λιντσάρισμα (το) 1. πολιτική πρόταση αρχηγού μικρομεσαίου λαϊκιστικού κόμματος: ο Καμμένος Πάνος πήγε για λιντσάρισμα και βγήκε λιντσαρισμένος 2. πόθος οργισμένων ψηφοφόρων χαμηλής πνευματικής απόδοσης: πάντα ψήφιζα ΠΑΣΟΚ, αλλά τώρα θα ψηφίσω Καμμένο και το λιντσάρισμά μου είναι να ξαναπάρω τα επιδόματα κατάποσης τροφής και χτενίσματος εφηβαίου που μου πήραν αυτοί που ξεπουλάνε την πατρίδα μου 3. αυτό που όταν το ζητάει ο Πάνος Καμμένος δεν είναι προτροπή σε εγκληματική πράξη: ακόμα κι αν ο Πάνος ζητούσε να αποκεφαλίσουν κάποιον αφού τον ανασκολοπίσουν, και πάλι θα ήταν λιντσάρισμα.