, με το γοητευτικό «ανικανοποίητο» που σημείωνε ο Τσιτσάνης για τα καλά τραγούδια, και που μου υπενθύμιζε σε κάθε ευκαιρία ο σοφός μου Νίκος Χουλιαράς.
Διαβάστε ακόμα: «Μ’ Αγαπάς;»: 25 χρόνια από τη Βενετία μακριά
Στο «Μ’ Αγαπάς;» που συνέδραμα τον Γιώργο Πανουσόπουλο, πέρα από κάποια πράγματα στα οποία επέμενα για το σενάριο, στα μόνα επιπλέον που επέμενα κι ήθελα να πείσω τον σκηνοθέτη ήταν ο Ανδρέας Μπάρκουλης –που έπαιξε νομίζω άριστα τον καλύτερο ίσως ρόλο της καριέρας του εκεί– κι ο Αργύρης και οι Χειμερινοί, που ο Πανουσόπουλος τότε δεν τους καλο-ήξερε, κι ανεβήκαμε μαζί στη Θεσσαλονίκη επί τούτου να γνωριστούνε. Κι έτσι να επανδρώσουν ιδανικά μετά την ταινία, και με του Σαίξπηρ τα πονήματά τους, αλλά κι οι ίδιοι ως ηθοποιοί ξαφνικά, με τον Μπακιρτζή πάλι να κλέβει την παράσταση, σαν ανεπανάληπτος οδηγός λεωφορείου σε μία από τις ιστορίες.
Στη Θεσσαλονίκη πάλι, τώρα που αναπολώ, ένα βράδυ πολύ παλιότερο θυμάμαι, είχαμε ξεμείνει στο Σαντέ στη Μητροπόλεως εν καιρώ Φεστιβάλ οι τρεις μας, ο Αργύρης, ο Βακαλόπουλος κι εγώ. Και μπήκε, πέρασε από μπροστά μας μια οπτασία εξαίσια αλλά με τα μυαλά της εμφανώς αλλού γι’ αλλού, κι ο Χρήστος μίλησε αποφατικά: «Ωραία είναι, είπε. Αλλά αυτή θέλει Μερσεντές»… Και μες στο ημίφως πίσω από τις πλάτες μας για κάποιο λόγο όπως ήμασταν βολεμένοι, ακούστηκε η βαριά, χαρακτηριστική πια για την Ελλάδα όλη, φωνή του Αργύρη: «Έχουμε κι εμείς Μερσεντές. Έχω εγώ μία ασημί στη Θάσο μοντέλο τσίλικο, παλιό, αλλά προ ημερών τη χρειάστηκα για να μεταφέρω κάτι τσιμεντόλιθους, και κάπως μου κάθισε, και την έχω τώρα στον μάστορα».
Γελάσαμε οι άλλοι δύο με το νυχτερινό παραδοξολόγημα, και την ξεχάσαμε την κουβέντα αυτή ύστερα. Όταν προς το ξημέρωμα είπαμε να πάρουμε ένα ταξί να μας πάει στο «Καψής», ο Αργύρης είπε να τον πετάξουμε κι αυτόν στο σπίτι του. Κι έβαλε τον οδηγό τότε να κάνει μια πιο πέρα στροφή, για να τη δούμε την υπαρκτότατη όντως Μερσεντές του έξω από ένα συνεργείο. (Μ’ αυτήν θυμάμαι κάποια χρόνια μετά, με τις πόρτες της μάλιστα ν’ ανοίγουν από πίσω προς τα μπρος, να με παραλαμβάνει ο Αργύρης από τον Μύλο τιμητικά, άλλη μια κοινή βραδιά μας ιδανικά επιστεγάζοντας έτσι).
Οι Χειμερινοί Κολυμβητές στα 35 τους κι αυτοί φέτος συγκινητικά έτος κατ’ έτος χρόνια, σαν νεώτεροι ρεμπέτες κι αμερικάνοι Γιώργηδες Κατσαροί αλλά και στη Θάσο από την προ-ιστορία απτόητοι Σταύροι Καραμανιώλες –που αμφότεροι τα εκατό τους τα πέρασαν με ταχύτητα ήρεμη και φιλοσοφημένη–, είναι, θα είναι πάντα μαζί μας γι’ αυτό ακριβώς: γιατί ο τρόπος τους, ενώ βαθιά μέσα τους είναι τρόπος βέβαιος και ισχυρός, σε μια επιπόλαια ματιά μοιάζει γεμάτος αναρωτήσεις, έτσι ώστε με το έργο τους τη συνενοχή όλων μας ανέκαθεν να απαιτούν, ακόμα και σήμερα σε οποιαδήποτε συναυλία τους μαγικά να εκμαιεύουν.
Και η Αμφιβολία, αυτή η πραγματική βασίλισσα οποιασδήποτε δημιουργίας, πάντα μαζί τους θα κοιμάται. Σαν η ομορφότερη, η πιο επιθυμητή κι άπιαστη μια ζωή, γυναίκα απ’ όλες.
Διαβάστε ακόμα: Ο Αλέξης Δαμιανός στον Σωτήρη Κακίση: «Εσύ, προσκοπάκι, θα παίξεις έναν προδότη!»
Παλλάς, Αθήνα, 30 Χρόνια Χειμερινοί Κολυμβητές.
Συνέντευξη του Αργύρη Μπακιρτζή στον Σωτήρη Κακίση.
Μικρό Αφιέρωμα στον Σταύρο Καραμανιώλα.