“Τα μινιόν σουβλάκια με μπιφτέκι και μπόλικο κόκκινο πιπέρι του «Λευτέρη του Πολίτη» της Σατωβριάνδου ήταν αυτά που παραγγέλναμε στις συσκέψεις του περιοδικού Μετρό όπου δούλευα”. (φωτό: Μόνικα Κρητικού).

Σαν παιδί το αγαπημένο μου σουβλάκι ήταν στου «Βαλέσα» στη Νέα Σμύρνη. Θυμάμαι να κάνω ανταγωνισμό με το Γιαννάκη ποιος θα φάει τρία. Τα πιο μικρά γκρίνιαζαν αν είχε παραπάνω ξύγκι το καλαμάκι, εγώ το κατάπινα αμάσητο σχεδόν. Είχε τη γεύση που είχαν οι Κυριακές με τους οικογενειακούς μας φίλους, οι συζητήσεις για τον Πανιώνιο, οι περμανάντ, τα Σέατ Ίμπιζα. Περίπου την εποχή που άρχισαν τα σουβλατζίδικα να έχουν σος, η παρέα σκόρπισε.

Η δεύτερη εποχή του “Βαλέσα” στη Νέα Σμύρνη με έντονο το στοιχείο της νοσταλγίας. (φωτο: fb / StouValesa)

Τα επόμενα χρόνια ο έρωτας με το σουβλάκι πέρασε κρίση. Θυμάμαι που στη Β’ Γυμνασίου είχα βγει με ένα αγόρι και είχαμε πάρει σουβλάκια κι αυτός είχε πάρει ένα δίπιτο που δεν ήξερα καν ότι υπήρχε σαν επιλογή και όπως τον έβλεπα να το κατασπαράζει σκέφτηκα ότι κάπως έτσι θα μοιάζω κι εγώ τρώγοντας και είπα άσε καλύτερα. Σταδιακά άρχισα να φοράω και κραγιόν που μετά την τελευταία μπουκιά μετακυλιόταν στο υπόλοιπο πρόσωπο πλην των χειλιών μου, κάτι προφανώς μη αποδεκτό σε κάποια που παραπάνω από μια φορά έχει σηκωθεί από το κρεβάτι του γκόμενου, έχει βαφτεί και έχει ξαναξαπλώσει.

Ωστόσο κάτω από τους τόνους foundation παρέμενε πάντα το κοριτσάκι εκείνο που μπορούσε να κατεβάζει τρία τρία τα σουβλάκια του Βαλέσα, όπερ σημαίνει ότι νομοτελειακά θα ανέτειλλε η εποχή της δίαιτας. Οι πίτες έγιναν αλάδωτες, το κρέας ένα στεγνό κοτόπουλο, το τζατζίκι ροζ σος, το σουβλάκι ένα τον αριθμό, η επίγευση αυτή του ανικανοποίητου. Υπάρχει αλάδωτη αμαρτία; Δεν υπάρχει. Οπότε το σουβλάκι έπαψε να αντιπροσωπεύει τη γεύση, έγινε συνώνυμο της στέρησης, του φιλέτου κοτόπουλου, του λόξυγγα.

Σουβλάκια μετά από ξενύχτι, σουβλάκια μετά από σεξ, σουβλάκια στην επαρχία, σουβλάκια με ξύδι…

Υπήρξαν ασφαλώς κάποια highlights, που τα έζησα όπως περίπου ο ημιθανής που βλέπει την ίσια γραμμή στο μόνιτορ δίπλα του να ανασταίνεται. Ήταν φυσικά τα μινιόν σουβλάκια με μπιφτέκι και μπόλικο κόκκινο πιπέρι του «Λευτέρη του Πολίτη» της Σατωβριάνδου που στο τσακίρ κέφι παραγγέλναμε στις συσκέψεις του περιοδικού Μετρό όπου δούλευα.

Ήταν τα σουβλάκια μετά από ξενύχτι, τα σουβλάκια μετά από σεξ, τα σουβλάκια στην επαρχία, το σουβλάκι με ξύδι της Βαλεντίνας, το σουβλάκι στην Όαση στα Χανιά, το καλαμάκι στον ισθμό που εξακολουθεί να έχει το λιπάκι που πρωτοαγάπησα στου Βαλέσα αλλά κάποια στιγμή απλώς εξαφανίστηκε από τα καλαμάκια όλης της πλάσης λες και οι διαιτολόγοι απέκτησαν μαγικό ραβδί και μια μόνο ευχή.

Γύρος με αλάδωτη πίτα, γιαούρτι -ποτέ τζατζίκι-, και ντομάτα από τον κρητίκαρο Μανώλη, στην Όαση, στα Χανιά.

Για να μην τα πολυλογώ, το αγαπημένο μου σουβλάκι είναι σήμερα το σουβλάκι της Τρίτης. Το σουβλάκι με πίτα που μου επιτρέπει ο διαιτολόγος μου μια φορά την εβδομάδα, με χοιρινό, ντομάτα, κρεμμύδι και τζατζίκι. Δεν υπάρχει διευκρίνιση για την πίτα, όποτε την παραγγέλνω έξτρα λαδερή.

 

Διαβάστε ακόμα: Ο γύρος του off Broadway «Αχιλλέα» είναι… «όποιος προλάβει». 

 

 

x Ακολουθήστε το Andro στο Facebook

Button to top