ξηρός (ο) ξηρός (ο) 1. βαψομαλιάς: είδα τον Δημήτρη τον Στρατούλη στην τηλεόραση και μου ήρθε να του πω με γεια το μαλλί ‒δεν βάζω το χέρι μου στη φωτιά, αλλά μου φάνηκε ξηρός ΣΥΝ κουράκης 2. κατά συρροή δολοφόνος: ο Hannibal είναι από τους πιο απολαυστικούς ξηρούς του σινεμά 3. φασίστας: δεν πιστεύω σε εκλογές και άλλες τέτοιες δημοκρατικές αηδίες, εγώ είμαι ξηρός και θέλω να επιβάλω σε όλους αυτό που εγώ νομίζω πως είναι σωστό ΣΥΝ χρυσαυγίτης 4. φιλόπονος: όπως είπε ο Ραγκούσης, ο Χριστόδουλος είναι τόσο ξηρός που διάλεξε τον δύσκολο δρόμο του σκασιαρχείου από τον εύκολο δρόμο της ισόβιας φυλακής ΣΥΝ καραμανλής.